Ποιήματα για την εποχή του θέρους και της ξεγνοιασιάς
Νεοελληνικά ποιήματα για τη θερινή ευδαιμονία στους τόπους των διακοπών και στο ανέμελο ταξίδι της ψυχής.
- «Είσαι ο διάβολος» – Αντιμέτωποι με τον πατέρα τους οι γιοι της Ζιζέλ Πελικό
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Οι ληστές που έκλεψαν τα πορτρέτα των Ελισάβετ Β' και Μαργκρέτε Β' του Άντι Γουόρχολ τα έκαναν όλα στραβά
- Το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει άλλο πρόσωπο για ΠτΔ αν ο Μητσοτάκης επιλέξει «στενή κομματική επιλογή»
Πρώτη μέρα του καλοκαιριού σήμερα και αυτόματα το μυαλό πηγαίνει σε χαλάρωση, κάπου διακοπές, με ένα βιβλίο παρέα κάτω από τον ήλιο και θέα τη θάλασσα.
Επιλέξαμε ποιήματα που γράφτηκαν για την εποχή του θέρους, μια από τις πιο αγαπημένες εποχές του χρόνου για τους περισσότερους.
Καλοκαίρι του Γιάννη Ρίτσου
Τα τέσσερα παράθυρα κρεμούν στις κάμαρες
ομοιοκατάληκτα τετράστιχα από ουρανό και θάλασσα.
Μια παπαρούνα μόνη είναι ένα ρολογάκι
στο χέρι του καλοκαιριού,να δείχνει
δώδεκα η ώρα μεσημέρι. Κ’έτσι νιώθεις
τα μαλλιά σου πιασμένα μες στα δάχτυλα του ήλιου
να σε κρατάνε ελεύθερο μέσα στο φως και στον αέρα.
Άλλο ένα καλοκαίρι του Τίτου Πατρίκιου
Για σκέψου να μην πρόφταινα
κι αυτό το καλοκαίρι
να δω το φως ξανά εκτυφλωτικό
να νιώσω την αφή του ήλιου στο κορμί μου
να οσμιστώ δροσερές και χαλασμένες μυρωδιές
να γευτώ γλυκόξινες και πιπεράτες γεύσεις
ν’ ακούω τα τζιτζίκια ως τα κατάβαθα της νύχτας
να καταλαβαίνω τους δικούς μου που αγαπώ
να μην αδημονώ μ’ αυτούς που με στηρίζουν
να σκέφτομαι κι εκείνους που θέλησα να ξεχάσω
να βρίσκω φίλους που έρχονται από μακριά
ν’ αφήνω κι άλλες ζωές να μπαίνουν στη δική μου
να κολυμπάω σε θάλασσες ζεστές
ν’ αντικρίζω φρέσκα σώματα γυμνά
ν’ αναπολήσω έρωτες, να ονειρευτώ καινούργιους
ν’ αντιληφθώ τα πράγματα που αλλάζουν.
Έτσι καθώς τα πρόφτασα αυτό το καλοκαίρι
λέω να ελπίζω για προσεχή Χριστούγεννα
για κάποια επόμενη Πρωτοχρονιά –
άσε να δούμε και για παραπέρα.
Στη βεράντα, το καλοκαίρι του Κώστα Ταχτσή
Είμαι ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στο λαιμό φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα σβήσει, αισθάνομαι τα κόκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μεσ’ τις τούφες των μαλλιών, στα δάχτυλα του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν με τα δικά σας, μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λάμπουν σα φανοί αυτοκινήτων που ‘ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι οι διαφημίσεις του κορμιού να μην υπάρχουν – cette rumeur la vient de ville- τίποτα παρ’ αυτός κι εγώ, σε μια βεράντα, το καλοκαίρι.
Το μπαλκόνι του Βασίλη Βασιλικού
Με τον παππού τα λέγανε
στο καλοκαιρινό μπαλκόνι
με ξάγναντο τη θάλασσα,
το Γήπεδο, το Μύλο, το Στρατώνα.
Ποιος ήταν αλήθεια ο παππούς;
Στο μέσα καμαράκι
έκρυβε τ’ όπλο του,
παλιό μεράκι.
Τα πρωινά κατέβαινε στην αγορά
απ’ όπου γυρνούσε κάθιδρος:
καρπούζια φορτωμένος
κι η ζέστα στην ανηφοριά
μαχαίρι της ανάσας.
Οι κότες κούρνιαζαν το μεσημέρι
στα δέντρα της αυλής.
Κι ο έφηβος κοιμότανε βαρύς
με τα παραθυρόφυλλα κλειστά.
Τ’ απόγευμα, κάτω απ’ το μπαλκόνι,
περνούσε ο γιαουρτσής,
τα κεσεδάκια του ακριβοζυγισμένα
στην πλάστιγγα της πλάτης του,
ο μυθικός ιερέας
μες στο σύννεφο του ράσου του.
Μα ποιος ήταν αλήθεια ο παππούς;
Για ποια πράγματα μιλούσαν τότε;
Για τους κομιτατζήδες, του έλεγε,
για τον αντίχριστο τον Τούρκο
και για τον Άγιο Σύλλα, το βουνό,
όπου μια μέρα βρήκε το λαγό
να κοιμάται μες στο λαγούμι
του Αποστόλου Παύλου.
Δεν ήταν ωστόσο θρησκόληπτος ο παππούς.
Και τα γκιργκίρια φεύγοντας
τελείωναν τις φράσεις του
με όσα αποσιωπητικά χωρούσε η νύχτα.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι του Οδυσσέα Ελύτη
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
Εις την Οδόν των Φιλελλήνων του Ανδρέα Εμπειρίκου
Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ’ τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ’ στην καρδιά των Aθηνών, μέσ’ στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ’ στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί – ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη – η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ’ όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος.
Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ’ στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα – οι άνθρωποι και τα κτίσματα – τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
«Θεέ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».
Το καλοκαίρι του Κωστή Παλαμά
Απ’ το κανάλι οι πάσαρες με τ’ απλωτά πανιά
γυρίζουν πρίμα,
μας φέρνουν τα ζακυθιανά λουλούδια τ’ ακριβά,
το πέρασμά τους γλύκανε κι εσένα, πικρό κύμα!
Και πιο καλοπιθυμητά και πιο φανταχτερά
κι από τα κρίνα,
πάσαρες γοργοσάλευτες, με τ’ άσπρα σας φτερά,
μας φέρνετε τ’ αγόρια μας απ’ τη μεγάλη Αθήνα.
Κι ανοίχτε, λιακωτά, χλωρά, φουντώστε, πασκαλιές,
του πόθου η σκόλη·
και σείστε τα μαντίλια σας ανάερα, λυγερές·
παραμονεύουν οι έρωτες· ετοιμαστείτε, μόλοι,
το καλοκαίρι μύρισε· προσμένουν οι αμμουδιές
και τα πριάρια,
πριν έμπεις, άθεη χειμωνιά, να γίνουν εκκλησιές·
οι ερωτεμένοι λειτουργοί και τα φιλιά τροπάρια.
Το καλοκαίρι επέρασε του Νίκου Καββαδία
Τώρα το καλοκαίρι πάει … επέρασε …
Κ’ είναι καιρός να φύγουμε για πέρα.
Δυο μήνες επεράσαμε έτσι άσκοπα
αν κ’ είχαμε πολλές ιδέες στο νου μας.
Εκείνα που σκεφθήκαμε δεν κάναμε
και πάντα τ’ αναβάλαμε για τ’ αύριο
για κάποιαν κάθε μέρα γράμμα εγράφαμε
που όμως αυτή δεν το ’ λαβεν ακόμα.
Σε ναυτικές ταβέρνες εκαθήσαμε
σε γέρους πλάι που λέγαν ιστορίες
και που συχνά, σιγά μας εσυμβούλευαν
με λόγια που πια τα ’ χαμε ξεχάσει.
Σε πανηγύρια πήγαμε χωριάτικα
ψηλά σε ρημοκλήσια γκρεμισμένα
κι επιάσαμε μαντήλι και χορέψαμε
με παληκάρια, και παιδούλες νιες.
Πολλές φορές τ’ αγέρι μας εκοίμισε
μέσα σε βάρκα … κάτω απ’ ένα δέντρο
κι εκάναμ’ έναν ύπνο τόσον ήσυχο
έτσι μακρύ … σα να ’χαμε πεθάνει …
Και τ’ αύριο ποτέ δεν εσκεφθήκαμε
ούτε και την ημέρα της φυγής μας.
… Τώρα το πλοίο μας παίρνει. Πέρα το άγνωστο
ή τρικυμίες!, οι μπόρες! …
Το ξύπνημα του Νίνου Φενέκ Μικελίδη
Τον έρωτα τον αφήσαμε στην ακρογιαλιά
παρέα με τους νεκρούς γλάρους
μονάχα η πικρή μουρμούρα των κυμάτων να μας τον θυμίζει
κανένας θάνατος δεν αξίζει
όσο αυτά τα πετραδάκια
που μάζευες ένα ένα για να στολίσεις το μπαλκόνι σου
κανένας νεκρός στρατιώτης δεν αξίζει
όσο η γλύκα του νερού τον Αύγουστο
που έπινα απ’ τις φούχτες σου.
Κάποτε θα σταματήσω να φωνάζω και θ’ αρχίσω το τραγούδι
κάποτε, όταν δούρειος άνεμος φυσήξει για τους Αργοναύτες,
κάποτε, όταν το φεγγάρι χυθεί παιχνιδιάρικα στο κορμί σου,
κάποτε, όταν τα πουλιά θα ξανάρθουν στον κήπο μας,
κάποτε, όταν το σκοτάδι θα σημαίνει μονάχα νύχτα,
κάποτε, όταν θα κοιτάξεις τον ουρανό και θα ‘ναι πανσέληνος,
κάποτε, όταν η Κοιμωμένη ξυπνήσει και σ’ αγκαλιάσει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις