Σε ανάλυσή του στη Washington Post, ο Ισάν Ταρούρ αναφέρει ότι «η εμμονή της Δύσης με τον πόλεμο στην Ουκρανία έρχεται σε αντίθεση με τη σιωπηρή αδιαφορία της για την κατάσταση στο Αφγανιστάν». Όπως σημειώνει, ο πλανήτης παρακολούθησε πριν λίγους μήνες με τρόμο την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, που έδωσε βάναυσο τέλος στις υπό αμερικανική ηγεσία προσπάθειες για οικοδόμηση κράτους και καταπολέμηση των ανταρτών που διήρκεσαν δυο δεκαετίες και απαίτησαν τρισεκατομμύρια δολάρια.

Στην Ουάσινγκτον και πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, επισημαίνει ο αναλυτής, η χαώδης απόσυρση της κυβέρνησης Μπάιντεν προκάλεσε την οργή και το πένθος για τα βάσανα των αφγανών γυναικών και κοριτσιών, που βρέθηκαν εκ νέου υπό την δρακόντεια εξουσία των φονταμενταλιστών που επιθυμούν να δώσουν τέλος στις ελευθερίες τους.

Όμως οι αντιδράσεις περιορίστηκαν εκεί και, τους τελευταίους μήνες, τα πλούσια κράτη της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης έχουν εστιάσει αντ’ αυτού τις ενέργειές τους – και σημαντικά κεφάλαια – στην ενίσχυση της κυβέρνησης του Κιέβου. Ταυτόχρονα, οι συνθήκες στο Αφγανιστάν πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο τους τελευταίους οκτώ μήνες.

Ανθρωπιστική καταστροφή

Η κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν έφερε και την πλήρη κατάρρευση της αφγανικής οικονομίας. Οι διεθνείς πόροι που υποστήριζαν εδώ και χρόνια την εύθραυστη κυβέρνηση σταμάτησαν να ρέουν, ενώ οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους πάγωσαν περισσότερα από $7 δισεκατομμύρια αποθεματικών του Αφγανιστάν σε ξένα νομίσματα. Εκατομμύρια Αφγανοί είναι πλέον άνεργοι, συμπεριλαμβανομένων αμέτρητων εργαζόμενων στον δημόσιο τομέα. Το τραπεζικό σύστημα δεν είναι πλέον λειτουργικό και τα μετρητά βρίσκονται σε έλλειψη.

Η έκθεση του ΟΗΕ του περασμένου μήνα εκτίμησε ότι σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας κινδυνεύει να λιμοκτονήσει, πρόβλημα που επιδεινώνεται από τη συνεχιζόμενη ξηρασία και τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία. Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ εκτιμά πλέον ότι περίπου 18 εκατ. άνθρωποι θα χρήζουν επιτακτικής επισιτιστικής υποστήριξης στη διάρκεια του Ιουνίου.

Ο αριθμός αυτός κατά πάσα πιθανότητα περιλαμβάνει σχεδόν 10 εκατ. παιδιά, σύμφωνα με έκθεση του περασμένου μήνα από την οργάνωση Save the Children. Η αυξανόμενη πείνα και φτώχεια έχει εξαναγκάσει απελπισμένες οικογένειες σε αδιανόητα βήματα, όπως το να βάλουν τα μικρά παιδιά τους να δουλέψουν και να παντρέψουν τις κόρες τους όσο είναι ακόμη παιδιά για να λάβουν προίκα.

Σύμφωνα με μια εκτίμηση πολλαπλών ανθρωπιστικών οργανώσεων, περισσότερα από 120.000 παιδιά έχουν δοθεί έναντι κάποιου χρηματικού ανταλλάγματος στους οκτώ μήνες από την κατάληψη της Καμπούλ.

Απελπισία

Ανθρωπιστικές οργανώσεις παλεύουν να βρουν περισσότερη χρηματοδότηση για να ενισχύσουν τις ανεπαρκείς τους προσπάθειες στο Αφγανιστάν. Όμως υπάρχουν όρια στα όσα μπορούν να κάνουν σε μια χώρα, η de facto κυβέρνηση της οποίας φαίνεται αποφασισμένη να διευρύνει την εξτρεμιστική της ατζέντα. Οι Ταλιμπάν επανέφεραν τους αυστηρούς κανόνες για τις γυναίκες, απαιτώντας να είναι καλυμμένες ολόκληρες στον δημόσιο χώρο και απαγορεύοντας στα κορίτσια τη συμμετοχή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

«Ουσιαστικά έχουμε εμπλακεί σε ένα είδος συνεργασίας χωρίς αναγνώριση και προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό για τον αφγανικό πληθυσμό που βυθίζεται όλο και περισσότερο στην απελπισία», σημείωσε μιλώντας στον Ταρούρ ο Αχίμ Στάινερ, επικεφαλής του Προγράμματος Ανάπτυξης του ΟΗΕ (UNDP).

Ο Στάινερ σημείωσε επίσης ότι ο ΟΗΕ είναι «αμετακίνητος σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που περιμένουμε να τηρούνται από μια χώρα όπως το Αφγανιστάν», συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος των κοριτσιών στην εκπαίδευση. Όμως ταυτόχρονα διεθνείς οργανισμοί επιχειρούν να βοηθήσουν τους απλούς πολίτες να πλοηγηθούν σε μια «εξαιρετικά ανεπίσημη οικονομία της επιβίωσης» που έχει βυθίσει τη συντριπτική πλειοψηφία της χώρας στην ανέχεια.

«Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε 40 εκατ. Αφγανούς αποκλειστικά εξαιτίας της ηθικής μας αγανάκτησης», εξήγησε. «Είμαστε εκεί επειδή βλέπουμε την απελπισία του αφγανικού λαού. Και ενώ η διεθνής κοινότητα προσπαθεί να βρει έναν τρόπο με τους Ταλιμπάν για να δώσει τέλος σε μια διαδικασία πολιτικής επαναπροσέγγισης, εμείς προσπαθούμε ουσιαστικά να εμπλακούμε σε μια οικονομία που πρέπει να κρατήσει τους ανθρώπους ζωντανούς».

Οι ευθύνες των δυτικών κυβερνήσεων

Όμως, σημειώνει ο αναλυτής της Washington Post, για πολλές δυτικές κυβερνήσεις η διοχέτευση πόρων στο Αφγανιστάν είναι εκτός συζήτησης. «Ορισμένοι αξιωματούχοι των Ταλιμπάν έχουν ζητήσει διεθνείς επενδύσεις για τη μείωση της ανεργίας και του πληθωρισμού», ανέφερε σε άρθρο της η Σουζάνα Τζορτζ. «Όμως για πολλές εταιρείες και τράπεζες, οι οικονομικές κυρώσεις εις βάρος της ηγεσίας των Ταλιμπάν είναι το κυριότερο εμπόδιο στις επενδύσεις».

Τον Φεβρουάριο, ο πρόεδρος Μπάιντεν υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα μέσω του οποίου όριζε ότι περίπου $3,5 δισ. από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα του Αφγανιστάν που είχε παγώσει το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών θα διοχετεύονταν για την «ευημερία των ανθρώπων του Αφγανιστάν», ενώ τα υπόλοιπα θα παραχωρούνταν στις οικογένειες των θυμάτων της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου. Όμως δεν είναι βέβαιο με ποιον τρόπο ακριβώς θα μεταφερθούν στο Αφγανιστάν αυτά τα χρήματα, τη στιγμή που η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν επιθυμεί σχέσεις με τους Ταλιμπάν. Οι Αφγανοί έχουν εκφράσει την οργή τους για την αμερικανική κυβέρνηση που εκμεταλλεύτηκε τα αφγανικά αποθεματικά για να εξυπηρετήσει εγχώριες πολιτικές σκοπιμότητες.

Ο Στάινερ πιστεύει ότι αν τα χρήματα αυτά διοχετεύονταν στο αφγανικό τραπεζικό σύστημα «είναι βέβαιο ότι θα είχαν τεράστια επίδραση» στην αφγανική οικονομία και θα συνέβαλαν στη σταθεροποίηση μιας επικίνδυνης κατάσταση.

Κίνδυνοι για τη Δύση

Την άποψη αυτή συμμερίζεται και η Χίνα Ραμπάνι Χαρ, υπουργός διεθνών υποθέσεων στη νέα κυβέρνηση του Αφγανιστάν. «Πρέπει να σιγουρευτούμε ότι η κατάρρευση δεν θα έρθει με τρόπο που θα επιδεινώσει την κατάσταση», δήλωσε στο ίδιο πάνελ με τον Στάινερ, επικρίνοντας την κίνηση της κυβέρνησης Μπάιντεν. «Η επένδυση $1 τρισ. σε μια εικοσαετή περιπέτεια και έπειτα το πάγωμα των συναλλαγματικών διαθέσιμων δεν μου ακούγεται πολύ έξυπνη κίνηση».

Σε συνέντευξή του στους Financial Times, ο υπουργός εξωτερικών του Κατάρ, σεΐχης Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραχμάν αλ-Τανί, κατήγγειλε το «μποϊκοτάζ» της Δύσης στο Αφγανιστάν και σημείωσε ότι ένας διάλογος με την κυβέρνηση των Ταλιμπάν κατά το πρώτο διάστημα μετά την κατάληψη της εξουσίας θα μπορούσε να είχε αποθαρρύνει τους νέους ηγέτες της χώρας από τη σημερινή τους προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένης και της στάσης τους απέναντι στα δικαιώματα των γυναικών.

«Πιστεύουμε ότι αν είχαμε εμπλακεί νωρίτερα, δεν θα είχαμε επιτρέψει αυτές τις εξελίξεις», δήλωσε. «Αυτή τη στιγμή είναι πολύ σημαντικό να μην αφήσουμε την κατάσταση να επιδεινωθεί και να μην καταλήξουμε ως αποτέλεσμα σε μια πολύ χαώδη κατάσταση στο Αφγανιστάν».

Αν το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη επιμείνει να μην εμπλέκεται με τους Ταλιμπάν, προειδοποίησε, η κατάσταση θα επιδεινωθεί κατά πολύ. «Ίσως δούμε άνοδο του εξτρεμισμού. Θα αρχίσουμε να βλέπουμε μια οικονομική κρίση, που έχει ήδη ξεκινήσει, και αυτή θα στρέψει τους ανθρώπους στη ριζοσπαστικοποίηση και τη σύγκρουση», υποστήριξε. «Αυτό προσπαθούμε να αποφύγουμε».

Η Χαρ δε σχολίασε τις επικρίσεις για τον ιστορικό ρόλο που διαδραμάτισε στην κρίση το Πακιστάν, προσφέροντας καταφύγιο στους Ταλιμπάν, και επέμεινε ότι η χώρα της δεν μπορεί να ξεφύγει «από τη γεωγραφική της θέση». Όπως είπε, η κατάσταση θα μπορούσε να εξελιχθεί σε άλλη μια αναβίωση των παλαιότερων τραυμάτων του Αφγανιστάν, που έχει βιώσει ήδη δεκαετίες συγκρούσεων και ανθρωπιστικών καταστροφών.

«Έχουμε δείξει ότι κανείς μας δεν παίρνει μαθήματα από την ιστορία του», ανέφερε σε δηλώσεις της στη Washington Post.