«Με το τραγούδι έκανα τη ζωή μου σημαντική»
Ονειρευόταν να γίνει γιατρός για να προσφέρει στους συνανθρώπους του και να αποδράσει από τη σκληρή ζωή της αγροτικής κοινωνίας. Η αξεπέραστη φωνή του έδειξε πού πραγματικά ανήκει
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Ετοιμάζεστε για τη συναυλία στον Κήπο του Μεγάρου (στις 14 Ιουνίου), η οποία έχει τίτλο «50 χρόνια χρυσάφι».
Αναρωτιέμαι αν υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια αγωνία για τη φωνή σας, που είναι το κύριο εκφραστικό σας μέσο.
Οπως κάθε μέλος του σώματος, έτσι και η φωνή αν δεν την καλλιεργήσεις θα σε εγκαταλείψει. Πήγαινα μία φορά τον μήνα στο Εθνικό Ωδείο και έκανα μαθήματα με την Αννα Διαμαντοπούλου, η οποία με βοήθησε πάρα πολύ. Βέβαια είχα τις βάσεις όταν ξεκινούσα μικρός με τα βυζαντινά και τα δημοτικά τραγούδια.
Στα Δουμπιά της Χαλκιδικής.
Ναι. Και μάλιστα χάρηκα πολύ, γιατί βγάζουν ένα καταπληκτικό ανθρακούχο μεταλλικό νερό και πήρε το Διεθνές Χρυσό Βραβείο. Ενιωσα περήφανος γιατί ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος, ο οποίος ήταν πρόεδρος στο χωριό επί 13 χρόνια αμισθί – τον κατάργησε η χούντα -, είχε κάνει αγώνα τότε για το νερό, το οποίο ανάβλυζε από μια εκκλησία. Είχε κατέβει στην Αθήνα το 1958 για να συναντηθεί με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και ιεράρχες. Συγκινήθηκα γιατί ένιωσα ότι ο πατέρας μου δικαιώθηκε.
Επαιξε ρόλο στη διαμόρφωσή σας;
Τον σημαντικότερο. Με την παρουσία του και με την ηθική του. Ηταν πάντα στην υπηρεσία των κατοίκων του χωριού και δίπλα του στεκόταν η μητέρα μου. Είχα πάντα ως παράδειγμα τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν άνθρωπος της προσφοράς. Επίσης δεν έφερε ποτέ εμπόδιο στην απόφασή μου να γίνω τραγουδιστής.
Πώς το κατακτήσατε αυτό, δεδομένου ότι την εποχή που μεγαλώσατε τα πρότυπα του επαγγελματικού προσανατολισμού ήταν τελείως διαφορετικά;
Η περιοχή μου είχε καπνοκαλλιέργειες, μια δύσκολη και άσχημη δουλειά. Σηκωνόμασταν, από παιδιά, ξημερώματα. Οταν τελείωνε το σχολείο, πηγαίναμε στα χωράφια για να βοηθήσουμε τους γονείς μας. Μαζεύαμε τον καπνό και μετά τον αρμαθιάζαμε. Η μέρα περνούσε μόνο με τραγούδι. Δεν γνωρίζαμε τι είναι καλοκαιρινές διακοπές. Εκανα μπάνιο στη θάλασσα για πρώτη φορά όταν ήμουν 10 ετών, που με είχαν στείλει σε κατασκήνωση στη Χαλκιδική για μερικές μέρες. Ξαναέκανα πολύ αργότερα, όταν νοικιάζαμε τις Κυριακές, η νεολαία του χωριού, ένα λεωφορείο και κάναμε καμιά εκδρομή.
Σκληρά χρόνια.
Είχαμε αγάπη στην οικογένειά μας. Το όνειρο του κάθε γονέα ήταν το παιδί του να σπουδάσει για να ξεφύγει από αυτή τη ζωή. Η αρχική επιθυμία – και δική μου – ήταν να γίνω γιατρός, γιατί μου άρεσε να προσφέρω. Αυτό που έβλεπα να κάνει ο κοινοτικός γιατρός στο χωριό. Αλλά άλλες οι βουλές των ανθρώπων και άλλες του καθεστώτος τότε. Την πρώτη χρονιά, 1965, η βάση για να μπω στην έκθεση ήταν 12 και έπιασα 11,67. Μου επετράπη να δώσω εξετάσεις γιατί είχε καθυστερήσει να έρθει το χαρτί κοινωνικών φρονημάτων. Την επόμενη χρονιά που θέλησα να δώσω είχε πάει πια το χαρτί αυτό. Τότε ο πατέρας μου μού είπε «κάνε ό,τι θέλεις». Βέβαια οι περιπέτειές μου και όταν άρχισα να τραγουδάω δεν σταμάτησαν.
Συνεχίσατε την πολιτική σας δράση.
Φυλακίστηκα τρεις μήνες στο Γεντί Κουλέ. Το 1967, όταν μάθαμε ότι θα έρθει στη Θεσσαλονίκη να μιλήσει ο Παπαδόπουλος, ήμουν ενταγμένος στους «Λαμπράκηδες» και αποφασίσαμε να ρίξουμε έναν στύλο της ΔΕΗ. Οπως έχω πει ξανά, μας πήρε χαμπάρι η Ασφάλεια και μας συνέλαβε.
Εχετε πει επίσης ότι μετά την αποφυλάκισή σας περάσατε δύσκολα επαγγελματικά. Βρήκατε όμως τον βηματισμό σας.
Ετσι είναι, και ήρθαν πάλι δύσκολες εποχές, μετά τη Μεταπολίτευση. Λες και έκλεισαν την πόρτα στο καλό τραγούδι! Ενώ είχα κάνει όλες αυτές τις μεγάλες συνεργασίες, ο κόσμος εγκατέλειψε το σημαντικό τραγούδι. Υπήρχε μια μεταστροφή του κοινού στο ρεμπέτικο – και καλά έκανε – αλλά και στο σκυλάδικο.
Εμμείνατε όμως στην απόφασή σας να ερμηνεύετε αυτά που αγαπούσατε.
Ημουν σταθερός. Θυμάμαι ότι τραγουδούσα στο Ζουμ και υπήρχαν από κάτω 10 άτομα. Απογοητευόμουν αλλά την ίδια στιγμή ήξερα ότι είναι κάτι προσωρινό. Και πραγματικά δικαιώθηκα. Ερχονταν και μου έλεγαν – μεταξύ άλλων και δημοσιογράφοι της εποχής – «ακούσαμε το «Ο Γιάννης ο φονιάς». Τι ωραίο τραγούδι», και φυσικά τούς υπενθύμιζα ότι είχε κυκλοφορήσει πριν από 10 χρόνια.
Τι σας δικαίωσε;
Η στάση μου και τα καλά τραγούδια. Δεν ξεπουλήθηκα και αυτό με έσωσε. Αν ενέδιδα σε εκείνες τις προτάσεις, ίσως να ήμουν άλλος άνθρωπος. Πήγα για μια σεζόν στα μεγάλα μαγαζιά και δεν μου άρεσε η ατμόσφαιρα. Ενιωθα ότι δεν ήμουν εκείνος που ήθελαν. Οτι πρόδιδα όλες τις αρχές μου.
Τι σας έκανε να επιστρέψετε εκεί που ανήκατε;
Εβλεπα τη μορφή του Νίκου Γκάτσου μπροστά μου, την εικόνα του. Τον θυμάμαι στου Φλόκα, να φοράει ένα γκρι παντελόνι, ένα πουκάμισο άσπρο ή γκρι και να κάθεται πάντα στην ίδια θέση, με το τσιγάρο στο χέρι. Μια φορά πήγε να καθίσει ο Αβέρωφ – 1975, υπουργός Εθνικής Αμυνας – και έτρεξαν τα γκαρσόνια και τον παρακάλεσαν να αλλάξει τραπέζι. Φυσικά, το έκανε με χαρά, γιατί ήταν ένας πολύ ευγενής άνθρωπος. Ο Γκάτσος ήταν λιγομίλητος και σκεπτικός. Είχε πάντα να πει κάτι, όχι με διδακτικό τρόπο. Οσες φορές και αν του ζητούσα τη συμβουλή του για το πώς έπρεπε να πράξω μου απαντούσε «εσύ ξέρεις». Είχα πολλά προβλήματα τότε με προτάσεις πολύ δελεαστικές, με χιλιάδες χρήματα, από τα νυχτερινά μαγαζιά της εποχής. Οταν έγραψε στο «Ρεμπέτικο» τον στίχο «Μονάχος βρες την άκρη της κλωστής/ και αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι», κατάλαβα τι είναι ο Γκάτσος.
Τι θυμάστε από αυτά που συζητήσαμε;
Πολλά αλλά υπάρχει κάτι που ξεχωρίζω, που με συγκινεί βαθιά και δεν το είπε σε μένα αλλά στον Γιώργο Λιάνη: «Θα ήθελα να είχα γιο τον Μανώλη».
Πολύ τιμητικό. Είναι η εποχή που είχατε γνωρίσει και όλους τους μεγάλους συνθέτες.
Βέβαια. Αρχής γενομένης από τον Μίκη Θεοδωράκη, όπου επεδίωξα να πάρω τη συγκατάθεσή του. Αν μου έλεγε ο Μίκης ότι δεν έκανα για το τραγούδι, εκείνη τη μέρα που πήγα και τον βρήκα στο Βραχάτι, δεν θα συνέχιζα. Επειτα οι Μούτσης, Ξαρχάκος, Λεοντής, Ανδριόπουλος, Κηλαηδόνης, Χατζιδάκις. Δεν έχει πει κανείς άλλος τραγουδιστής τρεις δίσκους σε πρώτη εκτέλεση του Μάνου Χατζιδάκι: «Της γης το χρυσάφι», «Αθανασία», «Χειμωνιάτικος ήλιος». Ετοιμαζόμασταν μάλιστα να κυκλοφορήσουμε και έναν τέταρτο δίσκο αλλά δεν προλάβαμε, γιατί έφυγε ο Μάνος.
Τι σας έδωσε το τραγούδι;
Τη χαρά της έκφρασης. Οσα είχα να πω τα έλεγα μέσα από το τραγούδι. Μου έδωσε αναγνωρισιμότητα και πήρα πολλή αγάπη. Ηθελα να αποδείξω κι εγώ πως είμαι κάποιος. Αφού δεν κατάφερα να σπουδάσω, έπρεπε με κάποιον τρόπο να δικαιώσω την οικογένειά μου. Εκανα τη ζωή μου σημαντική με το τραγούδι. Γιατί γνώρισα αυτούς τους συνθέτες που δεν μου έδωσαν μόνο τα σπουδαία τραγούδια τους. Με διαμόρφωσαν και ως άνθρωπο. Μου έδειξαν τον τρόπο να σκέφτομαι και να συμπεριφέρομαι. Ο φάρος μου ήταν όμως ο Γκάτσος. Θυμάμαι του έλεγε ο Γιώργος Μαρίνος «εσείς, κύριε Γκάτσο, είστε ο γκουρού».
Υποκλίνονταν όλοι στον Γκάτσο;
Ολοι! Ελεγε καμιά φορά στον Χατζιδάκι «Μάνο, σοβαρέψου, μην κάνεις τον Γκιουλέκα». Είχαν μια σχέση αδελφική! Είχα την τύχη να τρώω με τον Γκάτσο, τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη.
Εχετε κάποιο επαγγελματικό απωθημένο;
Ηταν φίλος μου ο Μάνος Λοΐζος από το 1971. Ηταν από τους πρώτους που είχε ακούσει την κασέτα που μου έστειλε ο Μίκης το 1973 από το Παρίσι, τα «Λιανοτράγουδα». Ημασταν σε διαφορετικές εταιρείες με τον Μάνο και λέγαμε να κάνουμε έναν δίσκο μαζί. Ο Μάνος είχε συμβόλαιο στη Minos, εγώ στην Columbia. Οταν έληξε το συμβόλαιό μου, πήγα στη Minos για εκείνον. Οταν υπέγραψα, μετά από λίγες μέρες πέθανε. Το συμβόλαιό μου όμως με την Columbia μού έχει στερήσει και έναν άλλο δίσκο – ίσως από τους πιο αγαπημένους μου. Είναι ο «Αγιος Φεβρουάριος». Ο Μούτσης προόριζε τα τραγούδια αυτά για μένα. Εφυγε όμως από την εταιρεία και πήγε στη Philips. Ο Τάκης Λαμπρόπουλος είχε θυμώσει πολύ. Είχα τα τραγούδια τρία χρόνια. Τελικά κυκλοφόρησαν από τη Philips με τον Δημήτρη Μητροπάνο.
Από τα τραγούδια που έχετε πει ποια είναι τα πιο αγαπημένα σας;
«Πιρόγα», «Ο Γιάννης ο φονιάς», «Τσάμικο», «Τρελλός», «Αυτά τα χέρια», «Ποτέ», «Μη χτυπάς» και βέβαια η «Ελευσίνα» με την οποία και ξεκίνησα. Δεν υπάρχει παράσταση που να μην το έχω πει. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.
Υπάρχει κάτι πέρα από τη συναυλία στον Κήπο του Μεγάρου στις 14 Ιουνίου που ετοιμάζετε;
Ενας καινούργιος δίσκος σε μουσική Γιώργου Θεοφάνους και στίχους Φίλιππου Γράψα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις