Ιστορίες που θα θέλαμε να κρατήσουν για πάντα
Τι είναι αυτό που μας ελκύει τόσο πολύ σε ένα βιβλίο ώστε με την ολοκλήρωσή του να βιώνουμε μια μορφή πένθους;
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Βρίσκομαι στο κρεβάτι, με το βιβλίο ανοιχτό πάνω στο στέρνο μου και δακρύζω. Έχω μόλις «αποχαιρετήσει» τον Άρη και τη Μαρία. Τους γνωρίζω μόλις μία εβδομάδα…
Γιατί κλαίω…; Γιατί ήταν η καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να έχω τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Είναι οι ήρωες του βιβλίου που μόλις ολοκλήρωσα.
Αναμφίβολα, πολλοί εκεί έξω με έχετε «νιώσει» ήδη, βιώνοντας κάτι αντίστοιχο με ένα δικό σας βιβλίο, ένα δικό σας ήρωα…
Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτό το ταξίδι φτάνει στο τέλος του…; Οταν καλούμαστε να γυρίσουμε την τελευταία σελίδα και να πέσουμε στο οπισθόφυλλο, σε εκείνο που ανατρέξαμε αμέσως μόλις πιάσαμε το βιβλίο στα χέρια μας για να πάρουμε μια γεύση του τι μας περιμένει…;
Το μυαλό μας έχει εισέλθει, ήδη, σε μια ζώνη διαφορετική, σε μια άλλη διάσταση απ’ την οποία με τίποτα και για κανένα λόγο δεν θέλουμε να ξεφύγουμε.
Τώρα, το οπισθόφυλλο -που κάποτε σηματοδοτούσε την άνευ όρων παράδοση σε ένα κόσμο μαγικό- φαντάζει τόσο «μικρό», ανίκανο να μας παρηγορήσει στο «χωρισμό» που βιώνουμε.
Για τη συγγραφέα, ειδική στη βιβλιοθεραπεία, Bijal Shah, τα «post-book blues», η μελαγχολία και η στεναχώρια που βιώνουμε όταν ολοκληρώνουμε ένα βιβλίο είναι σημάδι από κάτι έμφυτο στην ανθρώπινη φύση.
«Είναι πολύ, πολύ συνηθισμένο. Μια αίσθηση απώλειας που νιώθεις στο τέλος και θρηνείς. Σαν να αποχαιρετάς τόσους πολλούς φίλους που έχεις κάνει, φίλους που «απέκτησες» κατά τη διάρκεια του βιβλίου, και τώρα δεν υπάρχει πια σύνδεση. Αυτός είναι ο λόγος που τα sequels πάνε τόσο καλά – είναι αυτή η συνέχεια της σύνδεσης».
Ανάγκη για συλλογικότητα
Μία δεύτερη ερμηνεία βασίζεται στον ατομικισμό που κυριαρχεί στη μοντέρνα κοινωνία και την ανάγκη να απελευθερωθούμε από αυτόν.
Μέσα από αυτά που διαβάζουμε ερχόμαστε σε επαφή με πολλούς χαρακτήρες, ήρωες κι αντιήρωες, συμπεριφορές που μπορεί να μας επηρεάσουν ή να μας περάσουν αδιάφορες, μπορεί να βρούμε τον εαυτό μας στις ιστορίες που μελετάμε, να παραδειγματιστούμε ή να αποφασίσουμε τι θέλουμε κάνουμε στη ζωή μας, να κατανοήσουμε απόψεις κι ανθρώπους που προηγουμένως δεν καταλαβαίναμε… Κοντολογίς, αφήνουμε τον εαυτό μας -είτε αυτός είναι ήρωας του μυθιστορήματος είτε όχι- να ταξιδέψει και να συναναστραφεί με άλλες ψυχές.
Όπως παρατηρεί η Shah, σήμερα είμαστε τόσο επικεντρωμένοι στον ατομικισμό, που τώρα λαχταρούμε κατά κάποιο τρόπο τη συλλογικότητα. «Η γενιά των γονιών μου και οι γονείς τους μεγάλωσαν σε κοινωνίες όπου το μόνο που είχε να κάνει κανείς ήταν να βοηθάει τον άλλον και να είναι λιγότερο εγωκεντρικός».
Επομένως, στην εποχή μας -όπου δεν υπάρχει πια αυτή η συλλογικότητα, όπου δεν γνωρίζουμε πού ανήκουμε, ποιοι είμαστε- έχουμε ολοένα και περισσότερο την ανάγκη επιβεβαίωσης από τους άλλους.
«Νομίζω ότι αυτό μας λείπει αυτή τη στιγμή. Τα βιβλία πιθανότατα γεμίζουν αυτόν τον χώρο επειδή σφυρηλατούν (αυτή την αίσθηση της κοινότητας) με αντικαταστάτες, οπότε γεμίζουν αυτά τα κενά, ίσως» λέει η Shah. Και η αλήθεια είναι ότι, είτε μιλούν για ιππότες και πριγκίπισσες, για δράκους και μάγισσες, είτε για απαγορευμένους έρωτες κι ανεκπλήρωτες αγάπες, με τη βοήθειά τους μπορούμε να πλάσουμε κόσμους δικούς μας που δεν ξέραμε καν πως υπήρχαν και να αποδράσουμε απ’ την καθημερινότητα, παρέα με το δικούς μας ήρωες και το δικό μας σενάριο.
Σύμφωνα, δε, με τον ψυχολόγο Keith Oatley, επιλέγουμε βιβλία με τα οποία μπορούμε να ταυτιστούμε. Και έτσι μπορούμε να αναγνωρίσουμε ορισμένες πτυχές της ιστορίας που διαβάζουμε, μέσα στην ίδια μας τη ζωή. «Οι συγγραφείς κάνουν προτάσεις, προσφέρουν ιδέες και όχι περιγραφές και μετά εμείς ως αναγνώστες τις παίρνουμε και μας φανταζόμαστε μέσα σε αυτές».
Εξερεύνηση συναισθημάτων
Τα βιβλία έχουν την ικανότητα να μάς απορροφούν σαν δίνη σ’ έναν άλλο κόσμο. Βλέπουμε πράγματα που ίσως μάς λείπουν ή θέλουμε και ευχόμαστε να ήταν αλήθεια.
Και αυτό, διότι η παραστατικότητα των λέξεων και της αφήγησης, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα του μυαλού να τις πλάσει σαν κάτι υπαρκτό, αρκούν για να μας κάνουν να πιστεύουμε πως βρισκόμαστε όντως εκεί που εξιστορεί.
Ανάλογα με το είδος του βιβλίου, βρίσκουμε τον εαυτό μας και σε μια άλλη διάσταση, τη στιγμή που καλούμαστε να διαχειριστούμε εσωτερικά μας ζητήματα και συναισθήματα.
Για τη Bijal Shah, η λογοτεχνία αποτελεί μέσο διερεύνησης, όσων πάσχουν από ψυχικές νόσους, των επώδυνων συναισθημάτων τους. «Το κλειδί για οποιαδήποτε μορφή θεραπείας μέσω της τέχνης -συμπεριλαμβανομένων και των βιβλίων- είναι η ικανότητα να εξερευνείς τα συναισθήματά σου μέσα σε έναν ασφαλή χώρο, όπως αυτόν της λογοτεχνίας».
Το βιβλίο μάς επιτρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω, και παρ’ όλα, αυτά να συνεχίσουμε την εξερεύνηση μέσω ενός άλλου αντικειμένου. Επομένως, υπάρχει αυτή η απόσταση.
Eνσυναίσθηση
Κι αν όλα τα παραπάνω συντελούν στο πένθος που βιώνουμε όταν τελειώνουμε ένα βιβλίο, ξεχωριστό κεφάλαιο δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί η ενσυναίσθηση, η συναισθηματική δηλαδή ταύτιση με την ψυχική κατάσταση κάποιου άλλου, και η κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του.
Όπως εξηγεί και ο Oatley, είναι σαν μια μορφή διαλογισμού. Όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, βάζουμε στην άκρη τα άγχη και τις ανησυχίες μας και προσλαμβάνουμε αυτά του αγαπημένου μας χαρακτήρα στην ιστορία.
Εν προκειμένω, βασικό παράγοντα της συναισθηματικής σύνδεσής μας με την ιστορία αποτελεί ο πρωταγωνιστής. Γι’ αυτό πολλοί αναγνώστες σκόπιμα επιλέγουν να μην ολοκληρώσουν ένα βιβλίο, είτε γιατί δεν θέλουν να μάθουν τι θα συμβεί σε έναν αγαπημένο τους χαρακτήρα, είτε γιατί ορισμένες ιστορίες αξίζει να… κρατάνε για πάντα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις