Όταν ο «σοβατζής» φουστανελάς Θεόφιλος από τη Λέσβο «κατέκτησε» το Λούβρο
Η ιστορία του μεγάλου λαικού ζωγράφου είναι γεμάτη πίκρα, χλεύη, ειρωνία και τεράστια αγάπη για τη ζωγραφική
Ήταν στις 3 Ιουνίου του 1961 όταν έργα του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, κατά κόσμον, απλά Θεόφιλος, εκτέθηκαν στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, δίπλα στους Λουδοβίκους και τη Μόνα Λίζα.
Ήταν ο θρίαμβος του φουστανελά με τη χατζάρα που κάποτε τον έλεγαν «σοβατζή». Και πράγματι το Λούβρο άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του για να υποδεχτεί τον Έλληνα αυτοδίδακτο καλλιτέχνη, ο οποίος κατά τον Οδυσσέα Ελύτη «έδωσε έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο».
Την έκθεση είχε διοργανώσει ο Teriade (το όνομα του Στρατή Ελευθεριάδη καταξιωμένου κριτικού τέχνης και εκδότη), ο οποίος θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων δημιουργών του 20ου αιώνα και ο οποίος ανακάλυψε τον Θεόφιλο και προσέδωσε κύρος στο έργο του. Έτσι όλη η Ευρώπη έμαθαν για αυτόν τον αυτοδίδακτο ζωγράφο.
Ο «εν ξιφήρεις» φουστανελάς μπήκε στις αίθουσες του πιο λαμπρού μουσείου και οι Λουδοβίκοι συναντήθηκαν με τον Αντώνη Κατσαντώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Μέγα Αλέξανδρο, και την Αρετούσα.
Έργα απλά, ελεύθερα, γεμάτα φως, σοφία και γλαφυρότητα, ενθουσίασαν τους επισκέπτες της έκθεσης «οι οποίοι εξεφράζοντο μετά θαυμασμού δια την πρωτοτυπίαν του ζωγράφου Θεόφιλου, που θεωρείται ως ο πρωτοπόρος της λαϊκής αυτής τεχνοτροπίας».
Ο Θεόφιλος
Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο θεωρείται πως γεννήθηκε κατά το διάστημα 1867–1870 στη Βαρειά Λέσβου. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς, ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, ήταν κόρη αγιογράφου.
Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις, αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, πάνω στην οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον παππού του.
Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου 18 ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης.
Εκεί έμεινε για μερικά χρόνια, πριν εγκατασταθεί το 1897 στον Βόλο, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές και ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής. Σήμερα σώζονται τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί.
Το 1927 επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορμή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επεισόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος για να διασκεδάσει τους παρευρισκόμενους έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Στη Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους.
Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση, στη Μυτιλήνη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις