Εύα Σικελιανού: Η Γλαυκομάτα
Αδύναμη, διάφανη, δεν ήταν παρά μια φλόγα, μια ψυχή
Είχα την ευτυχία να γνωρίσω από πολύ κοντά τον Παλαμά και τον Σικελιανό, και ποτέ δε θα σβύσουν οι ενθυμήσεις που θησαύρισα από τις συναντήσεις μου μαζί τους. Βλέπω τον Παλαμά «περιτειχισμένο» θάλεγα από τα βιβλία του στο γραφείο της οδού Ασκληπιού, τον Σικελιανό, που ήμουν περήφανος να τον δέχομαι στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στο «ακραίο» σπίτι μας της οδού Σίνα.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την τελευταία εικόνα που έχω κρατήσει της Εύας Σικελιανού και της συνομιλίας μου μαζί της όταν, μετά την επιστροφή της από την Αμερική, ετοιμαζόταν για το ύστατο ταξίδι της στους Δελφούς. Αδύναμη, διάφανη, δεν ήταν παρά μια φλόγα, μια ψυχή. Αλλά δε γνωρίζομε πραγματικά τους ανθρώπους και το μυστικό, το βαθύτερο είναι τους, παρά από τα έργα τους, απ’ ό,τι άφησαν πίσω τους για να επιζήσουν, κι ακόμα από τα τεκμήρια της εσώτερης ζωής τους, γράμματα, ημερολόγια, σημειώματα, που δένονται με το δημιουργικό τους έργο και το σφραγίζουν θάλεγες με τό αίμα της καρδιάς τους. Το έργο τους είναι εκείνο που αντικαθρεφτίζει αληθινά το δρόμο το μακρύ, το δύσκολο, που με κάθε τους πατημασιά τον καταχτούσαν, σμιλεύοντας την ες αεί φυσιογνωμία τους.
Την Εύα την είδα για πρώτη φορά στις Δελφικές γιορτές. Ως το θάνατό της δε γνώριζα απ’ αυτή παρά το πρόσωπό της, τα μακρυά κόκκινα μαλλιά της, το υφαντό φόρεμα, τον ήχο της φωνής, τα λόγια της. Έκπληκτος, συγκινημένος, ανακάλυπτα την ανθρώπινη ύπαρξή της, την αγνότητα και τη δύναμη που ανάπνεες κοντά της. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια, τις παραμονές του θανάτου της, για να καταλάβω πως τα εξωτερικά της γνωρίσματα μού είχαν συγκαλύψει την πραγματική μεγαλοφυΐα της.
Κοντά της, στους Δελφούς, ο Άγγελος, ντυμένος όπως όλος ο κόσμος, μου φανερώθηκε σαν ο εμπνευσμένος αοιδός που τον κάτεχε ο μυστικός θεός του νέου αισχύλειου θαύματος. Τα έργα του που, από τότε, τα διαβάζω και τα μελετώ προσεχτικά όχι μόνο με πλούτισαν, αλλά μου δώσανε για τον Ποιητή έναν απέραντο θαυμασμό που με τα χρόνια αυξάνει ολοένα.
Την Εύα, νομίζω πως τώρα την κατάλαβα πλέρια. Είχε κι εκείνη του Αγγέλου τη μεγαλοφυΐα. Το πάθος της για την Ελλάδα και για τον Ποιητή, που τον έβλεπε σα θεό, όχι μόνο τη φύλαξε από στραβοπατήματα, αλλά και την κράτησε στον ίσιο το δρόμο, τον δύσβατο, τον σκληρό, που την οδηγούσε με ασφάλεια προς το σκοπό της, τον Ελληνισμό.
Αυτά, αμυδρώς μόνο τα γνώριζα. Όλα μου έγιναν φανερά όταν διάβασα την Αυτοβιογραφία της, που την έγραψε η ίδια αγγλικά, αλλά που τη μετέφρασε γαλλικά η κυρία S. Berthon, με ωραία
γλωσσική κι ερμηνευτική απόδοση.
Σ’ αυτή την Αυτοβιογραφία η Εύα εκφράζεται από τις παιδικές αναμνήσεις ως τις υποβλητικές θύμησες του Παρισιού, όπου είχε γνωρίσει την κυρία Le Bargy, την Sarah Bernhardt, την Collette, τον Pierre Louys, αλλά και τους Duncan – τον Raymond, την αδελφή του Ισιδώρα, τη γυναίκα του Πηνελόπη, την Πηνελόπη Σικελιανού, αδελφή του Αγγέλου– και διαγράφεται η μυστικόπαθη πορεία της Εύας προς το θείο αστέρι, σα ν’ αναζητούσε το συνταραχτικό γεγονός που θα της ξεσκέπαζε το ριζικό της. Συνέβηκε τις τελευταίες μέρες του Απρίλη 1905.
Η Πηνελόπη δέχτηκε να τραγουδήσει μπροστά στην Εύα. «Έψαλε, γράφει η Εύα, δυο θρησκευτικά μέλη, το πρώτο πολύ αργό, το δεύτερο μάλλον γοργό. Ένιωσα μεγάλη αναταραχή… Μου φάνηκε πως για πρώτη φορά άκουγα ανθρώπινο τραγούδι, για πρώτη φορά μουσική…»
Οι σελίδες που αφιερώνει στον πατέρα της, στη μητέρα και στον αδελφό της, διαβάζονται με οξύ ενδιαφέρον. Βλέπομε πώς η Εύα απελευθερώνεται από τις συμβατικές κοινωνικές προλήψεις. Με πόση λογική συνέχεια επιβάλλει πρώτα στον εαυτό της και στη μητέρα της τη φαινομενικά παράλογη αρχαία ενδυμασία. Αξίζει να παρακολουθήσουμε πώς ανακάλυψε η Εύα την αρχαία τέχνη, την ελληνική ψυχή, τον Ελληνισμό. Άρχισε με την υφαντική, τη χαρακτική του μετάλλου, την επεξεργασία του δέρματος, ενώ συγχρόνως ανακάλυπτε την ελληνική μουσική της εκκλησίας, τη βυζαντινή μουσική, τη μελωδικότητα της ελληνικής γλώσσας, την ποίηση, ακούοντας την Πηνελόπη που έψελνε, τραγουδούσε κι’ απάγγελνε τα πρώτα ποιήματα του αδελφού της.
Φτάνομε στο ταξίδι που για πάντα την έφερνε στην Ελλάδα. Γνωστά είναι τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Την εσωτερική της φλόγα τη συντηρούσε, την έτρεφε μια ανεξάντλητη και δημιουργική υπομονή, χωρίς ποτέ ν’ απομακρύνεται ο άμεσος σκοπός, τα μεγάλα έργα, που οραματιζόταν η ψυχή της. Ας προσθέσουμε και τη χρήση και κατάχρηση της περιουσίας της, που πάντα τη διέθετε με ηγεμονική γενναιοδωρία. Παράλογη, είπαν μερικοί. Θάλεγα το αντίθετο: με τρόπο λογικό, ρεαλιστικό, δημιουργικό. Κοντά της, ο μεγάλος Ποιητής, ο εμπνευστής, μπόρεσε έτσι να εκφράσει, με απόλυτη άνεση, τα πιο τολμηρά του ονειροπολήματα.
Αλλά και η ίδια εξασφάλιζε γι’ αυτήν, ίσως ασύνειδα, την ες αεί δόξα, σιωπηλά, με πόση μετριοφροσύνη, ετοιμάζοντας με τα δάχτυλά της τα θεσπέσια υφάσματα, που τα προώριζε για τις γιορτές των Δελφών. Ήταν ένα μέρος μόνο –αλλά πόσο μεγαλειώδες– της αναδημιουργίας του αρχαίου θεάτρου και του χορού, όπως το έβλεπε η Γλαυκομάτα –έτσι την έλεγε και ο Σικελιανός–με του νου της τα μάτια τα προφητικά.
Ο Ποιητής πολλές φορές απέτισε φόρο τιμής στη θεατρική ιδιοφυΐα της Εύας, αλλά, στην Αυτοβιογραφία της, ολοκληρώνει η ίδια τη θεωρία της.
Πώς ένιωσε τον Ελληνισμό, οφείλεται πρώτα στη δική της διορατικότητα, στην προφητική της διαίσθηση, που αποκορυφώνεται με το πέρασμα του χρόνου, και με την αδιάκοπη ανταλλαγή σκέψεων με τον Ποιητή, όταν η Εύα και ο Άγγελος ζουν εντονώτατα, οι δυο τους μαζί, τους στοχασμούς και τα μεγαλεπίβολα όνειρά τους, ώσπου να πάρουν τη μεγαλειώδη, τελική τους μορφή.
Το θέμα του Ελληνισμού θα έπρεπε να μελετηθεί ιδιαίτερα, με τη βοήθεια πολλών δικών της κειμένων που αναφέρονται σ’ αυτό.
Στο Κεφάλαιο Ι’ της Αυτοβιογραφίας, που το τιτλοφόρησε «Λευκάδα», η Εύα γράφει για το πρώτο μεγάλο έργο του Σικελιανού:
«Ύστερα από λίγο, ο Άγγελος πήγε στην Αίγυπτο να δει τον αδελφό του το Μενέλαο, που ζούσε όχι μακρυά από τη Λιβυκή Έρημο. Εκεί, μέσα σε δυο εβδομάδες, έγραψε το πρώτο μεγάλο του ποίημα, τον Αλαφροΐσκιωτο, δηλαδή τον Οραματιστή.
»Είναι το νησί του και ο λαός του, η μητέρα του, η Πηνελόπη κι’ εγώ, όπως αντικαθρεφτιζόμασταν στη συνείδησή του, πιο αληθινοί απ’ ό,τι εμείς οι ίδιοι είμαστε».
Η Εύα ήξερε πόσο φευγαλέα είναι τα χαρακτηριστικά μας, πάντα αληθινά και πάντα ψευδόμενα. Μόνον ο Ποιητής, με τη θεϊκή έμπνευσή του, μπορεί κι εκφράζει την αιώνια και αμετάβλητη αλήθεια.
Ποιητής ήταν και η Εύα. Ποιητής και της Ηθικής.
Γύρω της μαζεύτηκαν πολλές Ελληνίδες, που είχαν το ίδιο ψυχικό κίνητρο, την πίστη στον Ελληνισμό. Γιατί ο Ελληνισμός είναι και θρησκεία, κι έχει τους άγιους και τους μάρτυρές της.
Η Εύα, των Δελφών η Αγία, αξίζει κάθε προσήλωση και προσκύνηση.
*Κείμενο του γάλλου φιλέλληνα Οκτάβιου Μερλιέ, διαπρεπούς ελληνιστή και διανοουμένου. Το εν λόγω κείμενο, που έφερε τον τίτλο «Εύα Σικελιανού», είχε συνταχθεί στα γαλλικά στις 13 Νοεμβρίου 1965 και είχε δημοσιευτεί (μεταφρασμένο στα ελληνικά) το 1966 στη μηνιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση «Ηώς», σε τεύχος αφιερωμένο στην Εύα – Πάλμερ Σικελιανού.
Η αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, σύζυγος του ποιητή Άγγελου Σικελιανού (1884-1951), γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1874 και απεβίωσε στους Δελφούς (εκεί ετάφη μάλιστα) στις 4 Ιουνίου 1952.
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος είχε πει για την Εύα – Πάλμερ Σικελιανού τα εξής:
Η ύπαρξη της Εύας Σικελιανού ήταν τόσο συνδεδεμένη με του Άγγελου, ώστε είναι πάντα παρούσα όταν αναφερόμαστε σ’ αυτόν. Η Εύα ήταν αξιόλογη από κάθε πλευρά – ως προσωπικότητα, ως διάνοια, ως άνθρωπος. Ήταν μια σπάνια γυναίκα και έκανε πολλά για την Ελλάδα, που δεν της αναγνώρισαν. Όπως γράφω κάπου, είχε πάνω της κάτι το υπερβατικό, κι όταν, το 1952, ήρθε στην Ελλάδα για να πεθάνει, ατενίζοντας τα μεγάλα της γαλάζια μάτια, τα τόσο κουρασμένα πια, μου ήρθαν στο νου ασυναίσθητα δυο στίχοι του Καβάφη: «Την ομορφιά έτσι πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου…»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις