Συνέντευξη στη Μαρία Βασιλείου

Την εκτίμηση ότι με ισχυρή διαμεσολάβηση από τη διοίκηση Μπάιντεν μπορεί να αποσοβηθούν οι εντάσεις μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας και να υπάρξει πιο ενωμένη και σταθεροποιητική προσέγγιση, ιδίως πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη στα τέλη Ιουνίου, εκφράζει η Χέδερ Κόνλι, πρόεδρος του German Marshal Fund (GMF).

Μιλώντας στα «ΝΕΑ» η Κόνλι, η οποία ήταν αναπληρώτρια βοηθός υπουργός Εξωτερικών για Ευρώπη και Ευρασία επί προεδρίας Μπους (του νεότερου), καλεί την Αγκυρα να θέσει σε προτεραιότητα την ενότητα του ΝΑΤΟ και να παραμερίσει την εθνικιστική ατζέντα. Οσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, εκτιμά ότι σε αυτή την κρίσιμη στιγμή δεν είναι ξεκάθαρο αν η Δύση θέλει να επιτρέψει στην Ουκρανία να νικήσει.

«Ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται σε εξαιρετικά κρίσιμη καμπή. Αν οι ρωσικές δυνάμεις κατακτήσουν το Σεβεροντονέτσκ και περικυκλώσουν νέα εδάφη, το Κρεμλίνο θα ενθαρρυνθεί, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις αρχίζουν να έχουν επιτυχίες και οι ουκρανικές δεν βρίσκονται σε θέση να τις αποκρούσουν. Η τάση αλλάζει μετά τις επιτυχίες των Ουκρανών και είναι κρίσιμο να λάβει η Ουκρανία τις ενισχύσεις που χρειάζεται για να διατηρήσει τις δυνάμεις της και να αποκρούσει τους Ρώσους. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η Δύση έχει τη βούληση να επιτρέψει στην Ουκρανία να νικήσει. Για να γίνει, πρέπει να πετύχει τώρα. Η στιγμή είναι κρίσιμη. Μπορεί να νικήσει η Ουκρανία και η Ρωσία να βγει εξασθενημένη ή μπορεί να δούμε μια ενθαρρυμένη Ρωσία και την Ουκρανία αδύναμη. Η Δύση πρέπει να συνεχίσει να συνεισφέρει στρατιωτικές ικανότητες για να πετύχει η Ουκρανία» εκτιμά η Κόνλι.

Τη ρωτάμε γιατί δεν είναι ξεκάθαρη η θέση της Δύσης. «Υπάρχει διστακτικότητα να δοθούν οι στρατιωτικές ικανότητες στην Ουκρανία που θα άλλαζαν την πορεία του πολέμου διότι ο Λευκός Οίκος και οι δυτικοί ηγέτες ανησυχούν ότι αν το κάνουν, μπορεί να προκαλέσουν, να κλιμακώσουν ή να εισέλθουν στη σύγκρουση. Υπάρχει υπό μία έννοια αντιφατική πολιτική. Θέλουμε να νικήσει η Ουκρανία αλλά δεν θέλουμε να προκαλέσουμε ευρύτερη σύγκρουση. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε» συνιστά, εκτιμώντας ότι «ο πόλεμος έχει αλλάξει εντελώς το περιβάλλον ασφαλείας της Ευρώπης και η αβεβαιότητα θα διατηρηθεί για δεκαετία».

Νωρίς για διαπραγματεύσεις

Τη ρωτάμε αν υπάρχουν περιθώρια για διαπραγματεύσεις. «Δεν βρισκόμαστε σε σημείο για να υπάρξουν διαπραγματεύσεις. Οι Ουκρανοί, δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, δεν επιτρέπουν στον Ζελένσκι να παραχωρήσει ουκρανικά εδάφη. Το Κρεμλίνο δεν μπορεί να δείξει ότι διαπραγματεύεται για λιγότερο. Η Ρωσία εκβιάζει τώρα για άρση των κυρώσεων για να επιτραπεί η μεταφορά ουκρανικών σιτηρών. Θα συνεχίσουμε να βλέπουμε αυτού του είδους την επιχειρούμενη διαπραγμάτευση και ο κόσμος θα πρέπει αντισταθεί. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο» σημειώνει, εκτιμώντας ότι «αν η Ρωσία διατηρήσει τη στάση αυτή, ο μόνος τρόπος να επιτραπεί η μεταφορά σιτηρών είναι η άρση των κυρώσεων».

Πώς αξιολογεί τη μελλοντική πορεία της διατλαντικής συνεργασίας; «Η διατλαντική ενότητα είναι εξαιρετικά ισχυρή. Εύσημα στη διοίκηση Μπάιντεν, που έθεσε ως προτεραιότητα τη συμμαχική ενότητα και στην ΕΕ για την ενότητα έναντι των κυρώσεων, που δεν την αναμέναμε. Οπως είπα, ο πόλεμος βρίσκεται σε αβέβαιο σημείο, κάτι που επηρεάζει τις διατλαντικές σχέσεις έναντι των κυρώσεων. Η ΕΕ δυσκολεύτηκε στο έκτο πακέτο κυρώσεων. Η πρόκληση ειδικότερα για την ΕΕ αφορά το αποτέλεσμα. Παρίσι, Βερολίνο, Ρώμη αναζητούν κατάπαυση πυρός, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν θα το δεχθούν εύκολα. Αναζητούν μια παγωμένη, μεγαλύτερης διάρκειας σύγκρουση, ώστε οι δύο πλευρές να κάνουν παύση, να αναδιοργανωθούν, να συνεχίσουν να αγωνίζονται, κάτι που δεν θα φέρει σταθερότητα στην Ευρώπη. Δεν είμαι σίγουρη αν η κυβέρνηση Μπάιντεν στηρίζει την ιδέα της κατάπαυσης πυρός ή θα στηρίξει μια νίκη της Ουκρανίας και εξασθένηση της Ρωσίας, ώστε να μην επιχειρήσει ξανά κάτι αντίστοιχο».

Σε πίεση ο Ερντογάν

Η συζήτησή μας περνά στην Τουρκία. «Η Τουρκία ήταν ανέκαθεν δύσκολος νατοϊκός σύμμαχος. Δεν βλέπουμε κάτι καινούργιο, αλλά είναι έντονο με τις ανησυχίες της για την ένταξη Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Ιδίως μετά την επιτυχημένη επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη εδώ στην Ουάσιγκτον, και την ομιλία του στην κοινή συνεδρία στο Κογκρέσο, βλέπουμε ενίσχυση των εντάσεων μεταξύ Τουρκίας και Δύσης, και οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρές. Οπότε βλέπουμε την ανισορροπία που υπάρχει. Ο Ερντογάν βρίσκεται σε εξαιρετική πίεση λόγω των δυσκολιών στην οικονομία, των εκλογών την επόμενη χρονιά και τα εκατό χρόνια από την ίδρυση της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας, οπότε στρέφεται σε πιο εθνικιστική ατζέντα, που τη βλέπουμε επίσης σε σχέση με τα νησιά του Αιγαίου. Οι ΗΠΑ έπαιζαν πάντα διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας όταν οι εντάσεις γίνονται ισχυρές.

Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μεγάλες προσπάθειες να διευκολυνθεί ο διάλογος. Υπάρχουν καλές και κακές στιγμές. Τώρα έχουμε επιστρέψει σε μια κακή στιγμή. Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε αν η διοίκηση Μπάιντεν θα παρέμβει και θα παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο. Βλέπουμε τις εντάσεις στις διμερείς σχέσεις, ενώ η περιοχή έχει αλλάξει, υπάρχει το σχήμα 3+1, μια διαφορετική προσέγγιση μεταξύ χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο, μια μεγαλύτερη συμμαχική δομή. Η Ελλάδα είναι μέρος αυτού, υπάρχει η δέσμευση των ΗΠΑ, και αυτό δίνει μεγαλύτερη σταθερότητα όταν υπάρχουν εντάσεις στην περιοχή».

Τη ρωτάμε πώς μπορεί να αλλάξει η Τουρκία συμπεριφορά; «Ηλπιζα στην αρχή του πολέμου ότι η Τουρκία θα ερχόταν λίγο πιο κοντά στην ευρω-ατλαντική οικογένεια. Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε βήματα προς τα πίσω από μια πιο πολλά υποσχόμενη στάση και νέα πνοή στην εθνικιστική προσέγγιση σε μια εποχή που χρειάζεται πλήρης ενότητα στο ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας. Χρειαζόμαστε Ελλάδα και Τουρκία ως δραστήρια μέλη της Συμμαχίας να κατανοούν ότι η σταθερότητα και η ενότητα είναι ύψιστος στόχος αυτή τη στιγμή έναντι των μακροχρόνιων διαφωνιών και να επιστρέψουν σε πιο συνεργάσιμο πλαίσιο. Αυτό πρέπει να γίνει, και ελπίζω να υπάρχει ισχυρή διαμεσολάβηση, με τη βοήθεια της Ουάσιγκτον να αμβλυνθούν οι εντάσεις και να επιστρέψουμε σε μία πιο ενωμένη και σταθεροποιητική προσέγγιση, ιδίως πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στα τέλη Ιουνίου».