Το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων και το σύστημα διοίκησης του νομοσχεδίου
Γιατί προτείνεται τελικά αυτό το νέο σύστημα διοίκησης; Δεν φαίνεται να υπάρχει προφανής πειστική απάντηση. Υποθέσεις μπορούν να γίνουν
- Σύσταση καθηγητή του Χάρβαρντ σε Κίεβο: Σταματήστε τις δολοφονίες, δεν σας συμφέρουν
- Χριστουγεννιάτικες διακοπές στο Σαιν-Τροπέ: Γιατί παίρνουν τις παραλίες τέτοιες ημέρες ο Τζορτζ Κλούνεϊ και η Αμάλ;
- Κίμπερλι Γκίλφοϊλ: Ανυπομονώ να ξεκινήσω την αποστολή μου ως πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα
- Ο γιος της Πάμελα Άντερσον θέλει να καταρρίψει την άποψη της «ξανθιάς βόμβας» για τη μαμά του
Του Δημήτρη Καραδήμα*
Ας λάβουμε ως δεδομένο ότι οι αλλαγές στους νόμους γίνονται με σκοπό τη βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης και ας εξετάσουμε υπό αυτό το πρίσμα τις αλλαγές που το νέο νομοσχέδιο φέρνει στη διοίκηση των Πανεπιστημίων. Επειδή το αυτοδιοίκητο στραγγαλίζεται μέχρι ασφυξίας και στο επίπεδο της λογοδοσίας η κατάσταση κάθε άλλο παρά βελτιώνεται (ο ελεγχόμενος είναι και ελεγκτής), το ερώτημα που τίθεται είναι σε τι αποσκοπεί και σε τι βελτιώνει τα πράγματα η εισαγωγή του Συμβουλίου Διοίκησης, το οποίο συγκεντρώνει όλη την εξουσία, εξαφανίζει κατ’ ουσίαν τη Σύγκλητο και ορίζει Πρύτανη, Αντιπρυτάνεις, Κοσμήτορες και Εκτελεστικό Διευθυντή. Ο δραματικός περιορισμός του αυτοδιοίκητου δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός σε μια δημοκρατική πολιτεία. Επίσης, το επιχείρημα της εναρμόνισης με δεδομένα του εξωτερικού (σε πανεπιστήμια του εξωτερικού – όχι σε όλα φυσικά – υπάρχουν Συμβούλια σε διάφορες μορφές) δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη, καθώς δεν εγγίζει την ουσία του ζητήματος και καταφεύγει απλά στην επίκληση ξένων προτύπων.
Μήπως το ισχύον μοντέλο αυτοδιοίκησης έχει αποτύχει και έχει οδηγήσει τα πανεπιστήμια σε τόσο άσχημη κατάσταση, ώστε να θεωρείται βέβαιο ότι οποιαδήποτε αλλαγή του μόνο βελτίωση θα επιφέρει; Το ερώτημα είναι ρητορικό. Τον ισχυρισμό που εμπεριέχει δεν τον πρόβαλε ποτέ κανείς. Αξίζει, όμως, να δούμε το θέμα. Η δυναμική ανάπτυξης που κρύβει το μοντέλο της αυτοδιοίκησης δεν αξιολογήθηκε ποτέ σωστά, ενδεχομένως γιατί αυτό εθεωρείτο δεδομένο. Ήταν, ωστόσο, το αυτοδιοίκητο της ακαδημαϊκής κοινότητας που δημιούργησε στα μέλη της ισχυρό αίσθημα ευθύνης έναντι της ίδιας της κοινότητας και της κοινωνίας. Ήταν αυτό που όχι μόνο κράτησε ζωντανά τα Πανεπιστήμια τα χρόνια της οικονομικής κρίσης (όταν η κρατική χρηματοδότηση μειώθηκε κατά 4/5 και η μείωση του προσωπικού, διδακτικού και διοικητικού, ξεπέρασε το 40% – κάτι που ισχύει ως σήμερα!), αλλά, επίσης, βελτίωσε και βελτιώνει θεαματικά την ποιότητα της εκπαίδευσης και της έρευνας, καθώς και τη θέση των ιδρυμάτων στις διεθνείς κατατάξεις.
Μήπως το μοντέλο της πλήρους αυτοδιοίκησης εμποδίζει τα Πανεπιστήμια να μετεξελιχθούν και να παρακολουθήσουν τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις; Το ερώτημα είναι πραγματικό και ο ισχυρισμός που υποκρύπτεται σε αυτό έχει διατυπωθεί. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Τα Πανεπιστήμια με το ισχύον σύστημα διοίκησης μετεξελίχθηκαν από Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, που είχαν ως κύρια αποστολή τους την Εκπαίδευση, σε Ανώτατα Ιδρύματα Εκπαίδευσης και Έρευνας, υιοθέτησαν ως κύρια και βασική την ερευνητική τους αποστολή και σήμερα όχι μόνο έχουν να επιδείξουν σημαντικό ερευνητικό έργο, αλλά βρίσκονται σε πολλούς τομείς και στην πρωτοπορία της παγκόσμιας έρευνας. Καθώς ο 21ος αιώνας προχωρεί, οι κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες και ο διεθνής ανταγωνισμός ζητούν από τα Πανεπιστήμια να αναλάβουν μια «τρίτη αποστολή»: συνεργασία με τη βιομηχανία, δημιουργία εταιρειών, συμμετοχή σε επιχειρηματικές δραστηριότητες, κατοχύρωση ευρεσιτεχνιών κ.τ.ο. Στο πλαίσιο αυτό το Πανεπιστήμιο καλείται να υπηρετήσει την ανάπτυξη της χώρας όχι μόνο μέσω της εκπαίδευσης των νέων γενεών και της ερευνητικής του αποστολής, αλλά και μέσω της άμεσης συμμετοχής του στην οικονομική δραστηριότητα (εκπαιδευτικές δραστηριότητες για εισροή συναλλάγματος, χρηματοδοτούμενη έρευνα, συνεργασία με βιομηχανία, κλπ). Το ελληνικό Πανεπιστήμιο έχει κάνει τα προηγούμενα χρόνια σημαντικά βήματα και προς την κατεύθυνση αυτή – κάτι που σημαίνει ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν είναι κατ’ αρχήν κατά της υιοθέτησης της «τρίτης αποστολής» και ότι το ισχύον σύστημα διοίκησης δεν παρακολουθεί απλά, αλλά συμμετέχει στις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες εξελίξεις.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο ότι προτείνεται η αντικατάσταση ενός επιτυχημένου μοντέλου. Η υποχώρηση από μια δημοκρατική, δοκιμασμένη και αποτελεσματική διοίκηση σε μια άλλη μορφή συγκεντρωτική, χωρίς την παραδοσιακή δημοκρατική νομιμοποίηση, η οποία συμπιέζει αφόρητα την αυτοδιοίκηση και εύκολα μπορεί να εκπέσει στον αυταρχισμό, θα δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα στα Ιδρύματα. Το προτεινόμενο μοντέλο δεν θα καταφέρει να αποκτήσει νομιμοποίηση στην ακαδημαϊκή κοινότητα και θα είναι αναποτελεσματικό. Στην αρχή θα ταλαιπωρήσει τα Πανεπιστήμια με την πρόσθετη γραφειοκρατία και τις ασάφειες που φέρει μαζί του, καθώς και με την αναζήτηση λειτουργικών ισορροπιών, ενώ μεσοπρόθεσμα θα αποξενώσει την κοινότητα από τη Διοίκηση, θα αμβλύνει το αίσθημα ευθύνης απέναντι στο ίδρυμα και θα εξαφανίσει την αντίληψη επιδίωξης κοινών στόχων. Τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να τα υποτιμά κανείς, ιδιαίτερα σε συνθήκες εργασίας με χαμηλές αποδοχές και ελλιπείς υποδομές, όπως αυτές που τα ελληνικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν.
Γιατί προτείνεται τελικά αυτό το νέο σύστημα διοίκησης; Δεν φαίνεται να υπάρχει προφανής πειστική απάντηση. Υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Μια υπόθεση αναφέρεται στην ανάγκη ελέγχου των Πανεπιστημίων για τη χάραξη εθνικής στρατηγικής. Την υπόθεση τη διαψεύδει η πραγματικότητα. Τα Πανεπιστήμια προσαρμόζουν την πολιτική τους στους στόχους της Εθνικής Στρατηγικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση, μέσω της διαρκούς συνεργασίας με την ΕΘΑΑΕ. Αυτό δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το δημοκρατικό Πανεπιστήμιο προσαρμόζεται στις νέες κοινωνικές ανάγκες και υπηρετεί τους εθνικούς στόχους. Τέλος, υπάρχει η άποψη ότι η αλλαγή του υπάρχοντος δημοκρατικού μοντέλου διοίκησης στοχεύει στο να οδηγηθούν τα Πανεπιστήμια βίαια στην κατά προτεραιότητα εξυπηρέτηση του «τρίτου σκέλους» της αποστολής τους, σε βάρος της ποιοτικής προπτυχιακής εκπαίδευσης, της δωρεάν μεταπτυχιακής (συνταγματική επιταγή) και της ερευνητικής πολιτικής που θα είναι σύμφωνη με τις θεσμικές αξίες της επιστήμης. Πιστεύουμε ότι αυτό δεν ισχύει! Σε κάθε περίπτωση, η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι παρούσα για να υπερασπιστεί τις αρχές της ποιότητας και της ακαδημαϊκής δεοντολογίας.
* Ο Δημήτρης Καραδήμας είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας του ΕΚΠΑ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις