Μεταξουργείο, ώρα 1 π.μ.
Οσο και αν θεωρούμε φυσικό να μας ταράζει ένα περιστατικό πολύ περισσότερο όταν το διαπιστώνουμε «ιδίοις όμμασι», δεν παύει να αναρωτιέται κανείς γιατί αυτή η ταραχή δεν κατορθώνει να μεταστοιχειωθεί σε μια συνείδηση
Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, σε διανυκτερεύον self service εστιατόριο της πλατείας Μεταξουργείου, ο ηλικιωμένος πελάτης έχει καθίσει σε ένα τραπεζάκι τοποθετημένο στην αριστερή πλευρά της εισόδου του καταστήματος και μάλλον ανόρεχτα τρώει το κοτόπουλο με τα μακαρόνια, χωρίς να αγγίζει τη μερίδα το ψωμί που, αν και δεν το ζήτησε, ο υπάλληλος τοποθέτησε πάνω στον δίσκο.
Στα σκορπισμένα στο πεζοδρόμιο οκτώ τραπεζάκια με τους δώδεκα ακριβώς θαμώνες που, είτε μόνοι τους είτε κατά ζεύγη, καταλαμβάνουν, θα έλεγες πως μάλλον ένα πρόσχημα υπήρξε η «στάση» τους για φαγητό, έτσι όπως όλοι τους κοιτάζουν απλανώς μπροστά τους ή προς τα πάνω. Ωστόσο είναι παρατηρημένο σε όλους τους αντίστοιχους χώρους πως πρόκειται για μιαν ώρα που, αν και δεν φαίνεται να προμηνύει οτιδήποτε, θα συμβεί πάντα κάτι ώστε τη βραδιά όχι απλώς να τη θεωρείς αξιομνημόνευτη, αλλά κάθε φορά που θα επανέρχεται μέσα σου να θυμάσαι με ακρίβεια το τι είχες αισθανθεί και πρωτίστως το τι είχες σκεφθεί.
Σε όσο χρόνο χρειάστηκε – ενάμισι περίπου λεπτό – προκειμένου ο ηλικιωμένος πελάτης να μπει στο κατάστημα, να ζητήσει μερικές χαρτοπετσέτες και να επιστρέψει στο τραπεζάκι «του», ένας ρακένδυτος, γενειοφόρος περαστικός είχε κυριολεκτικά «ριχτεί» στο πιάτο με το κοτόπουλο και τα μακαρόνια και αφού τα είχε καταβροχθίσει, με το στόμα του να παραμένει μπουκωμένο, απομακρυνόταν κρατώντας σφιχτά στη χούφτα του τη μερίδα το ψωμί που είχε μείνει ανέγγιχτη πάνω στον δίσκο. Κανείς από τους πέντε θαμώνες που υπήρξαν οι πλησιέστεροι μάρτυρες του περιστατικού δεν έδειξε στον «δράστη», προς τιμήν τους, πως αντελήφθη την κίνησή του, ενώ με έναν εξίσου νοήμονα τρόπο διασταυρώθηκε το βλέμμα τους με το βλέμμα του ανθρώπου του ήδη χορτάτου με το ένα τρίτο της ποσότητας που είχε προλάβει να καταναλώσει σε σχέση με το κοτόπουλο και τα μακαρόνια.
Οσο και αν θεωρούμε φυσικό να μας ταράζει ένα περιστατικό πολύ περισσότερο όταν το διαπιστώνουμε «ιδίοις όμμασι», δεν παύει να αναρωτιέται κανείς γιατί αυτή η ταραχή δεν κατορθώνει να μεταστοιχειωθεί σε μια συνείδηση αν όχι αποτρεπτική τουλάχιστον υπονομευτική ενός καθεστώτος που, έστω και αν δεν είναι η καθημερινότητά μας, ξέρουμε πολύ καλά πως υπάρχει. Και επιπλέον τι είναι αυτό που μας μεταβάλλει με τόση μάλιστα προθυμία, από πλευράς μας, σε αναξιοπρεπείς ώστε να ενδιαφερόμαστε, για παράδειγμα, για το ιωβηλαίο της βασίλισσας Ελισάβετ, να επιδιώκουμε δηλαδή, έστω σε πληροφοριακό επίπεδο, τη «σχέση» με ένα άτομο που δεν θα αποκτήσουμε ποτέ την ελάχιστη επαφή μαζί του, ή αν συνέβαινε να υπάρξει μια φευγαλέα έστω επαφή, θα του ήταν μια σκέτη ενόχληση;
Πώς γίνεται να οργανωνόμαστε εσωτερικά ώστε να ενδιαφερόμαστε με έναν λυσσαλέο μάλιστα τρόπο για ένα άτομο επώνυμο που δεν έχει την ανάγκη μας και να είναι τόσο δύσκολο να οργανωθούμε συνειδητά για έναν άνθρωπο κοντινό μας, που υποφέρει, και ξέρουμε πολύ καλά ότι μπορεί να ενσκήψει στη ζωή μας, διασώζοντας σε τελευταία ανάλυση μαζί με τη δική του και τη δική μας αξιοπρέπεια.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις