Γιώργης Παυλόπουλος: Όλη η Ποίηση είναι βιωματική
Ένας βαθύτατα πολιτικός ποιητής
- Τι είναι το shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης και τι είναι το ταβάνι του χρέους;
- Όταν ο Μακρόν αποκαλούσε το Πρωθυπουργικό Μέγαρο «το κλουβί με τις τρελές»
- Έκλεβαν πολυτελή οχήματα SUV και τα πωλούσαν στο εξωτερικό – Το αιματηρό επεισόδιο με τον αρχηγό της σπείρας
- Πώς η υπόθεση Πελικό έδωσε άλλες διαστάσεις στη σεξουαλική βία
Όταν έχεις γεννηθεί και έχεις ζήσει σε μια χώρα με τεράστια και τόσο πολυσήμαντη πνευματική και ποιητική παράδοση, προσπαθώντας να γράψεις τα λίγα ποιήματά σου σε μια γλώσσα από τις αρχαιότερες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τις πιο πλούσιες και πιο ζωντανές, νιώθεις να σου κόβονται συχνά τα γόνατα. Ωστόσο οι καλύτεροι ποιητές της δικής μου γενιάς που την αποδεκάτισαν στον Πόλεμο, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο –της πρώτης μεταπολεμικής όπως συνηθίζουν να τη λένε– φρόντισαν να μη χάσουν τη συνείδηση αυτής της παράδοσης και να μην ψευτίσουν τη γλώσσα. Φρόντισαν να βλέπουν όσο μπορούν καθαρότερα τον κόσμο μας, τον άνθρωπο και την εποχή μας – εποχή αδικίας, απανθρωπιάς και μεγάλου πόνου. Και ακόμη προσπάθησαν να κρατηθούν «στο ύψος μίας Ελλάδας που γυρεύουμε με τόσο πάθος και που τόσο λίγοι προσεγγίζουν», όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης.
Αν αυτά τα στοιχεία υπάρχουν, καθώς νομίζω, και στη δική μου δουλειά, δεν ξέρω να πω σε τι με βοήθησαν και τι μπορεί να έδωσα μέχρι σήμερα στην Ποίηση. Ανακαλούν μονάχα τη συγκίνηση που ένιωθα όταν έγραφα τα ποιήματά μου. Την πιο βαθιά της ζωής μου.
Πολλές φορές, γράφοντας ένα ποίημα, έχεις το δυνατό συναίσθημα ότι σε παραστέκουν όλοι οι τεχνίτες που σε ανάθρεψαν και που αγάπησες πολύ. Σαν να τους δίνεις αναφορά για κείνο και για τ’ άλλο που θέλεις να κάνεις. Κι ενώ σε παρακολουθούν προσεχτικά, διαπιστώνεις ξαφνικά ότι σ’ έχουν αφήσει ολομόναχο. Έτσι, πρέπει να πας ως το τέλος. Ολομόναχος. Κι ωστόσο, από τη στιγμή που το ποίημα θα «πιάσει» μέσα σου και θα αρχίσεις πάλι τα ίδια –σκαψίματα, θεμέλιωμα, σκαλωσιές κ.λπ.– δεν ξέρεις αν δουλεύεις μόνος σου ή με σαράντα πέντε μαστόρους κι εξήντα μαθητάδες. Κάπως έτσι νιώθω τη μαθητεία μου στον Σεφέρη και την επίδραση που δέχτηκα από το έργο του και την προσωπικότητά του.
Δεν μπορείς να εξηγήσεις πώς γίνεται ένα ποίημα. Ένα ποίημα προετοιμάζεται μέσα σου από τα παιδικά σου ακόμη χρόνια. Ένα άλλο προαισθάνεσαι να σε περιμένει στο στρίψιμο του δρόμου. Και πράγματι σε περιμένει. Ένα άλλο που δεν θα το γράψεις ποτέ, ξέρεις ότι θα το σκέφτεσαι ως την ώρα του θανάτου σου.
Το ποίημα έρχεται και φεύγει, ξαναγυρίζει, ξαναφεύγει, ξαναγυρίζει. Μπορεί να περάσουν χρόνια ή μια ολόκληρη ζωή, παλεύοντας να πιάσεις τον ίσκιο ενός πουλιού. Κι όταν το τελειώσεις, όταν νομίζεις ότι το τελείωσες, ποτέ δεν θα μπορέσεις να ξεχωρίσεις αυτό που ήθελες να κάνεις από κείνο που έκανες. Σου αρέσει βέβαια να λες «Αυτό πήγαινα να κάνω». Όμως όταν ξεκινούσες δεν ήξερες τίποτα σχεδόν από αυτό που πήγαινες να κάνεις. Έψαχνες στα σκοτεινά.
Αν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη δικτατορία των συνταγματαρχών η ζωή σε τούτο τον τόπο πέρασε ανάμεσα σε συρματοπλέγματα, φωτιά και αίμα· αν ο διάλογος των νεκρών και των επιζώντων αυτής της τραγωδίας συνεχίζεται ακόμη μέσα στο ολόφωτο δικαστήριο της μνήμης· αν όταν μιλάμε για τον άνθρωπο και τον πόνο του ανθρώπου, λογαριάζουμε πιο πολύ τη δίψα του για Δικαιοσύνη· αν ο παλιοτενεκές του Πολέμου, δεμένος στην ουρά μιας σκύλας ανθρωπότητας που κατατρομαγμένη τρέχει και δε σώνει, ακούγεται πάντα στους εφιάλτες μας· αν ο Ποιητής, μελετώντας το σκοτάδι, δεν έχει άλλο μέτρο από το φως – τότε μπορώ να πω ότι η ευθύνη μου στην Ποίηση ήταν εκτός από ό,τι άλλο και η ελεύθερη κατάθεσή μου για την εποχή μας, μέσα από τέτοια βιώματα και εμπειρίες.
Άλλωστε πιστεύω ότι όλη η Ποίηση είναι βιωματική. Τα πρόσωπα και οι εικόνες που περνάνε ολοένα μέσα στην Ποίηση δεν είναι τίποτ’ άλλο από τα «κινήματα της ψυχής» του ποιητή.
Είμαι οπωσδήποτε ολιγογράφος. Όμως πιστεύω ότι ο αριθμός των ποιημάτων που θα γράψει ένας ποιητής είναι αμετάκλητος και δεν εκφράζεται ούτε με το «λίγο» ούτε με το «πολύ». Είναι, επιτρέψατέ μου να πω, ένας αριθμός μαγικός. Τον προϋποθέτουν όλοι οι αριθμοί των ποιημάτων που γράφτηκαν πριν και που θα γραφούν μετά από αυτόν. Με την έννοια ότι η Τέχνη δεν γίνεται με τον Έναν αλλά με τους Πολλούς, που το άθροισμα των έργων τους είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς αλληλεγγύης ανάμεσά τους. Έπειτα, ο αριθμός των ποιημάτων ενός συγκεκριμένου ποιητή είναι συνάρτηση της ζωής του, μοναδικής όπως του κάθε ανθρώπου η ζωή. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα ποίημα λιγότερο ή ένα ποίημα περισσότερο από τα υπάρχοντα λ.χ. του Μπασό ή του Βιγιόν, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ διαφορετικό το άθροισμα των ημερών του βίου αυτών των ποιητών. Ακόμη θα έλεγα ότι ο αριθμός αυτός είναι τόσο υποθετικός όσο και πραγματικός, αφού ο χρόνος, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα τον καθορίζει διηνεκώς στη συνείδηση του κόσμου.
Εξηγούμαι: πόσα ποιήματα έχουν μείνει στη συνείδηση του κόσμου από εκείνα πολυγραφότατων ποιητών που ξεπέρασαν κατά εκατοντάδες λ.χ. εκείνα τα 154 του Καβάφη; Μήπως όμως και ο αριθμός των αποτυχημένων ποιημάτων μας πρέπει να λογαριάζεται στο σύνολο των έργων που σημαδεύουν την πρόοδο της Τέχνης;
Όσο για τη «βασανιστική πικρή μνήμη» που επισημαίνετε στα ποιήματά μου, δεν την θεωρώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της δικής μου μόνο δουλειάς. Στα χρόνια μας οι περισσότεροι ποιητές είδαν τον κόσμο να σβήνει, τους ανθρώπους να χάνονται για το τίποτα, την ιστορία να γίνεται σκόνη, το κακό να χτυπάει παντού. Μερικοί κατέβηκαν ως κάτω τη σκάλα και περπάτησαν ανάμεσα στους νεκρούς. Πικράθηκαν πολύ και δεν μπορούνε να ξεχάσουν. Και η μνήμη γίνεται βασανιστική καθώς πάει να σε προδώσει, γιατί φοβάσαι ότι δεν θα προφτάσεις να μαρτυρήσεις όλη την αλήθεια. Συλλογίζομαι τώρα ότι η ποίηση που γράφτηκε σε κάποιους όλβιους καιρούς μάς δίνει πολλές φορές την εντύπωση μιας κότας ψευτοβιασμένης από πληκτικούς, ακμαίους λυρικούς κοκόρους. Ίσως γινόμαστε άδικοι. Ίσως την συγκρίνουμε με την ποίηση του καιρού μας που μας συγκινεί περισσότερο, γιατί μοιάζει πιο πολύ με την κουρελιασμένη μνήμη μας. Μια κουρελιασμένη οθόνη όπου προβάλλονται βασανιστικά, ακατάπαυστα κουρελιασμένες εικόνες.
Δεν ξέρω να σας πω ποιο είναι το κέντρο και ποια η περιφέρεια όταν συλλογίζομαι τη γεωγραφία της Λογοτεχνίας. Άμα πιστεύεις στη δουλειά σου έχεις το θαυμάσιο συναίσθημα ότι δουλεύεις μέσα σε μια παγκόσμια συντεχνία. Αυτό, για έναν συνειδητό δημιουργό, είναι μια φυσική κατάσταση. Και νομίζω ότι δεν θα του άρεσε να τον κατατάσσουν σε κάποια κατηγορία, ανάλογα με το μέρος που του έλαχε να ζει είτε από ανάγκη είτε από τύχη είτε από δική του επιλογή. Έχω έναν φίλο Ινδιάνο. Είναι ποιητής και ζει χρόνια σ’ ένα δάσος της Δυτικής Βιργινίας, στις παρυφές των Απαλαχίων. Δεν μπορώ να σκεφτώ και κείνον και μένα που ζω σε μια μικρή πόλη της Δυτικής Πελοποννήσου, περιχαρακωμένος σε κάποια περιφέρεια, έξω από τα μεγάλα κέντρα του Πνεύματος και της Τέχνης ή τις λεγόμενες πολιτιστικές πρωτεύουσες. Αν είναι αλήθεια ότι ο κόσμος αρχίζει από τη γειτονιά μας, τότε είναι και αλήθεια ότι ο κήπος της Λογοτεχνίας ποτίζεται από όλες τις γειτονιές του κόσμου. Ποιος θα μου πει όμως σε ποια περιφέρεια εντάσσονται οι λογοτέχνες που γράψανε το έργο τους πάνω σε καράβια, μέσα σε φυλακές, σε εξορίες, ή διωγμένοι και κυνηγημένοι από τόσο σε τόπο;
Συχνά στα ποιήματά μου εκμεταλλεύτηκα τα όνειρα που είδα στον ύπνο μου. Πιστεύω ότι στα όνειρα επανέρχονται εναργέστερα οι σημαντικές του κόσμου και της ζωής μας. Γιατί ο ύπνος είναι ο σκοτεινός θάλαμος όπου τυπώνονται τα αρνητικά των αυθεντικών εικόνων της ύπαρξής μας.
Η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας.
Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή. Λοιπόν:
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δε τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
*Το ανωτέρω κείμενο προέρχεται από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος στο δημοσιογράφο Κώστα Λιόντη και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Η Αυγή» την 1η Ιουνίου 1986.
Το ποίημα που παρατίθεται στο τέλος του κειμένου φέρει τον τίτλο Τα αντικλείδια, ανήκει δε στην ομότιτλη συλλογή του Παυλόπουλου.
Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας στις 22 Ιουνίου 1924 και απεβίωσε στην ίδια πόλη, στη γενέτειρά του, στις 26 Νοεμβρίου 2008.
Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα νεότατος, το 1940, με τη δημοσίευση δύο διηγημάτων του στην εφημερίδα Πατρίς του Πύργου.
Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του Πυργιώτικου Παρνασσού, συλλόγου που ίδρυσαν μαθητές Γυμνασίου επί Κατοχής με σκοπό την προαγωγή των γραμμάτων και των τεχνών.
Το πρώτο του ποίημα υπό τον τίτλο «Ο νεκρός Γ.Π.» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1943 στο περιοδικό Οδυσσέας, που εξέδιδε ο ίδιος μαζί με φίλους του στον Πύργο.
Η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή του, Το κατώγι (εκδόσεις Ερμής), εκδόθηκε το 1971.
Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές Το σακί (εκδόσεις Κέδρος, 1980), Τα αντικλείδια (εκδόσεις Στιγμή, 1988), Τριαντατρία χαïκού (εκδόσεις Στιγμή, 1990), Λίγος Άμμος (εκδόσεις Νεφέλη, 1997), Πού είναι τα πουλιά (εκδόσεις Κέδρος, 2004), Να μη τους ξεχάσω (εκδόσεις Κέδρος, 2008).
Ποιήματα και κείμενα του Παυλόπουλου δημοσιεύτηκαν σε πολλά ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες.
Για την ξεχωριστή ποιητική φωνή του Παυλόπουλου ο Δημήτρης Μαρωνίτης έγραψε τα εξής:
Η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί ν’ αφηγηθεί, και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει, να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει. Και προπαντός ξέρει να κρατά τον σωστό ρυθμό και τους κυματισμούς που χρειάζεται η διήγηση, για να παραμένει διήγηση. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία και την άνεση που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί και να πετάξει λεύτερος, αυτό που έλεγε ο Όμηρος «έπεα πτερόεντα», ή κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική.
Ενδιαφέρουσα είναι και η οπτική του Τίτου Πατρίκιου όσον αφορά το ποιητικό φαινόμενο «Γιώργης Παυλόπουλος»:
Χωρίς να κάνει πολιτικές διακηρύξεις ούτε να εκθέτει πολιτικά προγράμματα, ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι ένας βαθύτατα πολιτικός ποιητής. Γιατί μέσα στην ποίησή του ενσωματώνει και τα όσα συμβαίνουν γύρω του και τη δική του συμμετοχή και παρατήρηση. Ταυτόχρονα είναι ένας ποιητής που αναδιφεί τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Κι αν στην κοινωνική μοναξιά βλέπει κάποια δυνατότητα υπέρβασής της χάρη στη δικαιοσύνη, στην υπαρξιακή μοναξιά βλέπει τη σίγουρη υπέρβασή της μέσω του έρωτα.
*Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου προέρχεται από το διαδικτυακό τόπο patrisnews.com
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις