Σταύρος Ξαρχάκος: Η Ελλάδα δεν χωράει όνειρα
Η διαφορά ανάμεσα στην ελληνική πραγματικότητα και σ' αυτό που νόμισε η Δύση «ελληνική πραγματικότητα» δεν είναι ποσοτική, αλλά δομική
Τον Οκτώβριο του 1975 ο «Ταχυδρόμος» είχε φιλοξενήσει σε ένα δισέλιδο άρθρο του μια συνέντευξη –ή καλύτερα μια εκ βαθέων εξομολόγηση-καταγγελία με τίτλο «Φεύγω γιατί η Ελλάδα δεν χωράει όνειρα»– που είχε παραχωρήσει ο Σταύρος Ξαρχάκος στον Λευτέρη Παπαδόπουλο.
Ο μέγας συνθέτης και μαέστρος είχε μιλήσει, όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ο Παπαδόπουλος στο προλογικό του κείμενο, «για πρόσωπα και πράγματα και καταστάσεις που δεν επιτρέπουν σ’ έναν καλλιτέχνη, ακόμη και φτασμένο, να περπατήσει στον δρόμο που ο ίδιος χάραξε για τον εαυτό του».
Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα από το διάλογο των δύο ανδρών, εξόχως χαρακτηριστικά των αντιλήψεων και του ανώτερου ήθους του Ξαρχάκου:
Ξαρχάκος: Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, εσύ κι εγώ. Πριν γίνω ο συνθέτης Σταύρος Ξαρχάκος. Και ξέρεις καλά ότι όλη η πορεία μου στη Μουσική δεν ήταν παρά μια διαρκής αντιμετώπιση του θέματος του αντικειμενικά «επιτυχημένου» (εμπορική επιτυχία) και του προσωπικά αποτυχημένου. Και λέγοντας αυτό αναφέρομαι στους παράγοντες που κρατάνε χαμηλά το ενδιαφέρον του κοινού, έτσι ώστε και ο δημιουργός να αφομοιώνεται και να διαμορφώνεται από την εμπορικότητα και, τελικά, να μεταμορφώνεται σ’ αυτό που θέλει ο άλλος, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί τελείως απ’ αυτό (το ίσως τελείως διαφορετικό) που θέλει και γυρεύει ο ίδιος.
Παπαδόπουλος: Ας μιλήσουμε γι’ αυτούς τους παράγοντες που σε απομάκρυναν απ’ αυτό που ήθελες να γίνεις με το δέλεαρ της εμπορικής επιτυχίας.
Ξαρχάκος: Πρέπει να πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τον Τύπο και την πνευματική ηγεσία. Εδώ, στην Ελλάδα, ο Τύπος και η πνευματική ηγεσία καλλιεργούν, μέσα σ’ ένα κλειστό κύκλωμα, ιδέες και συστήματα που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πνευματική κληρονομιά αυτού του τόπου. Η κλειστή κάστα των ολίγων ελέγχει τη διασκέδαση του κοινού και διαμορφώνει τη ζήτηση κατά πως τη συμφέρει – με γνώμονα πάντα το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος της. Και η πνευματική ηγεσία, αντί να παίξει το ρόλο της, στέκεται σαν ένας από τους κυριότερους παράγοντες που μετατρέπουν τις πηγές σε συντελεστές, ή πιο απλά μας ξεκόβει απ’ τις ρίζες μας. Θες κι άλλα;
Παπαδόπουλος: Θέλω να μου πεις ό,τι σκέφτεσαι.
Ξαρχάκος: Τι να σου πω; Να σου πω για την έλλειψη συγχρόνων ποιητών; Το ξέρεις. Δεν υπάρχει μια πυραμίδα. Κι εδώ, πάλι οι λίγοι. Λείπει η βάση, για να μπορέσει ο μουσικός να αντλήσει στοιχεία, να αντλήσει το υλικό του. Όλα γίνονται αυτοσχέδια. Οι μεμονωμένες περιπτώσεις, τα ταλέντα, που αναμφισβήτητα υπάρχουν, σε όλους τους πνευματικούς χώρους, έρχονται σαν μια ακόμα επιβεβαίωση του γεγονότος ότι από κάτω δεν υπάρχει η πλατιά βάση. Έτσι πνίγεται οποιαδήποτε προσπάθεια, ώσπου έρχεται η στιγμή του κορεσμού και πια δεν μπορείς να λειτουργήσεις. Η Ελλάδα γίνεται μια μάνα που, σφιχταγκαλιάζοντάς σε, σου ρουφάει το αίμα, απειλώντας να σε στερέψει. Σίγουρα, ο τόπος αυτός, ο μοναδικός, σου δίνει τις πρώτες σου ύλες. Έρχεται, όμως, κάποια στιγμή που νιώθεις αναπόφευκτη την ανάγκη να φύγεις, για να μπορέσεις να τις επεξεργαστείς – να ξεφύγεις, πριν σε πνίξει ολότελα η ασφυξία και η αηδία.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 30.10.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Παπαδόπουλος: Γιατί η αηδία;
Ξαρχάκος: Διότι, φίλε μου, στον χώρο μας επικρατεί η μετριότητα και η μικρότητα. Αυτό, νομίζω, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιων κόμπλεξ. Μάλλον οφείλεται στο υπερβολικά ανεπτυγμένο σε μας αίσθημα της κομπίνας, που μας κάνει να πιστεύουμε ότι, με μικροπράγματα και φτηνοδουλειές, «θα την βγάλουμε». Ίσως επειδή είναι πολύ μικρό το κύκλωμα –μικρό και στατικό– παντού και πάντα, συναντιόμαστε οι ίδιοι, αλληλοσυγχαιρόμαστε ή αλληλοβριζόμαστε, όλη η «ιντελιγκέντσια», οι επιτυχημένοι της τέχνης, της διανόησης και του… σνομπισμού. Εύκολη, βέβαια, είναι η αναγνώριση, αφού τη μοιράζουμε μεταξύ μας. […] Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το κλίμα, πώς να αισθανθείς καθαρός και να δουλέψεις;
Παπαδόπουλος: Αυτά, όμως, δεν είναι τωρινές σου διαπιστώσεις. Γιατί δεν έφυγες πριν δύο ή τρία χρόνια, την εποχή της δικτατορίας, και φεύγεις τώρα;
Ξαρχάκος: Γιατί τώρα ήρθε η τραγική διάψευση! Στα χρόνια της δικτατορίας αισθάνθηκα χρέος μου να μείνω στην Ελλάδα. […] Ενώ είχα σκοπό μου να κάνω χιλιάδες πράγματα, που μπορούσα να τα κάνω, και να τα κάνω καλά, ανακάλυψα πως μου λείπει η «ενέργεια» για ν’ αρχίσω την προσπάθεια. Η εύκολη αναγνώριση και η διάψευση των ελπίδων σου, μαζί με τον ήλιο, τη θάλασσα, τις παρέες, τους πειρατές του δίσκου, τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, την Εφορία, σε διαλύουν. Έτσι, κάποια στιγμή, διαπιστώνεις ότι δεν σου έχει απομείνει ζωτικότητα, για ν’ αρχίσεις να πραγματοποιείς το έργο που ήταν ο σκοπός της ζωής σου. Τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Η ευκολία με την οποία κυλούσε καθημερινά η ζωή σου γίνεται άγχος. Και αποτελματώνεσαι μοιραία και συ, μέσα στη δική σου μετριότητα, που είναι αποτέλεσμα της μετριότητας των άλλων. Δεν υπάρχει άμιλλα, δεν υπάρχει αναζήτηση. Το μόνο που υπάρχει είναι ένα κενό, γεμάτο εκτυφλωτικό φως, που σε συντρίβει.
[…]
Δεν είναι, όμως, μόνον αυτά. Πάρε την Παιδεία. Στάθηκε, πάντοτε, η «διαλεχτή της καρδιάς» του κάθε καθεστώτος. Όλα τα καθεστώτα έκαναν τις μεταρρυθμίσεις τους, που σκοπό είχαν να φέρουν το «φως το αληθινό» στον νέο Έλληνα. Όμως, ποτέ καμιά μεταρρύθμιση δεν άγγιξε κανένα από τα φλέγοντα (και πνιγμένα στη σιωπή) θέματα. Στον τόπο μας η Ιστορία βρίσκεται υπό απαγόρευση, εκτός κι αν μας νανουρίζει στην αγκαλιά της Μεγάλης Ιδέας.
[…]
Ως τα σήμερα έχει γίνει το παν για να μην μπορεί ο Έλληνας να αντιμετωπίσει την κουλτούρα του, να δεχθεί τις ρίζες του, την ίδια του την Ιστορία, παρά μόνο μέσα από το «δυτικό βλέμμα». Ό,τι από την ελληνική παράδοση όμως έχει ενσωματωθεί στους δυτικούς κώδικες, έχει περάσει από τους Λατίνους, που ερμηνεύοντάς το με το δικό τους πνεύμα πραγματοποιούν αναπόφευκτα ορισμένες τομές. Εδώ, άλλωστε, βρίσκεται και η βάση της χριστιανικής παράδοσης, που ονομάζουμε συνήθως «ελληνοχριστιανική». Η διαφορά ανάμεσα στην ελληνική πραγματικότητα και σ’ αυτό που νόμισε η Δύση «ελληνική πραγματικότητα» δεν είναι ποσοτική –δεν οφείλεται, δηλαδή, στο ότι δεν αντιλήφθηκαν όλα τα στοιχεία της– αλλά δομική. Οι Δυτικοί συσσώρευσαν από τον ελληνικό πολιτισμό σχήματα μ’ έναν τρόπο στατικό, αγνοώντας τη δυναμική τους. Για να το αντιληφθούμε, δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε πολύπλοκες αναλύσεις του θετικιστικού πνεύματος κ.λπ. Αρκεί να συγκρίνουμε τα ελληνικά κλασικά γλυπτά με τα ρωμαϊκά αντίγραφά τους. Είναι όμοια και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Και όμως, από τα ρωμαϊκά λείπει ολότελα η κίνηση, η ελληνική έννοια της κίνησης. Ίσως το ενδεικτικότερο παράδειγμα αυτής της φίμωσης μέσα στη στατικότητα να είναι η εξέλιξη της ελληνικής μουσικής στα τελευταία 25 χρόνια. Μόλις απειλήσαμε να αγγίξουμε τις ρίζες μας, με το δικό μας βλέμμα, τι έγινε; Μπουζούκι, συρτάκι, μόδα. Το αποκορύφωμα του ευνουχισμού του Έλληνα, που του κόβουν τις ρίζες του, γιατί ανάμεσα σ’ αυτόν και τις ρίζες του έπρεπε να χωθεί η «αναγνώριση» από το δυτικό μάτι. Και φτάνουμε έτσι στο «παιδί μου, αν θες να τα κονομήσεις, να γίνεις μπουζουκτσής ή ποδοσφαιριστής!»
Η συνέχιση της παράδοσης, δηλαδή, μυθοποιείται, γίνεται κατεστημένο, τυπικό. Από γλώσσα, που είχε ξεκινήσει, γίνεται κώδικας. Κι όπως κάθε κώδικας παύει να λειτουργεί ζωντανά, εξελιχτικά. Συμπέρασμα: ο… κίνδυνος απομακρύνθηκε – ο κίνδυνος που για μια στιγμή ξεπρόβαλε μέσα από τη μουσική: να πλησιάσει, επιτέλους, ο Έλληνας τα πράγματα μ’ έναν εντελώς δικό του τρόπο.
[…]
Παπαδόπουλος: Φεύγοντας, κόβεις οριστικά τις γέφυρες με την Ελλάδα;
Ξαρχάκος: Όχι. Η φυγή μου, ίσως, να είναι αυτό ακριβώς το μεσοδιάστημα που θα μου δώσει την άνεση για επιστροφή στην Ελλάδα, προφυλάσσοντας το πεδίο εκείνο όπου θα μπορέσουμε κάποτε να ξαναβρούμε, εγώ και άλλοι, τη σχέση με τις ρίζες.
Παπαδόπουλος: Τι άλλο θα ’θελες να πεις σ’ αυτή την τελευταία και εκ βαθέων συνομιλία σου μαζί μου;
Ξαρχάκος: Θα ’θελα να πω ότι όλ’ αυτά που σου ανέφερα συντελούν στο να είναι η Ελλάδα πάντα το ίδιο μείγμα θετικής αλλά και αρνητικής επιρροής για κάθε δημιουργία. Αυτό δηλαδή που έκανε τον Βενέζη να λέει: «Η Ελλάδα δεν χωράει όνειρα και αναζητήσεις, γιατί η Ελλάδα είναι η ίδια η Χίμαιρα».
Αυτά έλεγε ο Σταύρος Ξαρχάκος για τον τόπο μας και την πνευματική κληρονομιά του πριν από μισό σχεδόν αιώνα. Ο Σταύρος Ξαρχάκος που, θαλερός και ακούραστος, εξακολουθεί να συγκινεί και να ενθουσιάζει τους γύρω του ακόμα και σήμερα.
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Χτύπημα Ουκρανίας στη Ρωσία με αμερικανικούς πυραύλους ATACMS;
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Διαγραφή Σαμαρά: Κάνει ζυμώσεις για κόμμα – Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
- Μέσω ΑΣΕΠ οι προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία
- Τραμπ: Καυγάς Μασκ με δικηγόρο και συνεργάτη του νέου προέδρου