Μια ημέρα στο Μπέρκλεϊ με τον Ανδρέα και τη Μαργαρίτα
Ο Νίκος Παπανδρέου, 26 χρόνια από τον θάνατο του πατέρα του Ανδρέα, παρουσιάζει στα «ΝΕΑ» την προδημοσίευση του βιβλίου του «Ερωτες στο παρασκήνιο» που περιγράφει τη μετάβαση του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ από την Αμερική, στη ζωή που θα ταυτιζόταν με ένα κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας
- ΣΥΡΙΖΑ: Στο αντιΣύριζα μέτωπο ο Κασσελάκης, σαν έτοιμος από καιρό εκτοξεύει χυδαιότητες για το Μάτι
- Προφυλακιστέος ο 30χρονος για τη δολοφονία της Δώρας στο Αγρίνιο
- Πόσο αντέχουν τα αποθέματα φυσικού αερίου; Σε συμπληγάδες η Ευρώπη
- Μακελειό στην Κίνα: Οκτώ νεκροί και 17 τραυματίες από επιθέσεις με μαχαίρι σε σχολή
Το μυθιστόρημα, είπε ο Καμύ, «είναι το ψέμα μέσα από το οποίο μαθαίνεις την αλήθεια». Αυτή την πεποίθηση ασπάζεται και ο Νίκος Παπανδρέου, που μέσα από το νέο του βιβλίο «Ερωτες στο παρασκήνιο» φιλοδοξεί, χωρίς να περιγράφει πιστά πρόσωπα και στιγμές, να αναπαραστήσει τον κόσμο μέσα στον οποίο έζησε: τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ μιας εποχής που πια όλοι θυμούνται με τη νοσταλγία που προκαλεί η χρονική απόσταση.
Με πρωταγωνιστές (κυρίως) γυναίκες, αλλά και άνδρες που, όπως λέει ο συγγραφέας, «συνεργάστηκαν για να αλλάξουν τη χώρα τους και τον κόσμο γύρω τους – και μοιραία άλλαξαν και την ίδια τη ζωή τους» – ανάμεσά τους και οι γονείς του, Ανδρέας και Μαργαρίτα.
Λίγες μέρες μετά τα 26 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, ο γιος του φέρνει ξανά στην επιφάνεια τις μέρες και τα γεγονότα που όλοι νομίζουμε πως ξέρουμε, για να αποδώσει φόρο τιμής και στους αφανείς ήρωες της Αλλαγής. Στην προδημοσίευση του βιβλίου που δημοσιεύουν σήμερα τα «ΝΕΑ», περιγράφεται η μετάβαση του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ από τη μια ζωή, εκείνη της Αμερικής, στην άλλη, που θα ταυτιζόταν με ένα κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
«Ερωτες στο παρασκήνιο», απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο
Δέκα χρόνια αργότερα, όταν θα βρισκόταν στην απομόνωση σε ένα κελί στις φυλακές Αβέρωφ, θα θυμόταν τούτο το συγκεκριμένο πρωινό, Σάββατο 20 Ιουνίου του 1959, όχι επειδή έγινε κάτι ιδιαίτερο, αλλά ακριβώς επειδή τίποτε το ασυνήθιστο δεν συνέβη. Ηταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, φωτισμένη με μια λαμπερή κανονικότητα. Είχε σηκωθεί στις επτά το πρωί όπως πάντα, είχε κοπεί ελαφρά στο ξύρισμα, τόσο που έτσουξε ευχάριστα όταν χαστούκισε το πρόσωπό του με την Old Spice. Αισθανόταν νέος, δυνατός, χωρίς πόνους στο σώμα, απολύτως υγιής, αλλά ήξερε ότι τέτοιες φιλοφρονήσεις φλέρταραν με την ύβριν στους θεούς κι έτσι βρήκε κάτι για να αναιρέσει τη σκέψη αυτή – ότι δεν γυμναζόταν ποτέ, κάπνιζε δυο πακέτα την ημέρα και κάθε Σαββατοκύριακο έβρισκε τη σωστή παρέα για να κατεβάσουν αρκετά ποτά.
Εδεσε τη λεπτή γραβάτα που ταίριαζε με το γκρίζο σακάκι ψαροκόκκαλο. Μετά από ένα σύντομο πρωινό μπουρίνι, οι απαλοί λόφοι του Μπέρκλεϊ τώρα έλαμπαν στον ήλιο. Ανοιξε το παράθυρο. Το άρωμα από το βρεγμένο γκαζόν χύθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Οι τεράστιες σεκόγιες που είχαν επιβιώσει από την εποχή των Ινδιάνων του προκαλούσαν πάντα ένα είδος σεβασμού. Δύο σεκόγιες έστεκαν σαν σιωπηλοί φύλακες στον ίδιο τον κήπο του σπιτιού. Τα κλαδιά ήταν χοντρά και έδιναν στα τέσσερα παιδιά του αφορμές για ατελείωτο σκαρφάλωμα. Το ότι είχαν και ιδιοκτήτη, ότι δηλαδή ανήκαν στον ιδιοκτήτη του σπιτιού, ήταν κάτι που παραβίαζε κάποιον αρχέγονο νόμο της φύσης. Αυτά ανήκαν στον τόπο τους, σε κανέναν θνητό. Η ιδιοκτησία ήταν η ουσία του καπιταλισμού, σκέφτηκε και γέλασε με τον εαυτό του. Να χαρείς την ημέρα και να μην τη θεωρητικοποιείς! Τα δένδρα είχαν τη δική τους προσωπικότητα. Τα είχε βαφτίσει με ινδιάνικα ονόματα, ήταν ο Τακόντα και η Οντίνα. Οπως είχε δώσει παρατσούκλι και στο κάθε παιδί, στον Γιώργο τον Ορχήτο Λεμπρόν, στον Νίκο τον καπετάν Φιστίκι, στη Σοφία τη Ραγκαμάφιν και στον μικρότερο, τον Αντρίκο, το Ζιζάνιο.
Η πάντα οργανωτική Μαργαρίτα ετοίμαζε το πρωινό για τα τέσσερα παιδιά. Είχε μαζί και τη μαύρη βοηθό, τη μεγαλόσωμη και γελαστή Τζούλια. Εφτιαχνε πάνκεϊκς, τραγανά απέξω και μαλακά από μέσα, όπως άρεσε σε όλους. Τότε ήταν που άκουσε τη μελωδία. Η Τζούλια σιγοτραγουδούσε ένα μπλουζ στα παιδιά, τόσο μελωδικό, που ήταν αδύνατον να ξεχαστεί. Αυτή η μελωδία, η τόσο λυπημένη μελωδία από τα βάθη του Νότου της σκλαβιάς, θα επέστρεφε στον νου του με εκδικητική δύναμη ένα πρωί στο κελί της απομόνωσης. Ξαφνικά άκουσε τη Μαργαρίτα να σιγοτραγουδάει σε δεύτερη φωνή. Του ήρθε μια αίσθηση ευφορίας και χαράς, μια αγαλλίαση που μόνο ως παιδί είχε νιώσει, πρωτόγονη, έντονη, σαν να ανέβαινε η καρδιά στον λαιμό του με φόρα. Τα δένδρα, η πρασινάδα του λόφου, η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου γκαζόν, η λάμψη του φωτός, η μελωδία από την κουζίνα, τα ποδοβολητά των παιδιών, με τη Μαργαρίτα στην κουζίνα – όλα αυτά συνέθεταν ένα αμερικάνικο πορτρέτο, μια μεγάλη καρτ ποστάλ. Θα μπορούσε να το κρεμάσει σε μουσείο σύγχρονης τέχνης στη Νέα Υόρκη με τίτλο «Μια Οικογένεια». Ηταν δυνατόν; Από την Ελλάδα του Μεταξά και την ανείπωτη φτώχεια της πατρίδας του να έχει καταλήξει σε αυτόν τον παράδεισο;
(…) Οταν το βράδυ μπήκε και πάλι στο κρεβάτι, ο Ανδρέας είχε την αίσθηση ότι αυτή η ζωή στο Μπέρκλεϊ ήταν εφήμερη, ήταν τυχαίο… μια παύση από την κανονική του ζωή. Η σκέψη ότι όλα αυτά ήταν στιγμιαία τον ανησυχούσε. Αν αυτό ήταν εφήμερο, τι τον περίμενε; Ηταν μια ανησυχία που τον έφθειρε σιγά σιγά από μέσα. Θα ήταν αυτή η ζωή που θα προτιμούσε πάνω από όλες τις ζωές που είχε ζήσει και αυτές που τον περίμεναν; Γιατί εκείνη που τον περίμενε την έβλεπε σιγά σιγά να εμφανίζεται, έστω και θολά, στον μακρινό ορίζοντα, όπως βλέπεις ένα πλοίο να φτάνει σιγά σιγά στο λιμάνι. Είχε ένα προαίσθημα ότι όλο αυτό εδώ ήταν ένα όνειρο. Οτι το δώρο της Καλιφόρνιας και το πανεπιστήμιο και τα μπάρμπεκιου και την άνετη καθημερινότητα θα τα πλήρωνε στο μέλλον. Οτι ένας ξαφνικός άνεμος θα ερχόταν να γκρεμίσει την ήσυχη, ειδυλλιακή ζωή και να τον βουτήξει σε μιαν άλλη, αναπάντεχη ζωή. Και θα ήταν ο ίδιος που θα φυσούσε τον άνεμο για να φουντώσει τις φωτιές.
Το βιβλίο «Ερωτες στο παρασκήνιο» κυκλοφορεί τη Δευτέρα (27/06) από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και φτάνει στο σήμερα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις