Γαλλία πέρα από κλισέ
Τι έδειξαν οι γαλλικές εκλογές
Μεγάλη και εν πολλοίς αδικαιολόγητη ταραχή δημιούργησαν τα αποτελέσματα των πρόσφατων γαλλικών εκλογών: η απώλεια της απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από ένα προεδρικό «κόμμα» που ποτέ δεν ήταν κόμμα (κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας του Μακρόν είχε από μόνο του «χάσει» 48 βουλευτές και την απόλυτη πλειοψηφία), δεν δημιουργεί αξεπέραστη πολιτική κρίση, ούτε αναδεικνύει θεσμική δυσλειτουργία, ούτε καν αποτελεί μια πρωτοφανή κατάσταση. Τα πράγματα είναι δύσκολα, αλλά διόλου απελπιστικά.
Από τότε που, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Ντε Γκολ «διόρθωσε» το δικό του, αρχικά ημι-προεδρικό, σύστημα και επέλεξε, μέσω της άμεσης εκλογής από τον λαό και της συγκέντρωσης όλων των αρμοδιοτήτων στα χέρια του, μια «προεδρική μοναρχία», ο γάλλος πρόεδρος είναι συγχρόνως παίκτης και διαιτητής, αποφασίζει και ενσαρκώνει, στηρίζεται σε πλατιά νομιμοποίηση και συγκεντρώνει την οργή για όλες τις – εξ ορισμού αναρίθμητες – διαψευσμένες προσδοκίες. Ο Μακρόν δεν δημιούργησε το παράδοξο ενός «υπερ-προέδρου», αφού το «υπέρ» βρίσκεται εντός της λογικής του συστήματος. Θέλησε, σχεδόν αταβιστικά, αλλά και στηριζόμενος στη λαϊκή εντολή, να διακόψει μια δεκαετή παρένθεση «μικρών», λόγω συνθηκών αλλά, όπως αποδείχτηκε, και δυνατοτήτων, προέδρων (Σαρκοζί και Ολάντ, που ακολούθησαν μάλιστα τη δωδεκαετία του «προεδρικού» στο στυλ αλλά όχι στο ειδικό βάρος Σιράκ) και να συνδεθεί απευθείας με τη γραμμή Ντε Γκολ – Πομπινού – Ντ’Εστέν – Μιτεράν (με τον πρώτο και τον τελευταίο να καθορίζουν, συγκρουόμενοι, τα χαρακτηριστικά του πολιτεύματος στην πράξη).
Βρήκε, ωστόσο, μπροστά του δυο ανυπέρβλητα, όπως αποδείχθηκε, εμπόδια: τη διεθνή και τη γαλλική συγκυρία, που είχαν, σχεδόν ντε φάκτο, καταστήσει έναν «υπερ-πρόεδρο» συγχρόνως αναγκαίο και μη ανεκτό. Οικονομικές κρίσεις, γεωπολιτικές ανατροπές (γενικότερες αλλά και σχετικές με τον ρόλο της Γαλλίας), τρομοκρατικές επιθέσεις, κλιματική απειλή, περιορισμένα περιθώρια κινήσεων, ανεξέλεγκτη διεύρυνση (ακόμα και στις «προηγμένες» χώρες) των εκτός συστήματος πολιτών και ομάδων, όλα αυτά προστέθηκαν στο εγγενές αίσθημα ανικανοποίητου κάθε Γάλλου και οδήγησαν σε ένα ισχυρό κύμα αντίδρασης, που εκδηλώθηκε ως αποχή από τις εκλογές και ως απόρριψη, ακόμη και βίαια, του προέδρου. Βαριά ψυχική εξέλιξη – η πολιτική είναι κυρίως ψυχική σχέση -, που δεν εμπόδισε, ωστόσο, ούτε τη διεθνή καθιέρωση του Μακρόν ως παραδείγματος ορθολογισμού και αναχώματος στη δημοκρατική οπισθοδρόμηση, ούτε την καθαρή επανεκλογή του.
Μόνο αν συνδεθούν τα δυο φαινόμενα – επανεκλογή Μακρόν και κάθε άλλο παρά προς το καλύτερο αλλαγή των συνθηκών – αποκτά νόημα η επιλογή του γαλλικού λαού να του στερήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν του είπε «δεν σε θέλω», του φώναξε «πάρτο αλλιώς». Κι επειδή το «αλλιώς», με βάση τα δεδομένα της συγκυρίας αλλά και επειδή χαρακτήρα φυγείν αδύνατον, μοιάζει πολύ δύσκολο, «προσφέρθηκε» το κλειδί της μέσα από τους θεσμούς: ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός θα χρειαστεί να συζητούν, να διαπραγματεύονται και να ακούνε πολύ, ώστε να μπορούν να πάρουν αποφάσεις. Ομως οι μοχλοί της εξουσίας παραμένουν ακλόνητα στα χέρια του προέδρου, η πλειοψηφία μπορεί σχετικά εύκολα να συγκροτείται ανά περίπτωση με τις ψήφους των βουλευτών των «δυο σκιωδών πρωθυπουργών» (Μπαϊρού και Φιλίπ, μέντορα και πρωθυπουργού, αντίστοιχα, κατά την πρώτη θητεία), ενώ οι δυνάμεις των ακροδεξιών και ψευτοαριστερών φούσκωσαν αλλά δεν μπορούν να επιβληθούν. Λίγη περισσότερη ταπεινότητα χρειάζεται ο πρόεδρος, χωρίς να αποστεί από τις φιλοδοξίες του να αλλάξει την Ευρώπη, για να παραμείνει ενσαρκωτής ελπίδας.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις