Λίβας
Μια καθημερινή ιστορία
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Τον έκαναν να νοσταλγήσει τις καραντίνες, τότε που όλες οι επαγγελματικές συναντήσεις γίνονταν διαδικτυακά. Γιατί τον είχαν κουβαλήσει μεσημεριάτικα στην άλλη άκρη της Αττικής; Τι γύρευε ένας Πειραιώτης στο Μαρούσι; «Ελα επιτέλους στα γραφεία μας!» επέμενε ο διευθυντής μάρκετινγκ. «Δυόμισι χρόνια δουλεύουμε μαζί, πρέπει να πιούμε έναν καφέ! Θέλει να σε γνωρίσει και η πρόεδρος της εταιρείας…».
Εκρινε ότι – από στοιχειώδη επαγγελματισμό – όφειλε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση. Κι ας ήταν, και ας σκόπευε να παραμείνει, εξωτερικός συνεργάτης – δεν γούσταρε ποτέ του μισθολόγια και ωράρια – κάλλιο με το κομμάτι, κάλλιο αγαπημένοι από απόσταση. Εφόσον όμως τον ζητούσε η ίδια η πρόεδρος, μία από πιο επιτυχημένες νέες Ελληνίδες… Για χάρη της μάλιστα κουστουμαρίστηκε. Οχι πως τον χαλούσε. Ισα – ίσα. Οι περισσότεροι άντρες της γενιάς του δεν ξέρουν καν να δένουν μια γραβάτα. Εκείνος αφορμή έψαχνε να ντύνεται σαν τον μακαρίτη τον πατέρα του.
«Στην πρόεδρο μας έτυχε κάτι απρόοπτο…». Τον κάθισαν στην αίθουσα συνεδριάσεων, ανάμεσα σε στελέχη του μάρκετινγκ και του δημιουργικού, όλοι με αμφίεση περίπου παραλίας, ένεκα ο καύσωνας και η ενεργειακή κρίση που δεν επιτρέπει να παραχαμηλώνεις το αιρκοντίσιον. Του πρόσφεραν καφέδες, χυμούς, βουτήματα… Ηπιε μονάχα κρύο νερό. Στο πρώτο δεκάλεπτο τον έπιασε κλειστοφοβία.
Τίποτα από όσα του έλεγαν δεν τον ενδιέφερε. Στις ερωτήσεις τους απαντούσε μονολεκτικά. Στα κοπλιμέντα τους για το ταλέντο του χαμογελούσε ξινά. Ενιωθε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Γνώριμο συναίσθημα. Στα είκοσι λεπτά, τινάχτηκε όρθιος, επικαλέστηκε ανειλημμένη υποχρέωση. «Εχουμε να σου κάνουμε μια πρόταση…» ξεκίνησε ο διευθυντής του μάρκετινγκ. «Στείλτε την με μέιλ!» τον έκοψε και σχεδόν τον έσπρωξε για να περάσει, βρισκόταν στα όρια του πανικού, δεν είχε υπομονή να περιμένει το ασανσέρ, κουτρουβάλησε τις σκάλες, «να βγω στον καθαρό αέρα! Να ανασάνω!».
Να ανασάνει. Στην Κηφισίας. Καταμεσήμερο. Με τριάντα οχτώ βαθμούς.
Να ξανάμπαινε στο κτίριο και να ζητούσε να του καλέσουν ταξί; Κι άμα τον γράπωναν και δεν τον άφηναν να φύγει προτού ακούσει την πρότασή τους; Κι αν του φορούσαν δια της βίας χαβανέζικο πουκάμισο, βερμούδα, σαγιονάρες; «Μας μήνυσε η πρόεδρος ότι δεν έχεις πουθενά να πας ώσπου να επιστρέψει! Ευκαιρία, στο μεταξύ, να σου κάνουμε ένα πεντικιούρ! Μας το παίζεις δανδής, πόσο καιρό όμως έχεις να κόψεις τα νύχια των ποδιών σου;».
«Παραλογίζομαι! Μήπως τρελαίνομαι;».
Χώθηκε στην υπόγεια διάβαση. Τρέχοντας έλυσε τη γραβάτα, έβγαλε το σακάκι του. Μπήκε στον πειρασμό να τα πετάξει στον άστεγο που είχε φτιάξει εκεί κοτζάμ γιατάκι, με κρεβάτι, με κουνουπιέρα, με εικονίτσες αγίων. Αναδύθηκε στο ρεύμα καθόδου προς Αθήνα. Σήκωσε το χέρι του.
Τα ταξί, πλησιάζοντας τον, χαμήλωναν ταχύτητα. Σάμπως τον κοίταζαν διερευνητικά, σάμπως τον σκρίναραν. Κι έπειτα τον απέρριπταν. Πατούσαν γκάζι. «Εχω κάτι στραβό στη φάτσα μου; Μήπως πρέπει να υποκλίνομαι; Να ανεμίζω κάνα πενηντάευρο;». Κουμπί-κουμπί άνοιγε το πουκάμισό του. Παλιά, στις γειτονιές του Πειραιά, τα καλοκαίρια, οι άντρες κυκλοφορούσαν με εκείνες τις παλιομοδίτικες φανέλες με τα τιραντάκια. Ενίοτε και γυμνοί από τη μέση κι επάνω, θες κούροι ήταν, θέλεις κοιλαράδες, ποιος θα τους παρεξηγούσε;
Στο ενδέκατο ταξί που του ‘ριξε χυλόπιτα, αγανάκτησε. Το μούτζωσε. Το βλαστήμησε. Σκέφτηκε να κατέβει στο οδόστρωμα – να μπει με το έτσι θέλω στο επόμενο αυτοκίνητο – να θρονιαστεί – «Πολυδεύκους 39!» να διατάξει κι ας του ‘κανε, αν τολμούσε, κορδελάκια ο οδηγός.
Φρέναρε ακριβώς μπροστά του ένα λεωφορείο. Τα απεχθανόταν τα λεωφορεία. Του θύμιζαν τη φτώχεια μετά τον θάνατο του μπαμπά του. Είχε ορκιστεί να μην ξαναμπεί σε τέτοιο όχημα, με γριές που μουρμούριζαν και μουλωχτούς που σε χούφτωναν, αδιάφοροι καν για το φύλο σου. Φάνταζε όμως τώρα σαν σανίδα σωτηρίας. Γαργάρα ο όρκος του. Να ‘σου και θέση. Παράθυρο. Στρώθηκε. Στην Κατεχάκη ανέβηκε ελεγκτής. «Εχετε εισιτήριο;». «Πού να το ‘βρω;» ρώτησε πιο αθώος κι από ξεπεσμένη ντίβα. Πλήρωσε εβδομήντα δύο ευρώ. Χαλάλι.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις