Η σύμπτωση ανάμεσα στη σύνοδο των G7 που διεξάγεται στη Γερμανία και τη σύνοδο των BRICS που έγινε λίγες μέρες πριν ήρθε να υπογραμμίσει ότι ο κόσμος μας τείνει να γίνει πολυπολικός.

Στην πράξη βέβαια, γιατί σε επίπεδο ρητορικής οι G7 συμπεριφέρονται ολοένα και περισσότερο ως να εκπροσωπούν το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, τουλάχιστον στο συνδυασμό ανάμεσα σε G7, Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ.

Μόνο που στην πραγματικότητα, αυτή η σύμπραξη δεν εκφράζει ούτε γεωγραφικά, ούτε πληθυσμιακά, ούτε οικονομικά το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.

Εκφράζει τη «Δύση», στην τρέχουσα εκδοχή της, που όμως απέχει από το να είναι η ηγεμονική πολιτική στρατηγική στον πλανήτη σήμερα και σίγουρα είναι πολύ λιγότερο ηγεμονική από 30 χρόνια πριν. Τότε ο συνδυασμός ανάμεσα στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του μπλοκ δυνάμεων γύρω της και η προσήλωση τότε της Κίνας κυρίως στο να πετύχει ταχείς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης με εξαγωγικό προσανατολισμό, έκανε τη Δύση να φαντάζει όχι μόνο νικήτρια του Ψυχρού Πολέμου αλλά και ικανή να εκπροσωπεί το κυρίαρχο οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό «παράδειγμα» σε όλο τον κόσμο.

Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι και σε αυτή τη σύνοδο επέλεξαν να προσκαλέσουν και ηγέτες άλλων χωρών όπως είναι η Ινδία ή η Νότια Αφρική, που αποδέχτηκαν την πρόσκληση, όμως επί της ουσίας πέραν της ανάγκης να συμπαραταχθούν με τη Δύση στον Νέο Ψυχρό πόλεμο δεν είχαν να προσφέρουν κάποια πιο θετική προοπτική στις χώρες εκτός G7.

Ακόμη και η εξαγγελία για 600 δισεκατομμύρια επενδύσεις τα επόμενα πέντε χρόνια στον αναπτυσσόμενο κόσμο από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, που στηρίζεται και σε προηγούμενες εξαγγελίες όπως τα 150 δισεκατομμύρια ευρώ ευρωπαϊκών επενδύσεων στην Αφρική και η οποία παρουσιάζεται ως απάντηση στην στρατηγική «Μία Ζώνη – ένας δρόμος» της Κίνας, μένει να εξειδικευτεί ως προς τη μορφή και ως προς το πώς θα χρηματοδοτηθεί από κρατικές και ιδιωτικές πηγές.

 

Τα όρια της Δύσης

Το γεγονός ότι η Δύση δεν είναι απαραίτητα πάντα ο «κυρίαρχος του παιχνιδιού» είχε φανεί και νωρίτερα, όταν για παράδειγμα μετά την κρίση του 2008 φάνηκε ότι η ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάκαμψης δεν ήταν οι χώρες του G7 αλλά πολύ περισσότερο οι αναδυόμενες αγορές και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Τώρα, όμως, παίρνει μια διαφορετική μορφή εάν αναλογιστούμε το γεγονός πως όταν μιλούν οι χώρες του G7 για την επιβολή ακόμη περισσότερων κυρώσεων στη Ρωσία, σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, μιλούν για κυρώσεις που θα εφαρμόσουν οι ίδιες και τα κράτη-μέλη της ΕΕ, την ώρα που μεγάλο μέρος του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων και μελών του ΝΑΤΟ όπως η Τουρκία, έχουν αποφύγει να επιβάλουν κυρώσεις.

Το αποτέλεσμα είναι η σημερινή εικόνα όπου η ΕΕ ετοιμάζεται να επιβάλει ακόμη περισσότερες κυρώσεις σε βάρος τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου και ανώτερης τιμής στις τιμές του πετρελαίου που θα μπορεί να πουλάει η Ρωσία,  την ώρα που χώρες όπως η Ινδία έχουν αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, εκμεταλλευόμενες και τις εκπτώσεις που προσφέρει η Ρωσία, κάτι που σημαίνει ότι ανεξαρτήτως προσωρινών προβλημάτων και ανάγκης να διαμορφωθούν ανάλογες υποδομές η Ρωσία θα μπορούσε προοπτικά να αναπλήρωνε το σύνολο των αγορών που χάνει εξαιτίας των δυτικών κυρώσεων.

Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και χώρες που είναι συμμαχικές γενικά προς τις ΗΠΑ και τη Δύση, όπως είναι οι χώρες του Κόλπου, ή η Αίγυπτος έχουν αποφύγει να προχωρήσουν σε κάποιου είδους ρήξη με τη Ρωσία και να ακυρώσουν τις διαφόρων επιπέδων σχέσεις που διατηρούν.

Το αποτέλεσμα είναι με έναν τρόπο ο πλανήτης να χωρίζεται σε δύο τμήματα: εκεί που απαγορεύεται στον Ρώσο ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ να πάει ή να προσεγγίσει αεροπορικά και εκεί όπου μπορεί να συνεχίσει να επισκέπτεται και να γίνεται δεκτός με τον δέοντα σεβασμό.

Το στοίχημα των BRICS

Η ίδια η ιδέα των  BRICS δηλαδή των συνόδων που περιλαμβάνουν στον πυρήνα τους τη Βραζιλία, την Κίνα, τη Ρωσία, την Ινδία και τη Νότια Αφρική, εξαρχής αποτέλεσε μια έμμεση αμφισβήτηση του ρόλου των G7.

Παρότι οι BRICS δεν έχουν την ιδιαίτερη οικονομική και γεωπολιτική συνοχή που έχουν οι G7 που είναι ταυτόχρονα οι επτά μεγαλύτερες δυτικές οικονομίες και επτά χώρες που ανήκουν στον πυρήνα των αμυντικών συμμαχιών και συνεργασιών της Δύσης, εντούτοις δεν παύουν να έχουν χαρακτηριστική οικονομική βαρύτητα. Αρκεί να σκεφτούμε ότι αντιπροσωπεύουν το 41,53% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 31,88% του παγκόσμιου πληθυσμού με όρους ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης,

Και βέβαια πέραν των BRICS υπάρχουν και οι BRICS+ δηλαδή ένα σύνολο χωρών αρκετά πιο διευρυμένο που ενδιαφέρεται για συνεργασίες σε διάφορα επίπεδα και περιλαμβάνει χώρες όπως η Αλγερία, η Ινδονησία, η Αίγυπτος, το Ιράν, το Καζακστάν, η Καμπότζη, η Μαλαισία, η Σενεγάλη, η Ταϊλάνδη, το Ουζμπεκιστάν, η Αιθιοπία, οι νήσοι Φίτζι, η Αργεντινή.

Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια ένα φάσμα συνεργασιών σε διαφορετικές ηπείρους, με διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα και με διαφορετικές γεωπολιτικές αναφορές ή επιδιώξεις σε αρκετές περιπτώσεις, που όμως συνέχονται από την κοινή διάθεση για «αμοιβαία επωφελείς συνεργασίες» κυρίως στο οικονομικό επίπεδο.

Το ίδιο το γεγονός ότι ηγέτες αυτών των χωρών επέλεξαν να είναι σε μια κοινή διαδικτυακή συνάντηση στις 24 Ιουνίου με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Σι Τζινπίνγκ, λίγες μέρες πριν από τη συνάντηση των G7, ήταν ένα σαφές μήνυμα για τα όρια που έχει η απήχηση των γεωπολιτικών οριοθετήσεων της Δύσης σήμερα.

Η λογική της «πολυμερούς» συνεργασίας ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη

Η διακήρυξη της συνόδου κορυφής των BRICS κάνει σαφές το διακριτό στρατηγικό χνάρι με την έμφαση που δίνει στη λογική της πολυμερούς συνεργασίας (multilaterism) ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη.

Με έναν τρόπο, αυτή η έμφαση στην «κυριαρχική ανεξαρτησία» προβάλλεται εμμέσως πλην σαφώς ως μια ειδοποιός διαφορά με την προσέγγιση των G7. Και αυτό γιατί ενώ στην περίπτωση των «δυτικών» θεσμών και στρατηγικών μια σειρά από κατευθύνσεις διατυπώνονται σε ένα πλαίσιο όπου η εθνική κυριαρχία τίθεται υπό την αίρεση μιας ορισμένης συμμόρφωσης με ένα ορισμένο πολιτικό και κοινωνικό μοντέλο, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας συμπεφωνημένης μειωμένης κυριαρχίας την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην περίπτωση των BRICS το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι η οικονομική συνεργασία δεν συνεπάγεται και υποχρεωτική συμμόρφωση σε ένα ορισμένο εσωτερικό κοινωνικό και πολιτικό πρότυπο.

Και ήδη η σύμπραξη των BRICS έχει αφήσει το αποτύπωμά της σε μια σειρά θεσμούς, όπως για παράδειγμα τη Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα (New Development Bank), ένα κοινό εγχείρημα που διαμόρφωσαν από κοινού οι πέντε χώρες και στο οποίο επιπλέον συμμετέχουν το Μπανγκλαντές. η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ουρουγουάη και που ήδη χρηματοδοτεί 78 πρότζεκτ, συνολικού ύψους 29,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Την ίδια στιγμή η ίδια η σύμπραξη διευκολύνει και τη συνεργασία σε ένα φάσμα από οικονομικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ορίζοντα έχουν και κρίσιμες τομές που θα περιόριζαν ακόμη περισσότερο την οικονομική επιρροή της Δύσης: αφενός τη δυνατότητα υποστήριξης των εφοδιαστικών αλυσίδων και με συστήματα οικονομικού διακανονισμού σε τοπικά νομίσματα και αφετέρου και πιο προοπτικά τη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού συστήματος εκκαθάρισης πληρωμών απέναντι στο SWIFT. Εξελίξεις που θα παρέπεμπαν σε ακόμη εντονότερη «αποδολαριοποίηση» της παγκόσμιας οικονομίας και άρα μείωση της ικανότητας των ΗΠΑ να χρησιμοποιούν τις κυρώσεις ως όπλο.