Κανόνας στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις συνασπισμού
Τα αναλογικά εκλογικά συστήματα που ισχύουν στις περισσότερες χώρες έχουν ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει σχεδόν πουθενά στην Ευρώπη δυνατότητα διασφάλισης απόλυτης πλειοψηφίας. Αλλά και οι αλλεπάλληλες κρίσεις (οικονομική, προσφυγική, πανδημία, πόλεμος) έχουν εντείνει τις κοινωνικές διεργασίες
Εναι γεγονός ότι στη Γαλλία η απώλεια της απόλυτης πλειοψηφίας για το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές μεταφράστηκε από αρκετούς σε σοκ και πολιτικό «σεισμό», καθώς στερεί από τον πρόεδρο τη δυνατότητα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση της επιλογής του. Μια ματιά, όμως, στο τι συμβαίνει εδώ και χρόνια στην υπόλοιπη Ευρώπη (όπως αυτό αποτυπώνεται και στον χάρτη) αρκεί για να αποδείξει ότι η κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Γαλλία όχι απλώς δεν αποτελεί μια δραματική εξαίρεση, αλλά μάλλον αντιπροσωπεύει τον κανόνα.
«Οι κυβερνήσεις συνασπισμού (αποτελούν) μια δοκιμασμένη πρακτική στην Ευρώπη», σημειώνει χαρακτηριστικά το ρεπορτάζ της γαλλικής «le Monde», προσθέτοντας ότι αυτό ισχύει στα 21 από τα 26 υπόλοιπα κράτη – μέλη της ΕΕ – εκτός, δηλαδή, από Πορτογαλία, Ουγγαρία, Μάλτα, Κύπρο και Ελλάδα. «Οι συμμαχικές κυβερνήσεις αποτελούν τις πιο συνήθεις μορφές διακυβέρνησης στη Δυτική Ευρώπη» διαπιστώνει και πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. «Από το 2004 ως σήμερα έχουν συγκροτηθεί 17 κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού σε 11 ευρωπαϊκές χώρες» αναφέρει από την πλευρά της μελέτη του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, αναδεικνύοντας μια άλλη συναφή – και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα – πλευρά.
Ποιες είναι, όμως, οι αιτίες που οδηγούν σε αυτή την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα; Σύμφωνα με τη «Monde», μία από τις βασικότερες είναι τα αναλογικά εκλογικά συστήματα που ισχύουν στις περισσότερες χώρες. «Πρακτικά, δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά στην Ευρώπη δυνατότητα διασφάλισης απόλυτης πλειοψηφίας» δηλώνει στην εφημερίδα ο Πολ Μορίς, ερευνητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων.
Δεν είναι, όμως, η μοναδική αιτία. Κι αυτό διότι οι αλλεπάλληλες σοβαρές κρίσεις που έχουν πλήξει την Ευρώπη την τελευταία 15ετία – χρηματοπιστωτική, προσφυγική, πανδημία και τώρα πόλεμος – έχουν εντείνει τις κοινωνικές διεργασίες, πολλαπλασιάζοντας τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς αναφορικά με το «παλιό» πολιτικό σκηνικό και τους πρωταγωνιστές του, σε όλες τις χώρες. Παράλληλα, έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση πολλών νέων πολιτικών ρευμάτων και κομμάτων, κάθε απόχρωσης, που αντλούν δύναμη και ψηφοφόρους από τα παραδοσιακά και συμβάλλουν στον πολιτικό κατακερματισμό – καθιστώντας τη συγκρότηση αυτοδύναμων κυβερνήσεων ακόμη πιο δύσκολη.
1 Οι Κάτω Χώρες (Βέλγιο, Ολλανδία Λουξεμβούργο)
Στο Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, η διακυβέρνηση από συνασπισμούς, συχνά πολυκομματικούς, αποτελεί τον κανόνα εδώ και αρκετά χρόνια. Κι αν για το Βέλγιο (που πρώτο εισήγαγε την αναλογική εκλογική εκπροσώπηση το 1899) αυτό θεωρείται κάτι περίπου φυσιολογικό, καθώς το πολιτικό σκηνικό σφραγίζεται από τη (συν)ύπαρξη της ολλανδόφωνης Φλάνδρας και της γαλλόφωνης Βαλονίας, στις άλλες δύο χώρες η εικόνα αυτή αποτελεί προϊόν των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στο πολιτικό σκηνικό. Με αποτέλεσμα, σήμερα, οι κυβερνητικές πλειοψηφίες να συγκροτούνται από 7 κόμματα στο Βέλγιο, από 4 στην Ολλανδία και από 3 στο Λουξεμβούργο.
Πράγματι, η παραδοσιακή κυριαρχία των Χριστιανοδημοκρατών στις τρεις χώρες άρχισε σταδιακά να διαβρώνεται εξαιτίας των διεργασιών στις κοινωνίες και της ανάδειξης νέων ρευμάτων και κομμάτων, κάθε απόχρωσης: Οικολόγοι και ακροαριστεροί, εθνικιστές, ευρωσκεπτικιστές και ακροδεξιοί. Ετσι, οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού γίνονταν μια ολοένα πιο περίπλοκη υπόθεση, όπως αποδεικνύουν οι 541 ημέρες που χρειάστηκαν για να επέλθει συμφωνία στο Βέλγιο το 2011, καθώς και οι σχεδόν 300 ημέρες στην Ολλανδία στο τέλος του 2021.
2 Οι Σκανδιναβοί (Φινλανδία, Δανία, Σουηδία)
Στις τρεις σκανδιναβικές χώρες οι οποίες είναι μέλη της ΕΕ – τη Φινλανδία, τη Δανία και τη Σουηδία – οι συμμαχικές κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να δημιουργούν τη δική τους παράδοση, έστω και με έναν ιδιόμορφο τρόπο. Αυτό αποτυπώνεται και σήμερα στις κυβερνήσεις των οποίων ηγούνται τρεις γυναίκες, οι οποίες προέρχονται από τις τάξεις των Σοσιαλδημοκρατών: Η Σάνα Μαρίν, η Μέτε Φρέντερικσεν και η Μαγκνταλένα Αντερσον.
Στη Φινλανδία, πιο συγκεκριμένα, η Μαρίν έχει αναλάβει τα ηνία από τον Δεκέμβριο του 2019 και περιστοιχίζεται από άλλες τέσσερις γυναίκες, οι οποίες εκπροσωπούν ισάριθμα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνησή της: Την Αριστερή Συμμαχία που διευθύνει το υπουργείο Παιδείας, τους Κεντρώους που ελέγχουν το υπουργείο Οικονομίας, την Πράσινη Λίγκα με το υπουργείο Εσωτερικών και το Σουηδικό Λαϊκό Κόμμα της Φινλανδίας που έχει πάρει το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Στη Δανία, την ίδια στιγμή, η Φρέντερικσεν σχημάτισε κυβέρνηση – επίσης το 2019 – με τη συνδρομή τριών κομμάτων, δύο από τον χώρο της της οικολογίας και της Ακρας Αριστεράς (ανάμεσά τους η Λίστα Ενότητας) και του Σοσιαλιστικού Λαϊκού Κόμματος. Στην πράξη, ωστόσο, έχει επιλέξει αρκετές φορές να στηριχθεί στη βουλή στις ψήφους της Δεξιάς ή ακόμη και τις Ακροδεξιάς, προκαλώντας τριβές – οι οποίες, πάντως, μέχρι στιγμής, δεν έχουν προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης.
Στη Σουηδία, τέλος, η Αντερσον ηγείται από τον Νοέμβριο του 2021 μιας κυβέρνησης μειοψηφίας, την οποία στηρίζουν οι Οικολόγοι, το Αριστερό Κόμμα και οι Κεντρώοι. Καταφέρνει δε να επιβιώνει οριακά, χάρη στην ψήφο εμπιστοσύνης που συνήθως παίρνει από μια κουρδικής καταγωγής ανεξάρτητη βουλευτή (όπως συνέβη και πρόσφατα με το αίτημα ένταξης στο ΝΑΤΟ), καθώς ο συνασπισμός της έχει τον ίδιο αριθμό βουλευτών – 174 – με την κεντροδεξιά αντιπολίτευση.
3 Οι «Γερμανοί» (Γερμανία, Αυστρία)
Οι δύο γερμανόφωνες χώρες της ΕΕ, η Γερμανία και η Αυστρία, εμφανίζουν τη δική τους ιδιαιτερότητα. Κι αυτό διότι εκεί υπάρχει ισχυρότατη και μακρά παράδοση όχι απλώς στη συγκρότηση συμμαχικών κυβερνήσεων, αλλά και πιο συγκεκριμένα στη διακυβέρνηση από τους αποκαλούμενους «μεγάλους συνασπισμούς», οι οποίοι απαρτίζονται από τα δύο παραδοσιακά μεγάλα στρατόπεδα, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες.
Στη Γερμανία, τα 16 χρόνια της Ανγκελα Μέρκελ (2005-21) αρκούν για να αποδείξουν του λόγου το αληθές, καθώς στις τρεις από τις τέσσερις κυβερνήσεις των οποίων ηγήθηκε ως καγκελάριος είχε εταίρο τους Σοσιαλδημοκράτες – με εξαίρεση τη δεύτερη κατά σειρά (2009-13), όταν τη στήριξαν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP). Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι από το τέλος του 2021, έχει συγκροτηθεί στη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης ο πρώτος τρικομματικός συνασπισμός, ανάμεσα σε SPD, FDP και Πράσινους – ενώ στο επίπεδο των 16 κρατιδίων έχουν δοκιμαστεί κατά καιρούς όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί.
Στη δε Αυστρία, στο ίδιο διάστημα έχουν επίσης συγκροτηθεί τρεις «μεγάλοι συνασπισμοί». Στο ενδιάμεσο δε, οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν συγκυβερνήσει τόσο με την Ακροδεξιά όσο και με τους Πράσινους (μαζί τους είναι στη νυν κυβέρνηση).
4 Οι Ιβηρες (Ισπανία, Πορτογαλία)
Η διάβρωση της παντοδυναμίας των δύο παραδοσιακών πολιτικών παρατάξεων στις δύο χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου, την Ισπανία και την Πορτογαλία, είναι σχετικά πιο πρόσφατο. Αποτελεί, συγκεκριμένα, εξέλιξη της προηγούμενης δεκαετίας και συντελέστηκε στο φόντο της χρηματοπιστωτικής κρίσης η οποία τις έπληξε αμφότερες.
Σήμερα, λοιπόν, στην Ισπανία υπάρχει ουσιαστικά μια κυβέρνηση μειοψηφίας του Σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος έχει τη στήριξη του αριστερού Podemos και ορισμένων καταλανικών και βασκικών κομμάτων. Οσο για το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο φιλοδοξεί να πάρει πάλι τα ηνία της εξουσίας μετά τις επόμενες εκλογές, είναι σχεδόν βέβαιο πως ακόμη και εάν τα καταφέρει, θα αναγκαστεί να αναζητήσει συμμάχους – πιθανώς στην Ακροδεξιά.
Την ίδια στιγμή, στην Πορτογαλία, ο Σοσιαλιστής Αντόνιο Κόστα έκανε την έκπληξη: Υστερα από επτά χρόνια συγκυβέρνησης με το ΚΚ, τους Πράσινους και το Αριστερό Μπλοκ, κατάφερε στις φετινές πρόωρες εκλογές να διασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή και να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση – με τους περισσότερους να αναρωτιούνται πόσο θα αντέξει.
5 Η Ιταλία
Η Ιταλία μπορεί να χαρακτηριστεί κάλλιστα ως η πρώτη διδάξασα – ή, με άλλα λόγια, ως η χώρα που άνοιξε τον δρόμο στην αποσάθρωση του «παλιού» πολιτικού σκηνικού σε όλη την Ευρώπη και τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων, που καθιστούν τη συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας πρακτικά μονόδρομο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η χώρα έχει να γνωρίσει μονοκομματική κυβέρνηση από το 1987, όταν ο Χριστιανοδημοκράτης Αμίντορε Φανφάνι «άντεξε» μόλις 102 ημέρες.
Εκτοτε, η χώρα έχει δοκιμάσει σχεδόν όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Με αποκορύφωμα τη σημερινή κυβέρνηση, της οποίας ηγείται ο Μάριο Ντράγκι, στην οποία συμμετέχουν όλα σχεδόν τα κόμματα, πλην του νεοφασιστικού Αδέλφια της Ιταλίας: Από τους Δημοκρατικούς και την μπερλουσκονική Φόρτσα Ιτάλια μέχρι τους εθνικιστές του Σαλβίνι και το λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων, αλλά και μικρότερα κόμματα και τεχνοκράτες.
6 Η Ιρλανδία
Τα δύο μεγάλα και αντίπαλα κόμματα, το Fianna Fail και το Fine Gael, αναγκάστηκαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους μετά τις εκλογές του 2020, προκειμένου να αποτρέψουν την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία του Sinn Fein – του αριστερού κόμματος που, εκτός των άλλων, διεκδικεί και την επανένωση της Βόρειας Ιρλανδίας με τη μητέρα Ιρλανδία. Μαζί τους έχουν και τους Πράσινους, ενώ θεωρητικά θα πρέπει να υπάρξει εναλλαγή στην πρωθυπουργία στο τέλος του έτους.
7 Η Πολωνία
Το εθνικιστικό-υπερσυντηρητικό Κόμμα του Νόμου και του Δικαίου (PiS) μπορεί να φαντάζει πανίσχυρο, όμως στην πραγματικότητα κυβερνά από το 2015 με τη βοήθεια δύο μικρότερων κομμάτων, που του διασφαλίζουν την αναγκαία στήριξη: Της Πολωνίας της Αλληλεγγύης και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Μάλιστα, από τον Αύγουστο του 2021, ο συνασπισμός έχει απολέσει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να εξαρτάται από τις ψήφους άλλων πολιτικών σχηματισμών σε σοβαρά ζητήματα.
- Στη Βαρβάκειο ο Κασσελάκης – Τι συζήτησε με εμπόρους και καταναλωτές
- Χριστουγεννιάτικο δέντρο: Το μεγαλύτερο του κόσμου έχει ύψος 750 μέτρα και αποτελείται μόνο από λαμπάκια
- Τρία «Σ» για το 2025
- Ηνωμένα Έθνη: Πόσες χώρες έχουν εκλέξει γυναίκα ηγέτιδα μέχρι το 2024;
- Ολυμπιακός – Μαρούσι 106-94: Ο Πίτερς μοίρασε τα… δώρα στο ΣΕΦ
- Μαγδεμβούργο: Ερωτηματικά για τους χειρισμούς σχετικά με τις πληροφορίες για το παρελθόν του δράστη