Στις 30 Ιουνίου (13 Ιουλίου με το νέο ημερολόγιο) 1892 (στις σχετικές πηγές απαντά πάντως και το έτος 1890) γεννήθηκε στη Συκαμινιά (Συκαμιά) της Λέσβου ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Στράτης Μυριβήλης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου), ένας από τους πλέον αξιόλογους έλληνες πεζογράφους του Μεσοπολέμου.

Ο συγγραφέας μυθιστορημάτων όπως «Η ζωή εν τάφω», «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και «Η Παναγιά η γοργόνα» απεβίωσε στην Αθήνα το απόγευμα του Σαββάτου 19ης Ιουλίου 1969.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 20.7.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τρεις ημέρες μετά το θάνατό του, την Τρίτη 22α Ιουλίου, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης έσπευσε να τιμήσει τον αποθανόντα λογοτέχνη με άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» και έφερε τον τίτλο «Μνήμη Στράτη Μυριβήλη».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.7.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο τιμηθείς για το ιδιαίτερα αξιόλογο λογοτεχνικό έργο του Πετσάλης-Διομήδης, άνθρωπος καλός και μεγαλόψυχος, έγραψε τα εξής για τον Μυριβήλη:


Στου Μυριβήλη τον προχθεσινό φυσικό θάνατο, προηγήθηκε κατά μερικά χρόνια ο πνευματικός του θάνατος. Τον χάνουμε σήμερα οι φίλοι, τον έχασαν από τότε τα ελληνικά γράμματα. Ωστόσο είχε προφτάσει να μας προσφέρει τα πνευματικά του δώρα, τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα, όσα έκλεινε μέσ’ στην ψυχή του και όσα μπόρεσε να καλλιεργήσει με τα χρόνια. Με άλλα λόγια είχε προλάβει να συμπληρώσει το έργο του, δεν είχε πια να πει τίποτε άλλο.

Ο Μυριβήλης στάθηκε –μετά τον Ξενόπουλο και σε διαφορετικό επίπεδο από κείνον (δεν αξιολογώ, μόνο ξεχωρίζω)– ο νεοέλληνας πεζογράφος ποιότητος, δηλαδή χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, που επέτυχε πρώτος την ευρεία απήχηση, την μεγάλη κυκλοφορία, το πλατύ αναγνωστικό κοινό, την γενικώτερη αναγνώριση, και αυτών ακόμη των «εν γράμμασι» συναδέλφων του, που είναι κάτι σπανιώτερο.

Θυμάμαι με πόσο σεβασμό εμείς οι νεώτεροι, οι πρωτόβγαλτοι τότε, τον αντικρύζαμε και όταν ακόμα διαφωνούσαμε μαζί του. Αλλά οι καιροί ήταν άλλοι τότε. Ο Μυριβήλης ήταν οπωσδήποτε μεταξύ του 1930 και του 1940 ο αναγνωρισμένος πρωτοκάθεδρος, ο «πρεσβύτερος» της γενεάς μας. Ζούσαν βέβαια τότε ακόμη και ο Παλαμάς και ο Ξενόπουλος και ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός, αλλά αυτοί ήταν οι «πατέρες», οι ολοκληρωμένοι πια, η προηγούμενη γενεά (μολονότι ο Καζαντζάκης ολοκληρώθηκε πραγματικά πολύ αργότερα με τη σειρά των μυθιστορημάτων του), οι «δάσκαλοι», ο καθένας στο είδος του.


Με τον Μυριβήλη άρχιζε μια καινούργια εποχή, άρχιζε και τελείωνε η προηγούμενη. Τονίζω αυτό το «τελείωνε» γιατί από ορισμένες απόψεις ο Μυριβήλης ανήκε στους παλαιότερους και εκπροσωπούσε, μπορεί κανείς να πει, ανάμεσα στους νεώτερους, κάτι από τους παλαιούς, επισημαίνω δε, ανάμεσα σε άλλα χαρακτηριστικά της γραφής του, τα τελευταία δείγματα της ηθογραφίας στον πεζό μας λόγο και το ακραιφνώς ορθόδοξο –σχεδόν ψυχαρικό– γλωσσικό του πιστεύω.

Την επιτυχία του από τα πρώτα κιόλας βήματα στη λογοτεχνία ο Μυριβήλης την χρωστούσε –αν αφαιρέσουμε το συγγραφικό του τάλαντο, για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω– στο ότι ήρθε πραγματικά στην ώρα του, στην εποχή του, στο ότι εξέφρασε, με άλλα λόγια, την εποχή εκείνη. Ύστερα από μια πολεμική περίοδο δέκα χρόνων, γεμάτη δόξα, αλλά και ηρωικό μόχθο, που την ακολούθησε μια ανείπωτη –η βαρύτερη μετά το 1453– τραγωδία για τον ελληνισμό, ήρθε ο Μυριβήλης και είπε με περίσσεια τέχνη τα όσα έζησαν οι στρατευμένοι Έλληνες, σ’ εκείνα τα μεγάλα και δύσκολα χρόνια. Και ήταν τρεις γενεές Έλληνες που πολέμησαν, που αγωνίστηκαν τότε, είτε απευθείας οι ίδιοι, είτε μέσω των πατεράδων τους, των παιδιών τους, των αδερφιών τους. Βρήκανε τον εαυτό τους τότε μέσ’ στις σελίδες του Μυριβήλη, με την πολεμική τους έξαρση και με την απέραντη κούραση που ακολουθεί, και εκείνη την αντίδραση στην ιδέα του πολέμου, κάθε πολέμου ύστερα από όσα είδαν ή άκουσαν.

Άλλωστε, το αντιπολεμικό αυτό κλίμα ήταν γενικό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, παντού γράφτηκαν από αξιόλογους εργάτες της πέννας βιβλία αντιπολεμικά, στη Γαλλία και στη Γερμανία προπάντων, και για τούτο εγέρθηκαν εκείνες οι περιττές, γιατί ανόητες, συζητήσεις και αμφισβητήσεις, αν προηγήθηκε το βιβλίο του Ρεμάρκ ή του Μυριβήλη ή του Μπαρμπύς. Άσκοπη και ανιαρή υπόθεση, επειδή ήταν μοιραίο ένα γεγονός με τεράστιους αντίκτυπους, καθώς ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, να εμπνεύσει παντού έργα λογοτεχνικά, κάπως συγγενικά το ένα με το άλλο. Φοβούμαι ότι η ανόητη εκείνη διαμάχη θα επλήγωσε τον Μυριβήλη, παρά την πεποίθηση που είχε στο έργο του και την πίστη του στην αποστολή του.


Ήταν όμως και η μαγεία του λόγου του που μαγνήτισε τον κόσμο και πλήθυνε τόσο τους θαυμαστές του, τους αναγνώστες του.

Δεν έγραφε εύκολα ο Μυριβήλης. Δούλευε σκληρά, πεισματάρικα τη φράση του, έψαχνε επίμονα την κατάλληλη λέξη, τη λέξη που δεν την έφθειρε η πολλή χρήση. Τα βιβλία του άλλαζαν μορφή στην κάθε καινούργια έκδοση, γιατί όλο και τα επεξεργαζόταν, όλο τα διόρθωνε, όλο και σκάλιζε τις φράσεις, τις εκφράσεις τους.

Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν έπλασε τύπους ο Μυριβήλης, ανθρώπινους τύπους, όπως γίνεται συνήθως με τους μυθιστοριογράφους, εξόν από δυο-τρεις και προπάντων κύριο, αλλά ολοζώντανον αυτόν, τον Έλληνα στρατιώτη, όχι οποιονδήποτε στρατιώτη, μόνο τον «φαντάρο», καθώς τον έζησε ο ίδιος στο μέτωπο –και κατά τούτο υπάρχει σημαντικό αυτοβιογραφικό στοιχείο στα βιβλία του– τον «φαντάρο» με τη λεβεντιά του, την κακομοιριά του, τον ηρωισμό του, την καλωσύνη του, τις αδυναμίες του. Αυτού του «φαντάρου» τού έστησε μνημείο ο Μυριβήλης χωρίς να τον ωραιοποιήσει, όπως ήτανε στ’ αλήθεια, πάνω στην τίμια πέτρα του λόγου του. «Η Ζωή εν Τάφω» θα μείνει ορόσημο στην εξέλιξη των νεοελληνικών γραμμάτων.


Άλλοι ήρωες του Μυριβήλη είναι ο «κοντραμπαντιέρης» που στάθηκε λεβέντης στο αχάριστο έργο του, και τούτο γιατί η «κοντραμπάντα» υπήρξε για πολύν καιρό σε κείνα τα νησιά του Αιγαίου ένα είδος κλεφτουργιά ενάντια στον Τούρκο τύραννο.

Ζωντάνεψε και μερικές γυναίκες στα βιβλία του ο Μυριβήλης και πρώτη βέβαια την περίφημη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια».


Ωστόσο, δεν είναι οι ήρωες που δίνουνε τον τόνο στον καλύτερο Μυριβήλη. Είναι το κλίμα που δημιουργεί, είναι εκείνη η αίσθηση της φύσεως, εκείνη η ξέχωρη ικανότητά του να συλλαμβάνει τις λεπτομέρειες, τις αποχρώσεις, και η μοναδική τέχνη του να τις περιγράφει, να τις ζωγραφίζει, να τις χρωματίζει, να τις ζωντανεύει με τον λόγο του, τον απαράμιλλο τρόπο με τον οποίον αρπάζει στιγμές της φύσεως και τις αποδίδει με όλα τα παιγνιδίσματα, τα τρεμουλιάσματα του φωτός, τόσο που να θαρρείς ότι κράτησε μέσ’ στις σελίδες του κάτι από το λεπτότατο άρωμά τους. Εκεί βρίσκεται, εκεί κρύβεται η μυστική χάρη, η μέθη του λόγου του Μυριβήλη.

Όσες φορές δοκίμασε να ξεφύγει από τα όρια που του ήταν προδιαγραμμένα –και η κλίμακά του δεν του επέτρεπε ούτε την ποικιλία, ούτε τα πλατιά φτερουγίσματα– και θέλησε να απλωθεί ας πούμε σε αστικά θέματα ή σε θέματα προβληματισμών, ο τόνος πέφτει αυτόματα, πέφτει αισθητά και κάποια φτώχεια φανερώνεται, που σου φωνάζει: αυτό δεν είναι Μυριβήλης. Μυριβήλης είναι ο ζωγράφος της πεζογραφίας μας, ο ιμπρεσσιονιστής ζωγράφος με την πλούσια παλέτα, με την εξαίσια ευαισθησία μπρος στο παιχνίδι του φωτός και των ίσκιων.

Ο Μυριβήλης ήταν γνήσιος αιγαιοπελαγίτης, «Ίωνας» με τα όλα του. Το γράψιμό του έχει τη χάρη της θάλασσας που παίζει με τ’ ακρογιάλι, έχει και την τραχύτητα των απόκρημνων βράχων. Έτσι ήταν και ο άνθρωπος Μυριβήλης. Ένα κράμα. Γλυκός, τρυφερός, ευαίσθητος και συχνά απότομος, απόλυτος. Πίστεψε με πάθος σε ορισμένες αρχές, τις υπηρέτησε με θάρρος. Θέλω να τονίσω ίσα-ίσα το θάρρος του. Μπορεί να γελάστηκε μερικές φορές, μπορεί να παρασύρθηκε σε δρόμους που δεν ήταν γι’ αυτόν. Όμως προχώρησε ως εκεί με θάρρος, σαν άντρας, αδίσταχτα. Για τούτο κίνησε κατά καιρούς αντιπάθειες, σήκωσε πολεμικές με το σάλπισμά του – το παράταιρο ίσως. Οι συμπάθειες όμως που κίνησε, οι θαυμασμοί που γέννησε, τον ακολούθησαν σ’ ολόκληρη τη ζωή του.

Δεν είχε εύκολο χαρακτήρα ο Μυριβήλης. Καθώς είπα ήδη, ήταν απόλυτος, του έλειπε η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα, ένιωθε την ανάγκη της εξελίξεως, αλλά δεν την πετύχαινε. Είπαν ακόμα ότι ήταν σκληρός, αυτός ο γλυκός νησιώτης. Αλλά θα πούμε και εμείς γι’ αυτόν εκείνο το γνωστό: το διαμάντι είναι σκληρό, μα έχει ιριδισμούς και λάμψη.