«Με λένε Άννα από επιλογή», μου λέει.

Την Άννα την γνώρισα πριν μερικά χρόνια, πρώτα διαδικτυακά και μετά… επαγγελματικά. Χρειαζόμουν δύο κομοδίνα και μου έφερε δύο αριστουργήματα. Έτσι ξεκίνησε μια φιλία.

Μιλούσε ανοιχτά για όλα. Τον επαναπροσδιορισμό του φύλου της, τη σεξεργασία και παράλληλα έπαιρνε τηλέφωνα η μαμά της πολύ θυμωμένη γιατί την έψαχνε όλη μέρα και δεν την έβρισκε. Αλλά η ιστορία της ξεκινά με αυτήν την φράση: «Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου, μαμά;». Αυτός είναι και ο τίτλος του βιβλίου της, γιατί η κυρία Άννα Κουρουπού δε σιώπησε ποτέ.

“Η ανατροπή του όλου ισούται με επανάσταση”, θα πει. Έξι χρόνια στη Συγγρού, από πολύ μικρή, οριακή ενηλικίωση. Στα 24 προχωρά στον πολυπόθητο επαναπροσδιορισμό του φύλου της στην Καζαμπλάνκα. “Είναι η μέρα που γεννήθηκα”, λέει. Έκτοτε, η σεξεργασία συνεχίστηκε, φυσικά. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει μία τρανς γυναίκα στην Ελλάδα του ‘80, του ‘90, του οποτεδήποτε; “Τριάντα χρόνια άγομαι σε οίκους αντ-ο-χής και τα τελευταία πέντε εργαζόμουν μέσω ηλεκτρονικών αγγελιών”, λέει η Άννα.

Πλέον, τα τελευταία δύο χρόνια, αναπαλαιώνει έπιπλα, πίνακες, αναδιαμορφώνει χώρους.

Ήταν ακτιβίστρια πάντα, με πολλά άρθρα, πολλές ομιλίες και για 4 χρόνια ήταν εκτελεστικό όργανο του ΣΥΔ, του σωματείου υποστήριξης διεμφυλικών. Το 2015 με μια ιδιάζουσα -οπως την αποκαλεί- ομάδα ίδρυσαν τη Red Umbrella Athens (RUA) με στόχο την ενδυνάμωση των εργαζομένων στο σέξ (cis & tranς γυναίκες και άντρες) κοινωνικά, θεσμικά και προληπτικά για θέματα υγείας που αφορούν σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Άννα Κουρουπού: “Εμάς χρόνια τώρα μας βιάζουν και μας κακοποιούν”

Αλλά γιατί σεξεργασία. Καταρχάς, γιατί σεξεργασία και όχι “πορνεία”. “Τι άλλο θα μπορούσε να μου επιφέρει χρήματα για να ζήσω, κυρίως εκείνα τα χρόνια;
Αποτελούσε-και ακόμη δυστυχώς- επιστημονική φαντασία να εργαστεί ένα τρανς άτομο σε κάτι άλλο, εκτός από το πεζοδρόμιο.
Γαλουχήθηκε έτσι η κοινωνία και αυτή συνεχίζει το έργο της με αρωγό τις εκάστοτε κυβερνήσεις” λέει η Άννα.

Καμιά αναγνώριση

Ακριβώς επειδή οι τρανς γυναίκες ήταν καταδικασμενες στη σεξεργασία, αλλά δεν αναγνωρίζονταν ως γυναικες το 1999 περί πορνείας 2734/99 – Εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα – αντικατέστησαν τη λέξη γυναίκα (εκδιδόμενη ) με τη λέξη πρόσωπα.
“Για τις πολιτειακές ηγεσίες αυτής της χώρας,η θέση των τρανς ανθρώπων είναι εκεί. Εκεί αξίζουν να βρίσκονται. Αυτό είναι το μήνυμα. Ξεκάθαρο” εξηγεί.

Ωστόσο ο όρος σεξεργασία και ο όρος “πορνεία” είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, κάτι που παλιότερα το φεμινιστικό κίνημα αρνιόταν να δεχθεί. Η Άννα εξηγεί τις διαφορές, τις πολύ ουσιώδεις.

“Ο όρος σεξεργασία-κάτι που περήφανα λέω πως τον εντάξαμε πολύ γρήγορα και «αναίμακτα» στο δημόσιο λόγο- δηλώνει πως μιλάμε για εργασία.

Για τον οποιοδήποτε λόγο επιλέγει ένα άτομο να εργαστεί ως έτσι.
Είτε είναι η πρώτη του επιλογή είτε η τρίτη ή τέταρτη. Έχει ουσία να δοθεί έμφαση σε αυτό και σ ευχαριστώ για την ερώτηση.

Αν ένα πρόσωπο επιλέξει να δουλέψει στην σεξεργασία από το να εργαστεί ως καθαρίστρια πχ ή σερβιτόρα-ος ,για τον όποιο λόγο,είναι αυτόβουλη απόφαση.
(αναφέρομαι φυσικά σε επαγγέλματα που δεν απαιτούν πτυχίο ή άλλες ιδιαίτερες ικανότητες-όχι ότι αποκλείεται και εκεί μια τέτοια επιλογή).

Το trafficking από την άλλη δεν εμπεριέχει επιλογή. Είναι αδιανόητο κάτι τέτοιο. Μιλάμε για εκμετάλλευση κυρίως ανηλίκων από εξειδικευμένους «ανθρώπους».
Είναι ένα τεράστιο κύκλωμα που και αυτό εξελίσσεται σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Πλέον-τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο- δεν έχουν εγκλωβισμένες γυναίκες, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε ένα δωμάτιο δέκα – δέκα.
Πια κυκλοφορούν «ελεύθερες», πιόνια στις απειλές αυτών, εκβιάζοντες τες για την ασφάλεια των οικογενειών τους, με φωτογραφικό υλικό ανα πάσα στιγμή”.

Η σεξεργασία, λοιπόν, είναι κάτι που εμπεριέχει της έννοιες και της επιλογής και της αξιοπρέπειας και του δικαιώματος. Και οι σεξεργάτριες διεκδικούν και εργασιακα δικαιώματα.

Στην Ελλάδα ο νόμος περί πορνείας -και όχι σεξεργασίας- θυμίζει το πριν 100 χρόνια ποίημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη, το “Αμαρτωλό”. Διαμορφώθηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, κάτι που αναφέρεται και ως “ολυμπιακή πορνεία” και από εκεί που απαγορεύονταν οι οίκοι ανοχής στα 200 μέτρα από εκκλησίες, πλατείες, σχολεία, δημόσιες δομές, ασχαιολογικούς χώρους, στην Αθήνα ήταν αδύνατο να υπάρξουν.

Παράνομοι οίκοι ανοχής

Ετσι, το 1997 με δημοτική διάταξη ο νόμος “χαλάρωσε” για να φιλοξενήσει (sic) τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και πλέον, όπως όλα τα Ολυμπιακά ακίνητα, μας ξέμεινε κι ο νόμος… Στην πόλη υπάρχουν περί τους 600 παράνομους οίκους ανοχής.

Αλλά ο νόμος έχει ακόμη ένα πολύ ενδιαφέρον και πολύ ανατριχιαστικό στοιχείο. Απαιτεί το άτομο να είναι άγαμη. “Η πουτάνα ή παντρεμένη, δηλαδή! Είναι διαστροφικό.

Επίσης κάθε 15 μέρες εξετάσεις για ΣΜΝ ,κάθε μήνα για σύφιλη, κάθε δίμηνο για HIV. Μονίμως σε ένα νοσοκομείο. Σε ποιο άλλο επάγγελμα υπάρχει τέτοια αξίωση;
Είναι ξεκάθαρα μια στιγματιστική απαίτηση που απορρέει από άλλους αιώνες.Άλλωστε αυτή η νομοθεσία γεννήθηκε με πρόσχημα τη δημόσια υγεία στα μέσα του 17ου αιώνα.

Ότι οι πουτάνες ας πούμε είναι επικίνδυνες και όχι οι «κανονικοί» πολίτες. Λες και πλέον δεν είναι εξόφθαλμο τι κουβαλάει και φέρει αυτή η κανονικότητα. Κάθε δυο μέρες και πέφτουμε απ τα σύννεφα απ’ τους κανονικούς που παραστρατούν.

Τα δικαιώματα των ανθρώπων αφορούν όλους τους ανθρώπους. Ή έτσι θα έπρεπε να είναι”.

Τα έπιπλα

Η Άννα έζησε σε αυτήν την πραγματικότητα επί 40 χρόνια. Μέσα στην καραντίνα και καθώς τα πράγματα άλλαξαν ριζικά, της ξύπνησε μία μάλλον καταπιεσμένη εσωτερική ανάγκη για δημιουργία.

“Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μου συμβαίνει αυτό που 40 χρόνια ζήλευα από όσους είχαν αυτό το προνόμιο. Να δουλεύω σε κάτι που μου αρέσει και με κάνει να χαμογελώ. Με ένα πινέλο στο χέρι, πασαλειμμένη με χρώματα, στο πάτωμα.

Είναι πολύ νωρίς να πω πως μπορώ να βιοποριστώ από αυτό.Αν και δεν έχω άλλη πηγή εσόδων. Προσπαθώ όμως να δικτυωθώ,να με γνωρίσει ο κόσμος που χρειάζεται μια τέτοια υπηρεσία. Βλέπω- το ζω κι εγώ άλλωστε- πως είναι πολύ δύσκολες οι συγκυρίες. Για πολλούς ανθρώπους είναι πολυτέλεια κάτι τέτοιο”.

Η ιστορία της Άννας Κουρουπού, μίας πολύ όμορφης, δυνατής, μορφωμένης γυναίκας, δεν είναι ιστορίας μελό για κάποια που “σώθηκε από τα δίχτυα της πορνείας”.

Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δεν έπαψε ποτέ να αγωνίζεται ανιδιοτελώς, ακόμη και όταν έπαψε να εργάζεται στο σεξ.