ΗΠΑ: Τρομοκράτες made in USA, αλλά μόνο… εκτός αμερικανικών συνόρων
Η μία μετά την άλλη ξένες χώρες χαρακτηρίζουν τρομοκρατικές οργανώσεις τις αμερικανικές νεοφασιστικές ομάδες Proud Boys και The Base, ποινικοποιώντας τη στήριξή τους. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στις ΗΠΑ
- Αρκάς: Η καλημέρα της Κυριακής έχει γεύση από κουραμπιέδες
- Κρύο και καταιγίδες από το απόγευμα - Σε ποιες περιοχές θα χιονίσει
- Αμερικανικό μαχητικό καταρρίφθηκε κατά λάθος από αμερικανικό καταδρομικό
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
Η ανακοίνωση έγινε αθόρυβα στις 27 Ιουνίου με δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης της Νέας Ζηλανδίας. Το σκεπτικό της απόφασης διευκρινίστηκε την Πέμπτη.
Όμως δεν χρειάζεται να έχει κανείς μεγάλη φαντασία για να αντιληφθεί γιατί το Ουέλινγκτον κήρυξε «τρομοκρατική οργάνωση» τα Proud Boys των ΗΠΑ: την παραστρατιωτική νεοφασιστική οργάνωση που πρωτοστάτησε στην σοκαριστική εισβολή στο Καπιτώλιο πέρυσι στις 6 Ιανουαρίου και την οποία… πολύ αγάπησε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Η μακρινή χώρα του Ειρηνικού έχει τις δικές της νωπές μνήμες από τη δράση εξτρεμιστών υπέρμαχων της λευκής υπεροχής. Έχουν περάσει μόλις τρία χρόνια από το αιματοκύλισμα στο Κράιστσερτς, όπου ένας 29χρονος ακροδεξιός Αυστραλός άνοιξε πυρ στα τυφλά μέσα σε δύο ισλαμικά τεμένη την ώρα της μουσουλμανικής προσευχής της Παρασκευής.
Ο Μπρέντον Τάραντ σκότωσε εν ψυχρώ 51 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μεταδίδοντας τη σφαγή σε απευθείας σύνδεση μέσω Facebook. Και έγινε αυτομάτως «ήρωας» για σαλεμένους ομοϊδεάτες του ανά τον κόσμο.
Μαζί με τους Proud Boys, η αρχές του Ουέλινγκτον έβαλαν στην ίδια μαύρη λίστα και τη λιγότερο γνωστή νεοναζιστική οργάνωση The Base που «εκκολάφθηκε» στα αμερικανικά εδάφη και έχει επιχειρήσει να επεκτείνει τη δράση της μέχρι και την Αυστραλία.
Δεν ανακοινώθηκε εάν οι εν λόγω οργανώσεις έχουν παρουσία επί νεοζηλανδικού εδάφους. Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται εφεξής παράνομο για τους κατοίκους της νησιωτικής χώρας να συμμετέχουν σε αυτές, να τις χρηματοδοτούν ή να στρατολογούν για λογαριασμό τους μέλη.
Από το γραφείο της πρωθυπουργού Τζασίντα Άρντερν διευκρινίστηκε ότι αποτελεί πάγια τακτική η συχνή ενημέρωση της εγχώριας λίστας τρομοκρατικών οργανώσεων.
Κάτι που στις ΗΠΑ γίνεται μεν, πλην όμως μόνο για όσες βρίσκονται εκτός αμερικανικών συνόρων, την ώρα που ο «εχθρός εκ των έσω» διαρκώς παραμονεύει.
Ποιοι είναι οι Proud Boys
Οι Proud Boys ιδρύθηκαν το 2016 στις ΗΠΑ από τον Καναδό Γκάβιν Μακίνες, την περίοδο που ο Ντόναλντ Τραμπ είχε πάρει το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων.
Το 2020, όταν διεκδικούσε πια δεύτερη προεδρική θητεία απέναντι στον Δημοκρατικό Τζο Μπάιντεν, τους είχε ζητήσει από βήματος του πρώτου ντιμπέιτ «να είναι σε στάση αναμονής», αρνούμενος να καταδικάσει την ακροδεξιά βία.
Μόλις τρεις μήνες μετά, μέλη του νεοφασιστικού μορφώματος ήταν στην πρώτη γραμμή της εισβολής στο Καπιτώλιο, την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία επικύρωσης της εκλογικής νίκης του Μπάιντεν.
Η δράση των Proud Boys ήταν ήδη γνωστή. Υποκινούν και συμμετέχουν σε επιθέσεις πολιτικού, ρατσιστικού και θρησκευτικού μίσους. Σοβινιστές και υπέρμαχοι της οπλοχρησίας, μισογύνηδες και ομοφοβικοί, υποστηρίζουν ότι οι λευκοί άνδρες και ο δυτικός πολιτισμός βρίσκονται υπό απειλή.
Παραδόξως στην «κεφαλή» τους βρέθηκε από το 2018 ο αφροκουβανικής καταγωγής Κουβανο-αμερικανός Χένρι «Ενρίκε» Τάριο: επικεφαλής στη Φλόριντα της οργάνωσης «Λατίνοι υπέρ του Τραμπ» και, σύμφωνα με το Reuters, πρώην πληροφοριοδότης των ομοσπονδιακών και τοπικών αρχών επιβολής του νόμου την περίοδο 2012-14.
Μετά την περσινή εισβολή στο Καπιτώλιο, ο Καναδάς κήρυξε τους Proud Boys τρομοκρατική οργάνωση, οδηγώντας στη διάλυση του καναδικού παρακλαδιού τους -αν και μέλη του φέρονται να έχουν ανασυγκροτηθεί υπό το νέο (τραμπικής εμπνεύσεως) όνομα «Πρώτα ο Καναδάς».
Με την προ ημερών απόφασή της, η Νέα Ζηλανδία έγινε η δεύτερη χώρα που χαρακτηρίζει την αμερικανική νεοφασιστική ομάδα τρομοκρατική οργάνωση.
Στις ΗΠΑ πάνω από 50 μέλη των Proud Boys έχουν κατηγορηθεί ή καταδικαστεί για την εισβολή στο Καπιτώλιο, όχι όμως ως εγχώριοι τρομοκράτες.
Οι πιο βαριές κατηγορίες απαγγέλθηκαν στις αρχές Ιουνίου κατά πέντε ηγετικών στελεχών τους, συμπεριλαμβανομένου του 38χρονου Τάριο, για στασιαστική συνωμοσία.
Η δίκη τους, που έχει προγραμματιστεί για τον Αύγουστο, ορίστηκε τελικά για τον Δεκέμβριο, οπότε θα έχει ολοκληρωθεί το έργο της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για τα έκτροπα της 6ης Ιανουαρίου.
“These are white supremacist terrorist groups.”
New Zealand has listed US far-right groups Proud Boys and The Base as terrorist organisations pic.twitter.com/BZ8lcMbapJ
— TRT World (@trtworld) July 2, 2022
Ποια είναι η οργάνωση The Base
Αν και το όνομά της αποτελεί ουσιαστικά αγγλική μετάφραση της αλ-Κάιντα, πρόκειται για μια παραστρατιωτική νεοφασιστική ομάδα οπαδών της «λευκής υπεροχής» και του λεγόμενου «επιταχυντισμού».
Μιας θεωρίας βάσει της οποίας ότι ο καπιταλισμός και οι τεχνολογίες πρέπει να ωθηθούν με τη βία στα άκρα για να δημιουργηθεί ένα μετα-καπιταλιστικό μέλλον.
Έγγραφα του FBI περιγράφουν την οργάνωση The Base ως μια «φυλετικά υποκινούμενη βίαιη εξτρεμιστική ομάδα», που «επιδιώκει να επιταχύνει την πτώση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, να υποκινήσει έναν φυλετικό πόλεμο και να δημιουργήσει ένα λευκό εθνοκράτος».
Η δημιουργία της το 2018 αποδίδεται στον 48χρονο ιταλικής καταγωγής Αμερικανό Ρινάλντο Νατζάρο. Ιδιώτης εργολάβος στον τομέα ασφάλειας, έχει γραφτεί ότι στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με το FBI και το αμερικανικό Πεντάγωνο.
Στο διαδίκτυο -μέσω του οποίου γίνεται κυρίως η στρατολόγηση μελών της Base- ο Νατζάρο έχει εντοπιστεί με τα ψευδώνυμα Norman Spear και Roman Wolf να ισχυρίζεται ότι είναι πρώην αξιωματικός της CIA και βετεράνος των πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.
Παντρεμένος από το 2012 στο Μανχάταν με μια Ρωσίδα, παλαιότερες έρευνες του BBC και του Guardian αναφέρουν ότι είχε μετακομίσει στην Αγία Πετρούπολη μετά την ίδρυση της νεοναζιστικής ομάδας και ότι τη διηύθυνε έκτοτε από εκεί.
Το όνομά του έχει συνδεθεί με την αγορά μεγάλης έκτασης γης στην πολιτεία της Ουάσιγκτον ως κέντρο παραστρατιωτικής εκπαίδευσης και έδρα του μελλοντικού «λευκού εθνοκράτος».
Πέρα από τις ΗΠΑ, η νεοναζιστική ομάδα έχει πυρήνες στον Καναδά, στην Ευρώπη, στην Αυστραλία και στη Νότια Αφρική.
Υπό τη σκιά της εισβολής στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, έχει χαρακτηριστεί μέσα στον τελευταίο ενάμιση χρόνο τρομοκρατική οργάνωση από τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία και τώρα τη Νέα Ζηλανδία.
Ένα… εγκληματικό νομικό κενό στις ΗΠΑ
«Υπάρχει μια όλο και μεγαλύτερη αύξηση του λευκού εθνικισμού και των εξτρεμιστικών κινημάτων λευκής υπεροχής», είχε προειδοποιήσει από τις αρχές του 2020 ο Τζέι Ταμπ, αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής του Τμήματος Εθνικής Ασφάλειας του FBI.
Έναν χρόνο μετά έγινε η εισβολή στο Καπιτώλιο. Έκτοτε αναζωπυρώθηκε μια μακροχρόνια συζήτηση για την αναγκαιότητα ενός ομοσπονδιακού νόμου που να ποινικοποιεί την εγχώρια τρομοκρατία. Μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει…
Ενώ η αμερικανική νομοθεσία καθιστά ομοσπονδιακό έγκλημα την υποστήριξη ξένης τρομοκρατικής οργάνωσης, που επισύρει ποινή φυλάκισης έως και 20 ετών, δεν υπάρχει αντίστοιχη νομική πρόβλεψη για την γηγενή τρομοκρατική δράση στις ΗΠΑ.
Αυτή ορίζεται βάσει του ισχύοντος ομοσπονδιακού νόμου ως «βίαιες πράξεις ή επικίνδυνες για την ανθρώπινη ζωή» που «φαίνεται να έχουν σκοπό να εκφοβίσουν ή να εκβιάσουν άμαχο πληθυσμό, να επηρεάσουν την κυβερνητική πολιτική με εκφοβισμό ή εξαναγκασμό» ή «να επηρεάσουν τη συμπεριφορά μιας κυβέρνησης μέσω μαζικής καταστροφής, δολοφονίας ή απαγωγής». Ωστόσο, δεν προβλέπονται ποινικές κυρώσεις.
Ως εκ τούτου, ενώ το FBI ανοίγει τακτικά έρευνες «εγχώριας τρομοκρατίας» για επιθέσεις από ακροδεξιούς εξτρεμιστές, αναγκάζεται να βασίζεται σε άλλες διατάξεις του ποινικού κώδικα για την απαγγελία κατηγοριών, με αποτέλεσμα οι δράστες να πέφτουν στα πιο «μαλακά».
Στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορεί οι κατηγορίες να φτάσουν έως τη συνωμοσία δια της… τεθλασμένης. Εάν δηλαδή οι αρχές καταφέρουν να συνδέσουν τη δράση των συλληφθέντων με την παροχή «υλικής υποστήριξης» σε κάποια ξένη τρομοκρατική οργάνωση, όπως συνέβη πέρυσι με δύο μέλη των ακροδεξιών Boogaloo Bois.
Το νομικό αυτό πλαίσιο καθιστά πρακτικά δύσκολες έως αδύνατες τις προληπτικές συλλήψεις μελών ακραίων ομάδων όπως των Proud Boys και των Oath Keepers (έτερων πρωταγωνιστών της εισβολής στο Καπιτώλιο) ή νεοναζιστικών ομάδων, όμως της The Base και του Atomwaffen Division.
Σε άλλη μια πτυχή εν τω μεταξύ μιας βαθιάς θεσμικής κρίσης στις ΗΠΑ, ομάδες πολιτικών δικαιωμάτων και αρκετά προοδευτικά μέλη του Κογκρέσου αντιτίθενται στην προοπτική θέσπισης ενός ειδικούς νόμου υπό τον φόβο κατάχρησής του από τις δυνάμεις επιβολής της τάξης.
Έπονται τα χειρότερα;
«Θα εργαστώ για έναν εγχώριο νόμο περί τρομοκρατίας», είχε δεσμευτεί το 2020 ο Τζο Μπάιντεν κατά τη διάρκεια της τότε προεδρικής του εκστρατείας. Ενάμιση χρόνο μετά την εκλογή του στον Λευκό Οίκο και την εισβολή στο Καπιτώλιο δεν τα έχει καταφέρει…
Στο μεσοδιάστημα οι εγχώριοι τρομοκράτες αναδεικνύονται πολύ μεγαλύτερη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια, απ’ ότι οι απ’ έξω.
Κατά την Γιούτε Κλάουσεν, καθηγήτρια Διεθνούς Συνεργασίας στην έδρα Lawrence A. Wien στο Πανεπιστήμιο Brandeis της Μασαχουσέτης, οι προσπάθειες για την απαγόρευση τέτοιων ομάδων θα αντιμετωπίσουν νομικές προσφυγές και μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες.
«Μπορεί επίσης μια τέτοια στόχευση να μην είναι τόσο χρήσιμη όσο φανταζόμαστε», προειδοποιεί η ειδική σε θέματα τρομοκρατίας, καθώς «οι ομάδες μπορεί να αρχίσουν να λειτουργούν με πιο μυστικό τρόπο, όπως οι τζιχαντιστές».
Παράλληλα, παρατηρεί, «τα “γρανάζια” στον εγχώριο μηχανισμό επιβολής του νόμου κινούνται πολύ αργά». Ένα πρόσθετο εμπόδιο μπορεί επίσης να αποδειχθεί το συντηρητικής πλειοψηφίας Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, που πλέον δείχνει να εφαρμόζει κατά γράμμα την ατζέντα της υπερσυντηρητικής τραμπικής Δεξιάς.
Πολλοί τώρα φοβούνται ότι η κατηγορία για στασιαστική συνωμοσία κατά την 6η Ιανουαρίου -που μέχρι σήμερα αντιμετωπίζουν τα πέντε στελέχη των Proud Boys και δέκα μέλη των Oath Keepers- δύσκολα θα μπορέσει να αποδειχθεί στο δικαστήριο.
Η κατηγορία, εξηγεί η Δρ.Κλάουσεν, ορίζεται από την αμερικανική νομοθεσία ως βίαιες ενέργειες από δύο ή περισσότερα άτομα για την ανατροπή ή την παρεμπόδιση νόμιμων πράξεων της κυβέρνησης.
Θα πρέπει να προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι «συνωμοτούσαν για τη χρήση βίας ώστε να εμποδίσουν το Κογκρέσο να κάνει τη δουλειά του», επισημαίνει. «Η υποκίνηση μπορεί να είναι μέρος των κατηγοριών, αλλά μια απλή συζήτηση δεν αρκεί για να αποδείξει την εξέγερση».
Και «αν και τώρα πια γνωρίζουμε ότι ορισμένοι από τους υπόδικους είπαν σε άλλους να φέρουν όπλα στην Ουάσιγκτον», υπογραμμίζει, κάποιοι φρόντισαν «να άφησουν το δικό τους οπλοστάσιο στα δωμάτια του ξενοδοχείου εκείνη την ημέρα».
Μια δεύτερη… εισβολή
Με όλα αυτά ως φόντο, ουδείς από τους 800 και πλέον υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ που έχουν μέχρι σήμερα συλληφθεί σε σχέση με τα έκτροπα της 6ης Ιανουαρίου 2020 κατηγορείται για εγχώρια τρομοκρατία.
Στη συντριπτική πλειονότητα αντιμετωπίζουν κατηγορίες που κυμαίνονται από παράνομη είσοδο στο Καπιτώλιο έως επίθεση κατά αστυνομικών και απειλή κατά ζωής νομοθετών. Σε περίπου 30 έχουν απαγγελθεί κατηγορίες για συνωμοσία και σε μόλις 15 για στασιαστική συνωμοσία.
Από το σύνολο των συλληφθέντων για την εισβολή στο Καπιτώλιο, εν τω μεταξύ, τουλάχιστον 57 ήταν υποψήφιοι για δημόσια αξιώματα, σύμφωνα με έρευνα του Politico.
Αν και οι περισσότεροι δεν είχαν κάποια γνωστή σχέση με εξτρεμιστικές οργανώσεις, ένας σημαντικός αριθμός συνδέθηκε με ορισμένες εξ αυτών ή άλλες συνωμοσιολογικές ομάδες .
Και δυστυχώς οι περισσότεροι ειδικοί προβλέπουν ότι αυτές θα ενισχύσουν περαιτέρω τη δράση τους, ανεξαρτήτως από το εάν ο πολιτικά πάντα ακραίος και κενόδοξος Ντόναλντ Τραμπ θα παραμείνει ή θα εξαφανιστεί από την κεντρική πολιτική σκηνή των ΗΠΑ…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις