Ακτινογραφία μέσα στην κρίση: κίνδυνοι και πλεονεκτήματα
Τι συμβαίνει στην ελληνική οικονομία
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Αναζητώντας τα ευάλωτα σημεία της ελληνικής οικονομίας στην τρέχουσα κρίση, δεν μπορείς να μη δεις τα πλεονεκτήματα. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στη σύγχρονη οικονομική ιστορία, που προβάλλουν διά γυμνού οφθαλμού.
Το εντυπωσιακό είναι ότι πρωταγωνιστούν αυτά που αποτελούν διαχρονικές μας αδυναμίες. Μπορεί, για παράδειγμα, ο εθνικός μας «βραχνάς» να είναι το υψηλό δημόσιο χρέος, αλλά η βελτίωση του προφίλ του μετά τις αποφάσεις του καλοκαιριού του 2018 είναι αναμφισβήτητη. Κανονική ασπίδα στα δύσκολα.
Η μέση σταθμική του διάρκεια βρίσκεται εξαιρετικά υψηλά στα 18,7 έτη από 7,1 έτη που ήταν πριν από τη χρεοκοπία το 2010. Εκεί που πραγματικά είναι η μεγάλη διαφορά, τώρα που τα επιτόκια κινούνται επιθετικά ανοδικά, είναι στο ετήσιο μέσο σταθμικό επιτόκιο το οποίο διαμορφώνεται στο 1,57%, από 4,06% που ήταν το 2010 και βέβαια πολύ χαμηλότερα από επίπεδα που κινείται το 10ετές ομόλογο αναφοράς σήμερα.
Μεγάλη ποιοτική διαφορά αποτελεί και σε ποιον ανήκουν τα ομόλογα. Το 2010 το ελληνικό δημόσιο χρέος βρισκόταν στα χέρια ιδιωτών σε ποσοστό 84% και μόλις το υπόλοιπο το είχαν αγοράσει εκπρόσωποι αυτού που αποκαλούμε επίσημο τομέα.
Αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη ευαλωτότητα στις διακυμάνσεις των αγορών και κυρίως στις προσπάθειες σορταρίσματος τόσο των ίδιων των τίτλων όσο και των ασφαλίστρων κινδύνου. Αυτός ο κίνδυνος το 2022 είναι μικρότερος. Ο επίσημος τομέας, δηλαδή ευρωπαϊκές χώρες και θεσμοί, κατέχουν το 77% του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Οπως ωστόσο πολύ σωστά παρατηρούσαν σε άρθρο τους στον ot.gr οι αναλυτές τους ΕΛΙΑΜΕΠ Γ. Μανάλης και Μ. Ματσαγγάνης, «οι κίνδυνοι δεν θα πρέπει να υποτιμώνται. Οι νέες συνθήκες θέτουν την ΕΚΤ ενώπιον ενός διλήμματος. Από τη μια, οι πληθωριστικές πιέσεις την υποχρεώνουν να τερματίσει την ποσοτική χαλάρωση και να αυξήσει τα επιτόκια.
Από την άλλη, η περιοριστική νομισματική πολιτική απειλεί να υπονομεύσει την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, να επιτείνει τον κατακερματισμό της αγοράς, και να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ευρωζώνης. Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο λόγο χρέους/ΑΕΠ στην ΕΕ, άρα ο κίνδυνος για τη χώρα μας είναι μεγαλύτερος», σημείωναν.
Αυτό που επισήμαιναν οι δύο αρθρογράφοι και χρήζει μεγάλης προσοχής, ειδικά αυτό το διάστημα είναι ότι «η πρόσκαιρη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής της ΕΕ δεν δίνει άδεια για σπατάλες, ούτε βέβαια για προεκλογικού τύπου χαριστικές παροχές».
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το σημαντικό πισωγύρισμα που έγινε λόγω της πανδημίας και των δαπανών που υποχρεωτικά αυξήθηκαν, επιβαρύνοντας το δημόσιο χρέος και ανεβάζοντάς το στο 193% του ΑΕΠ από 180%, που προβλεπόταν κανονικά. Αυτός ο στόχος έχει πάει δύο χρόνια πίσω και υπολογίζεται να πιαστεί πλέον το 2023.
Εχουμε πλέον εισέλθει σε μια περίοδο, που για να βγαίνει μια χώρα από το κάδρο των άμεσων προβλημάτων, πρέπει να πετυχαίνει τους στόχους που βάζει. Πόσω μάλλον όταν τους ξεπερνά.
Στη δική μας περίπτωση εκτός της επιστροφής στα πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, στόχος που πρέπει να προστατευτεί με κάθε τρόπο από την προεκλογική περίοδο, κλειδί αναμένεται να αποτελέσει σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί η καλύτερη επίδοση του ΑΕΠ για το τρέχον έτος.
Μια ανάπτυξη κοντά στο 6% όπως πολλοί πλέον προεξοφλούν ότι μπορεί να επιτευχθεί, αλλά με όλους τους υπολογισμούς προς το καλύτερο…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις