«Οταν γράφεις στην Κούβα, δεν αποφασίζεις εσύ»
Ο πιο διάσημος κουβανός συγγραφέας μιλάει με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνική του νεότερου μυθιστορήματός του «Σαν σκόνη στον άνεμο» (εκδ. Καστανιώτη)
- «Τουλάχιστον 100 Βορειοκορεάτες στρατιωτικοί σκοτώθηκαν σε μάχες στο Κουρσκ»
- Ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ήδη εδώ – Έχει άλλη μορφή και δεν γίνεται μόνο στην Ουκρανία
- Με τι δεν είναι ικανοποιημένοι οι εργαζόμενοι - Και δεν είναι ο μισθός η μεγαλύτερη ανησυχία τους
- Μπέζος για τη βία κατά των γυναικών: Έχουν ευθύνη όλοι οι θεσμοί
Του Νίκου Κουρμούλη
Είναι από τους λογοτέχνες στους οποίους το ελληνικό κοινό δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση. Το 2011, για παράδειγμα, όταν εκδόθηκε «Ο άνθρωπος με τα σκυλιά» (Καστανιώτης, μτφ. Κώστας Αθανασίου) – για τη ζωή του Τρότσκι – το βιβλίο πέρασε γρήγορα από στόμα σε στόμα. Ισως όχι τυχαία. O σημαντικότερος σήμερα κουβανός διανοούμενος περπάτησε τον ακανθώδη δρόμο της δημόσιας κριτικής στη μακρά περίοδο Φιντέλ Κάστρο, ενώ παράλληλα δεν αποχωρίστηκε ποτέ το νησί του. Ο Παδούρα εξετάζει με την απαιτούμενη νηφαλιότητα τα μεγάλα προβλήματα και τις αντιθέσεις της χώρας του. Διαθέτει ικανή ιστορική γνώση, πολιτική κατεύθυνση και κυρίως ανατέμνει τον ψυχισμό των απλών ανθρώπων.
Με άξονα πάντα τη γενιά του (είναι 67 ετών), η οποία ήταν η πρώτη με πτυχία στην Κούβα αλλάζοντας αναγκαστικά ζωή. Στο νέο του μυθιστόρημα «Σαν σκόνη στον άνεμο» (μτφ. Κώστας Αθανασίου, Καστανιώτης), στοχάζεται βαθύτερα στα ζητήματα της εξορίας και της διασποράς. Με επίκεντρο μια ετερόκλητη παρέα φίλων, κάτοψη της κουβανικής κοινωνίας, διασχίζει τα ταραγμένα νερά της πρόσφατης ιστορίας. Ανθρωποι που θα αναμετρηθούν πολύ σκληρά με τους φόβους, τις επιθυμίες και τα απωθημένα τους και θα κινήσουν προς το άγνωστο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο Λεονάρδο Παδούρα εισέρχεται στον πολύπλοκο εαυτό τους και αφουγκράζεται από κοντά τις αγωνίες τους. Τις εσωτερικές διαμάχες και τους φόβους τους. Ο συγγραφέας που έχει τιμηθεί με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κούβας και με το μεγάλο βραβείο Πριγκίπισσα των Αστουριών, επισκέφτηκε τη χώρα μας στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ ΛΕΑ – Λογοτεχνία Εν Αθήναις.
Στην Ευρώπη έχουμε μονίμως μια εξωτική εικόνα της Κούβας. Για εσάς πού βρίσκεται η πραγματικότητα;
Στην Ευρώπη ο κόσμος βλέπει τη χώρα μου από δύο αντίθετες θέσεις, που σημαδεύονται από την πολιτική: υπάρχει μια νοσταλγική Αριστερά, η οποία βλέπει στην Κούβα το αντιιμπεριαλιστικό οχυρό της Αμερικής, και μια συντηρητική δεξιά, η οποία τη βλέπει μόνο σαν ένα χώρο βασανιστηρίων και καταστολής. Και οι δύο πλευρές μπορεί να έχουν κάποιο μικρό δίκιο, όμως ενδιάμεσα υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνθέτουν την πολύπλοκη ταυτότητα της Κούβας. Η πραγματικότητα δε την τελευταία πενταετία έχει γίνει ακόμη πιο σύνθετη. Για παράδειγμα τα οικονομικά προβλήματα από την πανδημία είναι φανερά παγκοσμίως. Αλλά ακόμη πιο έντονα στην Κούβα, μια χώρα που ζει από τον τουρισμό, όπως η δική σας, η Ελλάδα, ή η Ισπανία.
Και σε αυτό να προσθέσουμε ότι επί Τραμπ πάρθηκαν μια σειρά από μέτρα που έκαναν ακόμη πιο σκληρό το εμπάργκο των ΗΠΑ. Ετσι λοιπόν αυτά τα μεγάλα ζητήματα ήρθαν κι έπεσαν πάνω σε μια κουβανική οικονομία που βρισκόταν ήδη σε κρίση. Ο τελευταίος κύκλος της κρίσης ξεκινά ουσιαστικά από την αρχή της δεκαετίας του 1990, με την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ενωσης, κάτι που ακόμη η Κούβα δεν έχει βρει τρόπους να ξεπεράσει. Με την πανδημία, υπήρξε ιατροφαρμακευτική κάλυψη αλλά και καταστολή στον κόσμο που αντιδρά στη συνεχιζόμενη ύφεση. Μια από τις πιο σοβαρές συνέπειες της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα μου είναι η μαζική φυγή ανθρώπων στο εξωτερικό. Εχει υπολογιστεί ότι τους τελευταίους μήνες φεύγουν αυτοεξόριστοι στις ΗΠΑ χιλιάδες Κουβανοί. Και ποιοι είναι αυτοί; Οι νέοι με την υψηλότερη παιδεία. Το μέλλον της χώρας φτωχαίνει και, όπως καταλαβαίνετε, η Κούβα έχει σοβαρά πράγματα να λύσει από τα στερεότυπα.
Πώς κατασκευάσατε το τελευταίο σας μυθιστόρημα, που καταπιάνεται με την εξορία κι έχει στο επίκεντρο μια μικρή κοινότητα φίλων; Τι εκπροσωπούν για εσάς;
Αυτό το μυθιστόρημα είναι προϊόν μιας μεγάλης εμμονής. Το να ζει κανείς στην εξορία, έχοντας αυτή τη δραματική σχέση και με τον τόπο από τον οποίο προέρχεται αλλά και στον τόπο τον οποίο φτάνει, είναι κάτι που είναι παρόν στη λογοτεχνία μου πολλά χρόνια. Ομως αισθανόμουν ότι χρειαζόμουν να στοχαστώ πιο βαθιά, για ό,τι έχει ζήσει η γενιά μου. Και αυτό προσπάθησα να το δω μέσα από μια ετερόκλητη παρέα, που σκόπιμα κανείς δεν είναι συγγραφέας. Οπως επίσης δεν ήθελα κανένας από τους χαρακτήρες μου να φεύγει ευθέως για πολιτικούς λόγους. Αν και στο βάθος των αποφάσεων βεβαίως υπάρχει η πολιτική. Αναζητούσα να δω το θέμα από πολλές οπτικές γωνίες. Η εμμονή, που σας ανέφερα αρχικά, ξεκινά με την απόφαση που πήραν πολλοί φίλοι μου να ζήσουν σ’ έναν καινούργιο τόπο. Κάποια στιγμή αυτοί οι άνθρωποι έχασαν τα όνειρά τους. Zήτησαν από την εξορία ανταλλάγματα υλικής φύσεως; Nαι, μόνο που αυτό από μόνο του δεν φτάνει. Βρέθηκαν σε μια κατάσταση κατά την οποία πάντα κάτι χάνεται και εννοώ σε πνευματικό επίπεδο. Το να είσαι ξένος είναι δύσκολη υπόθεση. Δημιούργησα χαρακτήρες που έχουν μια δραματική σχέση με την πραγματικότητα, που εκφράζεται επίσης με αυτό το αίσθημα του ανήκειν στην Κούβα. Αυτό το ανήκειν είναι φυσιολογικό στον άνθρωπο. Είναι ένας καθρέφτης στον οποίο πραγματικά βλέπεις αυτό που πιστεύεις ότι θεωρείς πως είσαι. Το δραματικό είναι πως αυτός ο καθρέφτης μπορεί να σου λέει ψέματα.
Η πλοκή χαρακτηρίζεται από αμφισημία. Οι χαρακτήρες έχουν συνεχώς διπλή υπόσταση. Ολα μοιάζουν να αιωρούνται, ενώ η αλήθεια περνάει μισή από τον έναν στον άλλον. Γράφετε στην αρχή του βιβλίου, ότι «Στην Κούβα κανείς δεν λέει τα πάντα. Κι αυτό το μαθαίνεις από τη στιγμή που γεννιέσαι». Μπορείτε να μας πείτε γι’ αυτές τις πολλές ταυτότητες;
Συναντάμε τους χαρακτήρες του βιβλίου σε μια κρίσιμη καμπή τόσο για τους ίδιους όσο και για τη χώρα. Είναι η εποχή του λιμού των αρχών της δεκαετίας του ’90 και η λογική, πάνω στην οποία είχαν βασίσει τη ζωή τους οι ήρωες μέχρι τότε, σπάει σε κομμάτια. Εχουμε έναν κεντρικό χαρακτήρα, την Κλάρα, που στη διάρκεια του μυθιστορήματος θα κληθεί να κάνει πολλές αλλαγές στη ζωή της. Από μηχανικός γίνεται μια γυναίκα που αναγκάζεται να φτιάχνει γλυκά, και να τα πουλά στον δρόμο. Οι ερωτικές της σχέσεις επίσης αλλάζουν στην πορεία. Είναι κατά κάποιον τρόπο η μάνα – προστάτης που έχει απώλειες από ανθρώπους της που φεύγουν συνεχώς. Είναι ο χαρακτήρας που έχει τη μεγαλύτερη συνείδηση ως προς το ερώτημα που διαπερνά το μυθιστόρημα: Τι είναι αυτό που μας συνέβη; Διότι συνέβησαν πολλά και στο τέλος υπάρχει η αίσθηση της ήττας.
Ο άλλος πόλος του μυθιστορήματος είναι η Ελίσα που αποφασίζει να μετατραπεί σε Λορέτα. Μια γυναίκα πολύ χειριστική σε σχέση με τους άντρες, που έχει ταυτόχρονα και ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Ανάμεσα στις παλιές και νέες ταυτότητες που διαμορφώνονται, ναι, υπάρχει αυτή η αμφισημία. Οι χαρακτήρες συνέχεια αλλάζουν κατεύθυνση στη ζωή τους κάτω από το βάρος επικείμενων μεγάλων αποφάσεων. Αυτός ήταν και ο στόχος μου ευθύς εξαρχής. Χαρακτήρες σύνθετοι που εξέπλητταν κι έμενα τον ίδιο με τις επιλογές τους. Για πολλούς χαρακτήρες το τραύμα που κουβαλούν από τα παιδικά τους χρόνια είναι ο κινητήριος μοχλός της ζωής τους. Και πολλές από τις πληγές τους δεν τις ήξερα καν, τις ανακάλυψα γράφοντας το μυθιστόρημα. Από ένα σημείο κι έπειτα οι ήρωες απευθύνονται εκείνοι σε σένα και όχι το αντίθετο. Εξομολογούνται το τι είναι εφικτό και τι όχι. Το βιβλίο αυτό για μένα ήταν μια ιδιαίτερη πρόκληση.
Η διασπορά, όπως το δείχνετε στο έργο σας, είναι μια πολυδιάστατη κατάσταση. Η εξορία είναι κι ένα πνευματικό διακύβευμα. Αυτό το τραύμα που αναφέρατε πριν μπορεί να επουλωθεί ποτέ;
Κάθε εξόριστος έχει και από μια ξεχωριστή ιστορία. Αλλοι προσαρμόζονται και άλλοι όχι. Κυρίως ψάχνουν το όνειρό τους. Η εξορία σε αναγκάζει να επανεπινοήσεις τον εαυτό σου. Να προσαρμοστείς σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο. Κάποτε όταν έφτασα στο Μαϊάμι συνάντησα έναν παλιό συμφοιτητή μου. Εκείνος μου είπε πως εδώ χρειάζεται να τα μάθεις όλα από την αρχή. Στην Κούβα οι πόρτες ανοίγουν προς τα μέσα, εδώ προς τα έξω. Για παράδειγμα ο χαρακτήρας του Ιρβινγκ στο μυθιστόρημα φεύγει από την Κούβα επειδή φοβάται. Πιστεύει ότι θεραπεύτηκε από τον τρόμο, όμως εκεί, δεν βρίσκει αυτό που έψαχνε. Αυτός ο ήρωας είναι σημαντικός, γιατί είναι ο τυπικός Κουβανός: Ενώ φεύγει από την πατρίδα του, ουσιαστικά μένει εγκλωβισμένος εδώ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως κάθε κουλτούρα είναι μια σειρά από κώδικες που εγκαθιδρύονται μέσα στην Ιστορία.
Πώς βλέπετε την Κούβα στη μετά Φιντέλ Κάστρο εποχή και πώς διαγράφεται το μέλλον της χώρας κατά την άποψή σας;
Καλύτερα να επισκεφθείτε το Μαντείο των Δελφών για να ρωτήσετε το μέλλον της Κούβας. Το σίγουρο είναι πως δεν πιστεύω ότι ζούμε σε μια μετακαστρική περίοδο. Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στον κόσμο που δημιούργησαν οι εποχές Φιντέλ Κάστρο. Ολη η πραγματική οικονομία της χώρας ανήκει αποκλειστικά στο κράτος. Το απλό αυτοκίνητο κάποτε θεωρούνταν καπιταλιστική ιδιοκτησία και τώρα κοστίζει μια περιουσία. Τι ακριβώς κερδίζουμε απ’ όλα αυτά; Ο πραγματικός σοσιαλισμός βρίσκεται αλλού. Η κυβέρνηση οφείλει να περάσει άμεσα σε δομικές τομές. Πιστεύω ότι στο μέλλον θα υπάρξουν τεράστιες αλλαγές στην Κούβα. Προς ποια κατεύθυνση, θα το δούμε.
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε ως συγγραφέας και ποιος ο ρόλος της αυτολογοκρισίας στο έργο σας;
Το να γράφεις και να εκδίδεις στην Κούβα σημαίνει ότι μπαίνεις σ’ έναν μηχανισμό, όπου οι τελικές αποφάσεις δεν είναι δικές σου. Το εκδοτικό σύστημα συγκροτείται από επιχειρήσεις που συνδέονται άμεσα με θεσμούς του κράτους, γιατί από εκεί εξαρτάται αποκλειστικά η χρηματοδότησή τους. Οταν παραδίδεις ένα βιβλίο στον εκδότη σου, πρέπει να ξέρεις τα όρια, για να γίνει αποδεκτό. Οπως καταλαβαίνετε, εδώ λειτουργεί η διαδικασία της αυτολογοκρισίας ώστε να γράψεις αυτό που ξέρεις ότι έχει τύχη να εκδοθεί. Προσωπικά εδώ και είκοσι έξι χρόνια να δουλεύω με έναν ισπανικό εκδοτικό οίκο κι αυτό μου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Θεωρώ πως είμαι τυχερός γιατί έχω πει στα μυθιστορήματά μου όλα όσα χρειάστηκε να πω. Οταν τελείωσα το βιβλίο μου που λέγεται «Το μυθιστόρημα της ζωής μου» – ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στον εθνικό ποιητή της Κούβας, Χοσέ Μαρία Ερέδια – είπα στη γυναίκα μου ότι είχα μπροστά μου τρεις επιλογές: Η πρώτη ήταν να βάλω στο συρτάρι το βιβλίο και να το ξεχάσω, η άλλη ήταν να αυτολογοκριθώ και να κόψω τα «επικίνδυνα» μέρη του βιβλίου και η τρίτη επιλογή ήταν να πατήσω το «enter» και να φύγει για Βαρκελώνη. Επραξα το τρίτο. Η κριτική μου ματιά αφορά περισσότερο την ουσία του κουβανικού συστήματος. Γι’ αυτό όταν έγινε η παρουσίαση του μυθιστορήματός μου «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» (μτφ. Κώστας Αθανασίου, Καστανιώτης) στην Αβάνα, δεν πίστευα πως θα ζούσα ποτέ εκείνη τη μοναδική στιγμή. Ομως να ξέρετε πως δεν με καλούν ποτέ στην τηλεόραση, δεν υπάρχουν κριτικές για το έργο μου στις εφημερίδες και τα βιβλία μου βγαίνουν σε πολύ μικρό τιράζ. Και εδώ είναι το κομβικό σημείο. Διότι η λογοκρισία έχει πολλά πρόσωπα. Αν δεν σου υπογραμμίζουν ευθέως τι να πεις, κόβεσαι στο κομμάτι της προώθησης και της προβολής του βιβλίου. Εγώ όμως έχω επιλέξει την ελευθερία της σκέψης μου. Και θα πληρώσω οποιοδήποτε τίμημα για να συνεχίσω να γράφω.
Λεονάρδο Παδούρα, «Σαν σκόνη στον άνεμο», Μτφ. Κώστας Αθανασίου
Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 576, Τιμή 26 ευρώ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις