«Υποστήριξα το σήριαλ σα να έκανα Σαίξπηρ»
Ο εικαστικός και σκηνογράφος, με μεγάλες επιτυχίες στην τηλεόραση, μιλάει για τη διαδρομή του που ξεκίνησε στα μέσα του ’70 και τους πολύτιμους φίλους που απέκτησε στη διάρκειά της
Την τελευταία φορά στο σπίτι του εικαστικού και σκηνογράφου Ντίνου Πετράτου συναντηθήκαμε με την Κική Δημουλά για συνέντευξη και φωτογράφιση. Ηταν στην Ακρόπολη. Τώρα επισκέπτομαι τον Πετράτο στο νέο του σπίτι με βλέμμα στο Πεδίον του Αρεως.
Η φίλη του ποιήτρια και ακαδημαϊκός είναι πια φωτογραφία, ενώ και τα γυαλιά οράσεως του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη μοιάζουν έκθεμα μνήμης του επιστήθιου φίλου του. Ο Πετράτος είχε και έχει πάντα αυτή την ιδιότητα. Να συνδέεται με τους ανθρώπους, πολλούς εξ αυτών πολύ σημαντικούς, αλλά και να σχηματίζει γύρω του παρέες που το ελαφρύ, το βαθύ, το ποιοτικό ή το ευτελές να ρευστοποιούνται για την ανάγκη της μικρής κοινότητας.
Από τα μέσα του ’70 που άρχισε τη διαδρομή του στη ζωγραφική, τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία ο Πετράτος γνώρισε μεγάλα πρόσωπα που εν πολλοίς καθόρισαν και τη δουλειά του. Από εικονογραφήσεις βιβλίων μέχρι εξώφυλλα δίσκων της Τζένης Βάνου, αλλά και σκηνικά για μυθικά σίριαλ όπως οι «Τρεις Χάριτες» ή οι «Δύο ξένοι» και πολλά άλλα.
Ακατάτακτος σε γενιές και τεχνοτροπίες ο Πετράτος είναι βασικά ένας ανθρωποκεντρικός εικαστικός που μπορεί να ανασυνθέσει το πιο αμελητέο σε ιερό και το πιο κραυγαλέο σε απλό υλικό για να υπηρετήσει την ιδέα ή το όραμά του. Η συζήτηση μαζί του έχει μπόλικες ιστορίες συναντήσεων και θεάσεων.
Πού γεννηθήκατε;
Στην Κόρινθο γεννήθηκα, αλλά τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια τα έζησα στην Πάτρα. Είχαμε ένα πάρε – δώσε με την πόλη. Και τελικά έφυγα από κει στα 17 μου. Στην Πάτρα είχαμε κατάστημα με ηλεκτρικά. Οι γονείς μου δεν θέλανε να ακούσουν για ζωγραφική, τη θεωρούσαν απασχόληση για το Σαββατοκύριακο. Και με γράψανε σε μια τεχνική σχολή που λεγόταν Τριάντειος και αφού υποτίθεται πως θα αναλάμβανα το μαγαζί, δεν υπήρχε λόγος για άλλες σπουδές.
Το δεχθήκατε;
Χωρίς να τα χαλάσω μαζί τους τα βρόντηξα όλα μια μέρα. Ηρθα στην Αθήνα. Μπήκα σε μια περιπέτεια προσπαθώντας μόνος και κάνοντας διάφορες δουλειές. Δεκαετία του ’70. Είχα κάνει το στρατιωτικό μου το 1969 και έκατσε όλο μαζί και έφυγα. Στην αρχή ζούσα σε έναν φίλο. Είχα όμως την τύχη από την αρχή να δουλεύω πάνω στη ζωγραφική. Εχω κάνει μέχρι και τοιχογραφίες σε καμπαρέ στο Σύνταγμα.
Από παιδί θέλατε να ασχοληθείτε με τη ζωγραφική;
Ναι, ήταν το μόνο που με ενδιέφερε. Ζωγράφιζα πάντα. Μέσω ενός φίλου που ήταν ευκατάστατος, είχε ένα νεοκλασικό στη Βουλγαροκτόνου και με φιλοξενούσε, από σπόντα έπαιρνα διάφορες δουλειές. Για παράδειγμα, σε ένα κατάστημα με είδη δώρων στο Κολωνάκι ζωγράφιζα βάζα, καθρέφτες κ.τ.λ. Ηταν μόδα οι ζωγραφιστοί καθρέφτες. Μικροδουλειές αυτού του είδους.
Αυτοδίδακτος είστε;
Εντελώς. Το 1973 κάθεται και μια δουλειά στο θέατρο. Η πρώτη μου, μια επιθεώρηση που σατίριζε ένα σκάνδαλο της εποχής με τα κρέατα του Μπαλόπουλου. Το «Ω τι κρέας μπαμπά» (κάπως έτσι). Μετά έγινε η Μεταπολίτευση και ανέβηκε άλλη επιθεώρηση. Εκεί έκανα κοστούμια. Τα ‘χε δει ο Βαγγέλης Σειληνός και μου έκανε την πρόταση. Αρα πρώτη μου δουλειά, τότε, ήταν στο θέατρο Μινώα. Πολύ αργότερα ο Σταμάτης Φασουλής με ξαναβάζει στο θέατρο, στο Παρκ, σε μια επιθεώρηση που λεγόταν «Γελάς… Ελλάς… Αγελάς…» (1987). Ηταν τα παιδιά μετά την Ελεύθερη Σκηνή. Στην αρχή του είχα πει πως δεν μπορώ να δουλέψω γιατί κάνανε αστεία κοστούμια, έναν τσολιά με γιλέκο με παγέτες πράσινες φανταχτερές. Θα προσπαθήσω να κάνω – του είπα – φανταχτερά αλλά κομψά. Και συμφωνήσαμε. Με τον Σταμάτη κάναμε πολλές δουλειές, ακόμη και προγράμματα όπως με την Τάνια Τσανακλίδου στο Ταμπού ή μέχρι ένα εγγλέζικο έργο, το «Κλειδί για δύο». Εκεί διαφωνήσαμε, γιατί εγώ ήθελα ένα απλό αγγλικό σπίτι. Πολλά χρόνια βέβαια φίλοι και παρέα. Του χρωστώ πολλά.
Οταν ήρθατε στην Αθήνα, στα 70s, πώς ήταν το κλίμα;
Κοίτα, εγώ δεν είχα πάρει και πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου. Με γοήτευε η ιδέα να ασχοληθώ μόνο με τη ζωγραφική. Και τα κοστούμια και τα σκηνικά μού άρεσαν. Ο Σταμάτης Φασουλής με έβγαλε στο θέατρο και η Αννα Παναγιωτοπούλου με έβγαλε στην τηλεόραση, αφού έκανα τα σκηνικά στο σίριαλ «Τρεις Χάριτες», το οποίο θεωρήθηκε πολύ σημαντικό. Ερχόντουσαν άνθρωποι που λέγανε: «Είδες που σ’ το είπα, είναι σκηνικό, δεν είναι σπίτι». Το πάτωμα ήταν βαμμένο με λαδομπογιά. Λειτούργησα με τη λογική. Πως είχαμε να κάνουμε με τέσσερις γυναίκες, που φορούσαν ρούχα με χρώματα, για να λάμψουν αυτές στον χώρο έπρεπε να είναι αποφασισμένα τα χρώματα. Εναν Μώραλη είχα μόνον σαν χρώμα ας πούμε, που κάποια στιγμή μου είπε η Πέγκυ Ζουμπουλάκη να τον βγάλω γιατί τον είδε ο Γιάννης (σ.σ.: ο Μώραλης) και είπε πως δεν είναι καλό να υπάρχουν αντίγραφα. Τότε δεν υπήρχαν οι εκτυπώσεις οι σημερινές και είχα κάνει ένα έργο του ολόιδιο. Είχα κάνει κι έναν Τσαρούχη. Και όπως έγραψε ο Μάνος Στεφανίδης σε μια κριτική του «έκαναν ανταρτοπόλεμο με τα κανάλια». Οταν κλείνανε τα κανάλια την πόρτα τους στους ζωγράφους, εγώ τους έβαζα απ’ το παράθυρο μέσω των σίριαλ. Κοκκινίδη, Φασιανό, διάφορους. Ανάλογα δε με τους χαρακτήρες των σεναρίων, έβρισκα και ποιοι ζωγράφοι μπορεί να τους άρεσαν.
Ποια άλλα σίριαλ έχετε κάνει;
Πάνω από τριάντα. Το «Δις εξαμαρτείν», το «Δύο ξένοι», τα «Εγκλήματα», το «Ντόλτσε βίτα», το «Τι ψυχή θα παραδώσεις».
Δεν νιώσατε ποτέ πως κάνετε κάτι ευτελές σε σχέση με την τέχνη σας επειδή δουλέψατε στην τηλεόραση…
Οχι, ποτέ. Τα υποστήριξα όλα σαν να έκανα Σαίξπηρ. Ποτέ δεν είχα τη λογική να ξεπετάξουμε κάτι και γι’ αυτό απαιτούσα πράγματα, στον βαθμό που μπορούσα, γιατί στην τηλεόραση έχεις τον παραγωγό που θέλει οικονομία και τον σκηνοθέτη που θέλει πολλά. Και εσύ που πρέπει να ισορροπήσεις, στο θέατρο ήμουν πιο τυχερός.
Επειδή αναφέρατε τους ζωγράφους αυτούς, έχετε επηρεαστεί από κάποιους;
Πήγαινα στην ΑΣΚΤ, παρακολουθούσα λίγο γιατί οι παρέες μου ήταν τότε εικαστικοί. Η μεγάλη μου συνάντηση ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης. Με επηρέασε αλλά όχι μόνο στη ζωγραφική. Ο τρόπος της σκέψης του. Αυτό το ανακάλυψα αργότερα. Αρχικά ήταν η ζωγραφική του. Ζωγράφιζε σαν πομπηιανές τοιχογραφίες, σαν Φαγιούμ, ξεκινώντας από τα πολύ σκούρα και ανεβαίνοντας μέχρι τα πιο φωτεινά χρώματα. Αυτό με ενδιέφερε πολύ. Ο Γιάννης δεν έλεγε ποτέ «όπως είπε ο Φλομπέρ», έλεγε «όπως είπε ένας βοσκός». Το έργο του τώρα, «Η Ξεχασμένη Φρουρά», κάτι γυμνοί άνδρες που φορούν εξαρτύσεις στολής, άκου πώς βγήκε ο τίτλος: Αυτό το είδε ο τελαράς, ένας μαραγκός, και είπε πως «μα αυτό είναι σαν την ξεχασμένη φρουρά». Στρατιώτες δικοί μας που είχαν απομείνει στην Αίγυπτο και κάνανε βάρδια με ό,τι ρούχα είχαν.
Ποια άλλη συνάντηση σας καθόρισε;
Ο συλλέκτης Πιερίδης. Που έγινε συλλέκτης σιγά σιγά. Στην αρχή ήταν ένας εκκεντρικός πλούσιος. Ενας μπον βιβέρ που ταξίδευε πολύ, κυκλοφορούσε με Ρολς Ρόις. Αυτός άρχισε να με ρωτά τη γνώμη μου για κάποιες αγορές που ήθελε να κάνει. Στην αρχή δεν του άρεσε ο Τσαρούχης. Οταν του είπα να πάρει ένα έργο όπου ένας φαντάρος χορεύει ζεϊμπέκικο σε ένα νοβοπάν, σαν πόρτα, μου είπε «να τον πάρει ο Αβέρωφ, εγώ δεν έχω λόγο να πάρω έναν φαντάρο». Αργότερα, γνωρίζοντας τον Τσαρούχη, εγώ παρήγγειλα τις «Τέσσερις εποχές» που ήλθαν μεμονωμένες, όχι το ενιαίο έργο που έχει ο Δοξιάδης. Ο Πιερίδης γίνεται συλλέκτης. Το καθιστικό του στη Γλυφάδα που ήταν 1.000 τ.μ. το είχε κάνει με έπιπλα από Ιταλία, μάρμαρα, εγώ δούλευα στον χώρο και κάναμε ξεναγήσεις και τέτοια. Εκεί γίνονταν και μασκέ πάρτι, όπου έβλεπες έναν κόσμο ανακατεμένο, αλλά αφρό της εποχής.
Αισθανόσασταν λαϊκός ζωγράφος;
Κοίτα, δεν έβαλα ποτέ ταμπέλα στον εαυτό μου. Η τέχνη μου είναι σαν εύκολη γκόμενα, τη γουστάρουν πολλοί αλλά την εκτιμούν λίγοι. Η ομορφιά των ανθρώπων μου άρεσε πάντα, όχι η φθορά τους. Ανθρωποκεντρικός είμαι.
Τα ψηφιακά που επίσης κάνετε;
Αντιμετωπίζονται με έναν τρόπο υποτιμητικό. Δεν το βλέπουν σαν τέχνη. Αυτό όμως είναι ζωγραφική. Μπορεί να δουλεύεις σε υπολογιστή, αλλά με τα υλικά του ζωγράφου. Δεν θα υποκαταστήσει ποτέ την αναλογική τέχνη, αλλά θα υπάρχει παράλληλα. Πάντως αντιμετωπίζεται φιλύποπτα όλο αυτό.
Παρακολουθείτε τις νέες τάσεις;
Πάρα πολλοί νομίζουν πως η ζωγραφική είναι εφεύρεση, σαν να πρέπει να κάνουν κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ. Δεν είναι έτσι. Το θέμα είναι ο δικός σου τρόπος, να τα δεις λοξά, η δική σου γωνία λήψης.
Τι είναι η ζωγραφική;
Την έχουμε όλοι μέσα μας. Και κάποιοι κάνουν έτσι την κουρτίνα και βλέπεις αλλιώς.
Διαμορφώνεται τότε μια γενιά, εκείνα τα νεανικά σας χρόνια;
Είμαι δημιουργικά λίγο μοναχικός. Ο Αντώνης Στεφανάκος που συγκατοικούσαμε πήγε στο Παρίσι. Διάφορα παιδιά γνώρισα στο Παρίσι, όπως την Ελένη Νικοδήμου και άλλα παιδιά που σπούδαζαν εκεί. Και κάναμε παρέα. Θα σπούδαζα και εγώ εκεί, αλλά δεν μπορώ να μάθω ξένες γλώσσες με τίποτε. Βρέθηκα κάποια στιγμή με μια επιταγή που δεν μπορούσα να εξαργυρώσω με τίποτε και πήρα τηλέφωνο τον Τσαρούχη και ήλθε από το ξενοδοχείο. Το πρώτο που μου είπε: Να φύγεις από αυτό το ξενοδοχείο. Να δεις σεβασμό στο Παρίσι που είχαν στον Γιάννη.
Συνάντηση σημαντική για εσάς είναι η Ελενα Ναθαναήλ;
Βέβαια. Τη γνώρισα σε μια έκθεση στου Πιερίδη όπου είχα ένα εργάκι. Μιλούσαμε από την αρχή σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Μετά κάναμε στενή παρέα. Κάναμε ταξίδια. Οταν ο Τάσος Μητρόπουλος (σ.σ.: σύζυγος της Ελενας Ναθαναήλ) έπαιζε στη Βέροια, ανέβαινα συνέχεια. Με καλούσε σπίτι και μου έλεγε: Ελα πάνω, γιατί απ’ τα νεύρα μου έχω κάνει έξι φαγητά.
Εικονογραφείτε και εκδόσεις.
Το πρώτο που έκανα σαν εικονογράφηση ήταν για το περιοδικό «Δέντρο» του Κώστα Μαυρουδή. Του χρωστώ την πρώτη ευκαιρία να βγει η δουλειά μου σε ένα σοβαρό λογοτεχνικό περιοδικό. Τα είδε ο εκδότης Θανάσης Καστανιώτης και με ζήτησε. Και εκεί συνάντησα τον κοινό μας φίλο, συγγραφέα, επιμελητή, ποιητή, Θανάση Νιάρχο που με γνώρισε με τον Μάνο Ελευθερίου και άλλους, τον Γιάννη Κοντό, τον Γιάννη Βαρβέρη. Στην Αγκυρα έκανα όλη τη νεανική βιβλιοθήκη επίσης. Εχω κάνει του Μάνου Ελευθερίου τον «Γέρο χορευτή», της Κικής Δημουλά, τον «Δημόσιο καιρό», πάρα πολλά.
Συνδεθήκατε με όλο αυτόν τον πνευματικό κόσμο. Με τον ποιητή, κριτικό και μεταφραστή Γιάννη Βαρβέρη για παράδειγμα όπως είπατε.
Και πέθανε στα χέρια μου…
Πώς έγινε αυτό;
Ημασταν στο εστιατόριο Αγορά πίσω απ’ το Χίλτον. Κάποια στιγμή ο Γιάννης μού λέει «Θέλω να φύγω». Ημασταν παρέα εκεί μεγάλη, η Μάρθα Καραγιάννη κ.τ.λ. Πάμε να του βρω ταξί. Εξω καταλαβαίνω πως κάτι δεν πάει καλά. Θα έρθω κι εγώ, του λέω. Στη διαδρομή, καθόταν πίσω, πριν στρίψουμε στη Σόλωνος, βγάζει τα κλειδιά του, τα κουδουνίζει, γέρνει το κεφάλι του και ξεψυχά. Πάμε ολοταχώς Ευαγγελισμό. Τον σηκώσαμε και ήταν σαν να είχε φύγει το βάρος του. Κάναμε πολλή παρέα. Πηγαίναμε θέατρο μαζί. Ο Βαρβέρης είχε ένα ασύνδετο με όσα έκανε. Ημασταν σε πάρτι στην Κηφισιά και μου έλεγε «Θέλω να πιω ένα ποτό σε ένα ξενοδοχείο: σε ένα λόμπι άδειο με κουρασμένα γκαρσόνια». Πήγαινε σε μπαρ στην 3ης Σεπτεμβρίου, σε ένα σκονισμένο μαγαζί, άδειο. Του άρεσαν αυτοί οι χώροι. Ηξερε όλα τα μπουζούκια. Περνάγαμε από την Αχαρνών και ήξερε απ’ έξω τις μαρκίζες. Τους ήξερε έναν έναν. Ολα τα σκυλάδικα. Ηταν τόσο γοητευτικός όταν μίλαγε, τόσο πνευματώδης, ένα θηρίο μόρφωσης και ιδεών και όλο αυτό γύρω του ήταν ένα σκηνικό που ο ίδιος επέλεγε.
Ο Μάνος Ελευθερίου; Επίσης συνδεθήκατε μαζί του.
Στην αρχή ήταν λίγο επιφυλακτικός μαζί μου. Μέχρι που φτάσαμε στο σημείο που τηλεφωνιόμασταν δύο φορές την ημέρα, μία να μου διαβάσει κείμενα ή ποιήματά του και μία να κανονίσουμε να βγούμε. Πολύ σημαντικός. Καθημερινή παρέα. Λίγες φορές όλοι αυτοί οι σημαντικοί φίλοι ήταν όλοι μαζί. Καθένας εξ αυτών είχε μια συγκεκριμένη γλώσσα να μιλάει μαζί μου και τον μπέρδευε να είναι και άλλοι εκεί.
Η Δημουλά;
Είχε όλα τα αντιφατικά ή μπορεί να θύμωνε που δεν της τηλεφωνούσα. Πέταγε όμως μια φράση και άλλαζαν όλα. Είχε αυτή τη μαγεία. Θεία σου και δάσκαλός σου.
Με τον Τσαρούχη, τον Πιερίδη, τη Ναθαναήλ, τον Βουτσά, τον Ελευθερίου. Ολοι αυτοί γύρω σας συνιστούσαν μια ετερόκλητη, μα και ενιαία κοινότητα;
Στο σπίτι μου έπινες καφέ με μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, και με το παιδί που κλάδευε τα δέντρα.
Το ποιητικό, το εμπορικό, το ευτελές, το λαϊκό, το απλό, το ακαδημαϊκό. Ολα;
Ναι. Είναι σαν να διαβάζεις όλη μου την υπόσταση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις