Πριν από μισόν αιώνα, στις 5 Ιουλίου 1972, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 41 μόλις ετών ο λογοτέχνης Μάριος Χάκκας.

Ο Χάκκας καθιερώθηκε ως δημιουργός με τη συλλογή διηγημάτων «Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες» (1970), ένα είδος θραυσματικής αυτοβιογραφίας του συγγραφέα, που σε αρκετά σημεία φλερτάρει με τον υπερρεαλισμό.


Όσον αφορά τη θεματολογία του, ο Χάκκας, όπως έπραξαν και άλλοι αριστεροί συγγραφείς της ίδιας εποχής (Τσίρκας, Αλεξάνδρου κ.ά.), ασκεί κριτική όχι στον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά στο δογματισμό των στελεχών και του κομματικού μηχανισμού.

Ο ίδιος ο Χάκκας έλεγε: «Δε θέλω χρόνο, ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση…»


Στο τεύχος 1743 του περιοδικού «Νέα Εστία», που εκδόθηκε το Μάρτιο του 2002, περιελήφθη ένα εξαιρετικό κείμενο του βραβευμένου λάκωνος συγγραφέα Σταύρου Ζουμπουλάκη που ήταν αφιερωμένο στον Μάριο Χάκκα. Στο κείμενο αυτό, που έφερε τον τίτλο Οι «δικοί μας» και οι «άλλοι» στο έργο του Χάκκα, ο Ζουμπουλάκης έγραφε τα ακόλουθα:


Ο Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη της Φθιώτιδας και τον Ιούλιο του 1935 η οικογένειά του ήρθε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, σε ένα πλινθόκτιστο προσφυγικό σπίτι της Καισαριανής. Ζει επομένως τον πόλεμο και κυρίως την Κατοχή και τον Εμφύλιο από την προνομιακή θέση του Καισαριανιώτη· προνομιακή με την έννοια ότι του παρέχει τη δυνατότητα, θέλοντας και μη θέλοντας (στον Χάκκα βεβαίως θέλοντας), να ζήσει την κρίσιμη ιστορική περίοδο σε ένα γεωγραφικό σημείο στο οποίο παρουσίαζε πολύ μεγάλη πύκνωση και ένταση.

Μετά το τέλος του Εμφυλίου ο Χάκκας θα ζήσει, από το 1950 ως το 1969, μια ζωή που είχε όλα τα στοιχεία της βιογραφίας ενός ενεργού, οργανωμένου αριστερού:

Δυσκολία πρώτα-πρώτα, λόγω κοινωνικών φρονημάτων, να βρει δουλειά (δίνει εξετάσεις στον ΟΤΕ το 1951, αλλά δεν προσλαμβάνεται).

Έντονη πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα (μέλος της ΕΔΑ από το 1952 και εκ των ιδρυτών, την ίδια χρονιά, της Φιλοπροοδευτικής Ένωσης Νέων, ΦΕΝ, ενός πολιτιστικού συλλόγου στην Καισαριανή).

Φυλακή (το 1954 δικάζεται με τον 509 και καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια κάθειρξη, ποινή την οποία εκτίει στις φυλακές της Καλαμάτας, ένα χρόνο, και της Αίγινας τα υπόλοιπα τρία).

Μουλαράς στο στρατό (1958-1960).


Οι σχέσεις με την Αριστερά δεν ήταν ανέφελες, λένε, και σωστά μάλλον λένε, μολονότι κανείς δεν έχει προσκομίσει τεκμήρια για αυτήν τη διαφωνία ή σύγκρουση. Πάντως ορισμένα διηγήματα από τον Τυφεκιοφόρο του εχθρού (1966) την πιστοποιούν, όπως, επί παραδείγματι, «Το ζήτημα» (κριτική της ξύλινης και ανούσιας κομματικής γλώσσας), «Οι κουφοί» (ο κουφός παππούς μεταδίδει στον γιο του τις αρχές του κινήματος, ο γιος όμως είναι και αυτός κουφός και όλοι γενικώς είναι κουφοί…) ή «Η σύσκεψη» (η οποία συνεχίζεται ατέρμονα, γίνεται για να γίνεται, εγκλωβίζοντας όσους παίρνουν μέρος σε αυτήν). Όποιες πάντως και αν είναι οι συγκρούσεις, ο Χάκκας το 1964 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής (πρώτος σε σταυρούς της παράταξης που πλειοψήφησε). Το 1967 συλλαμβάνεται και κρατείται ένα μήνα στην Ασφάλεια Παγκρατίου.

Το 1969 ο Μάριος Χάκκας αρρωσταίνει από καρκίνο και η ζωή του και το έργο του παίρνουν άλλη τροπή. Τα χρόνια της αρρώστιας είναι χρόνια πυρετικής συγγραφικής δουλειάς ενός ανθρώπου που επείγεται, γιατί ξέρει πως δεν έχει περιθώρια. Τον Νοέμβριο του 1970 κυκλοφορεί Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες και το 1972, μια-δυο μέρες μετά το θάνατό του, εκδίδεται το Κοινόβιο.

Χωρίς τον Μπιντέ και το Κοινόβιο σήμερα δεν θα μιλούσαμε εδώ ή όπου αλλού για τον Χάκκα. Με το Όμορφο καλοκαίρι, ποιήματα (1965), τον Τυφεκιοφόρο του εχθρού και την Ενοχή (1971, τρία μονόπρακτα, γραμμένα το 1966 τα δύο πρώτα και το 1970 το τρίτο), θα εξασφάλιζε ασφαλώς δυο-τρεις παραγράφους σε μια ιστορία της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, αλλά δεν θα ήταν δυνατόν να γίνεται λόγος για το έργο του Χάκκα. Τώρα όμως τα πράγματα είναι ολότελα διαφορετικά· με τα δυο αυτά βιβλία συγκροτείται έργο, έργο που θα μείνει, λίγο αλλά γερό, ένα έργο που κατέχει την ολοδική του θέση στη χρυσή αλυσίδα της νεοελληνικής διηγηματογραφίας.

[…] Ο θάνατος είναι το θέμα του έργου αυτού. Δεν είναι ούτε το ΕΑΜ ούτε η Κατοχή ούτε η Αντίσταση ούτε η Καισαριανή, αλλά ο θάνατος. Όχι ο θάνατος γενικά και αόριστα ως άφευκτο τέρμα του βίου, ούτε ο θάνατος του άλλου, αλλά ο δικός του θάνατος που μετά βεβαιότητoς επίκειται  εξού και ο πρωτοπρόσωπος λόγος του Μπιντέ και του Κοινοβίου. Τον χωρίζουν από αυτόν μήνες, εβδομάδες, μέρες, ποιος ξέρει; […] Θα ήταν όμως ορθότερο, πιστεύω, να λέγαμε ότι το θέμα του Χάκκα δεν είναι ακριβώς ούτε ο θάνατος, ο δικός του, έστω, θάνατος, αλλά τι γίνεται η ζωή, η δική του ζωή, το παρελθόν της και το παρόν της, όταν ο θάνατος έχει ζυγώσει τόσο κοντά, τι όψη παίρνουν τα πράγματα όταν τα ατενίζει από απόσταση αναπνοής ο θάνατος.

Το επικείμενο τέλος οδηγεί τον σαραντάχρονο Χάκκα στην απελπισία και τον μηδενισμό.

[…]


Ο ετοιμοθάνατος όμως αυτός άνθρωπος, ο απελπισμένος μηδενιστής, […] ήταν αριστερός και μάλιστα διαμορφωμένος κατά τη δεκαετία ’40-’50 και επιπλέον η ζωή τού παίζει και ένα άλλο παιχνίδι: η θανάσιμη αρρώστια τον χτυπάει στα χρόνια της χούντας, όταν οι δοσίλογοι, κατά το λεξιλόγιο του Χάκκα, είναι στην εξουσία.

Η Αριστερά, όπως κάθε ομάδα, και δη ομάδα ιδεολογική, επιφορτισμένη με σωτηριώδη ιστορική αποστολή, χωρίζει τους ανθρώπους στους «δικούς μας» και στους «άλλους». Οι «δικοί μας» μάλιστα, στην περίπτωση ενός αριστερού πλασμένου στη δεκαετία του ’40, δεν είναι απλώς οι ομοϊδεάτες, αλλά εκείνοι με τους οποίους έχεις ζήσει σκληρές και δύσκολες στιγμές, έχεις μοιραστεί ταλαιπωρίες, διωγμούς, φυλακίσεις, έχεις δεθεί ακόμη μαζί τους με τον πανίσχυρο δεσμό του θανάτου. Όσοι για τους «άλλους» δεν είναι απλώς οι πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά οι δοσίλογοι, οι συνεργάτες των Γερμανών, οι χαφιέδες, οι βασανιστές, άνθρωποι δηλαδή με τους οποίους δεν σε χώρισαν απλώς ιδέες αλλά αίμα.

Στον Μπιντέ και το Κοινόβιο, σε αυτά τα διηγήματα της απελπισίας και του μηδενισμού, υπάρχει έντονη και κυριαρχική η παρουσία της Κατοχής και του Εμφυλίου […]. Το ερώτημα που θα θέσουμε […] είναι αν υπάρχει εξίσου έντονη και η διαχωριστική γραμμή στους από δω και στους από κει, στους δικούς μας και στους άλλους. Και αν ναι, ποιοι είναι τελικά αυτοί, ποιους θεωρεί ο Χάκκας ότι είναι οι δικοί του και οι άλλοι;

[…]


Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν εκείνοι που έχουν δίκιο και οι άλλοι που έχουν άδικο, όλοι το ίδιο είμαστε, όλοι σε ένα καζάνι βράζουμε. Όλοι το ίδιο είμαστε όχι στα μάτια του Θεού […] αλλά στην ιστορία. Καμία λοιπόν διαχωριστική γραμμή. Δεν χρειάζεται συζήτηση πόσο κολοσσιαία ανατροπή είναι αυτή, πόσο σκανδαλώδης, για έναν συγγραφέα γέννημα-θρέμμα της Αριστεράς.

[…]

Και όμως η διαχωριστική γραμμή υπάρχει. Μόνο που δεν χωρίζει εαμίτες και χίτες, αριστερούς και δεξιούς, δίκαιους και άδικους, αλλά χωρίζει την παλιά πρωτόγονη Καισαριανή (=κοινωνία και ζωή), την άγρια και γι’ αυτό αυθεντική, από τη σημερινή Καισαριανή (=κοινωνία και ζωή), την πολιτισμένη και γι’ αυτό ψεύτικη, πλαδαρή, αναυθεντική.

[…]

Εδώ χαράζει τη διαχωριστική γραμμή ο Χάκκας: από τη μια ο παράδεισος της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, άγριος και πρωτόγονος, ο αληθινός κόσμος, και από την άλλη, ο κόσμος της πτώσης, ο πολιτισμένος κόσμος του μπιντέ, του καταναλωτισμού, της αμαρτίας, ο ψεύτικος κόσμος. Η πρώτη Καισαριανή, η μυθική, η παραδείσια είναι αμετάβλητη και αναλλοίωτη, ακίνητη, είναι τελικά ο κόσμος των νεκρών.

[…]

Με αυτόν τον τρόπο, με αυτήν τη νέα διαχωριστική γραμμή, συγκροτεί ο Χάκκας ένα νέο κοινόβιο, το δικό του, όχι κοινόβιο ιδεών, πίστης, ιδανικών, αλλά κοινόβιο προσώπων, ζώντων και τεθνεώτων. Οι προνομιακοί κάτοικοι αυτού του κοινοβίου είναι, χωρίς αμφιβολία, οι νεκροί. Τους νεκρούς νοσταλγεί ο Χάκκας, τους χαμένους· ανάμεσά τους τοποθετεί ήδη τον εαυτό του.

[…]

Όσο για τους ζώντες κατοίκους του κοινοβίου του, αυτοί είναι οι φίλοι του. Το κοινό που έχουν με τους πεθαμένους είναι ότι και αυτοί, είτε συμβιβάστηκαν είτε όχι, είναι χαμένοι, διπλά και τρίδιπλα χαμένοι, τρελοί, νευρασθενείς, αλκοολικοί, απροσάρμοστοι. […]

Σταματώ εδώ. Θα ήθελα από τα παραπάνω να έχει γίνει κατανοητό πόσο άβολος συγγραφέας είναι για την Αριστερά ο Χάκκας, σε πόση αμηχανία φέρνει έναν αριστερό αναγνώστη του. Ο λόγος είναι απλός: η πρώτη ύλη των διηγημάτων του είναι αριστερή, είναι η προσφιλής στους αριστερούς ύλη, Κατοχή και Αντίσταση (δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι δεν χρησιμοποιεί πουθενά αυτήν τη λέξη), ο τρόπος όμως θεώρησης αυτής της ύλης (διάβαζε της ζωής, της κοινωνίας και της ιστορίας) απέχει από την αριστερή ιδεολογία όσο απέχει από αυτήν ο απελπισμένος ή/και ηδονιστικός μηδενισμός.