Η «Μαντάμ Σουσού» της εποχής μας
Η «Ντένη Μαρκορά» που έφυγε...
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Θα μπορούσαμε ποτέ να συμπαθήσουμε μια γυναίκα που θα έλεγε με απαξιωτική φρίκη ότι κάποια φοράει περσινά παπούτσια; Που θα αποκαλούσε τους ομοφυλόφιλους «κουδουνίστρες»; Που θα αναφερόταν σε ποσά εκατομμυρίων (έστω και δραχμών) ως «φραγκοδίφραγκα»; Που θα ήθελε να μοιράζει δεκαχίλιαρα (εντάξει, σε δραχμές) στην κηδεία κάποιου που δεν συμπαθούσε; Που θα έβριζε σκαιότατα την οικιακή βοηθό της; Θα συμπαθούσαμε ποτέ μια τέτοια γυναίκα, συνδυασμό σνομπισμού, αγένειας και κακίας; Σε καμιά περίπτωση.
Τότε γιατί αποθεώσαμε την τηλεοπτική «Ντένη Μαρκορά» από τους «Δύο ξένους» των Αλέξανδρου Ρήγα και Δημήτρη Αποστόλου (στην πραγματικότητα μετεξέλιξη του ρόλου της «Γιολάντας Ραγιά» από το «Δις εξαμαρτείν» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου); Ναι, ίσως στις μέρες μας, οι ατάκες της «Μαρκορά» – ειδικά αυτές που αναφέρονται στους γκέι – θα είχαν κάπως προσαρμοστεί στις νόρμες περί ομοφοβικού λόγου. Στις υπόλοιπες όμως θα υπήρχε οπωσδήποτε το «ζουμί» τους. Διότι, αν δεν υπήρχε αυτό, δεν θα υπήρχε και ο ρόλος.
Γιατί λοιπόν το κοινό αγάπησε τόσο την «Ντένη Μαρκορά» και, δια μέσου αυτής, την εξαιρετική ηθοποιό Ντίνα Κώνστα που την ενσάρκωσε; Και την οποία, προχθές, αποχαιρέτησε με τόση συγκίνηση πάνδημο το διαδικτυακό κοινό; Διότι ο ρόλος ήταν βουτηγμένος στο νάμα μιας καλοφτιαγμένης σάτιρας. Και η Κώνστα είχε το ταλέντο – προφανώς και την ερμηνευτική ευαισθησία – να την αναδεικνύει. Να κάνει ανεπαίσθητα διακριτή (τόσο όσο που λένε) την ταύτιση με τον ρόλο αλλά και την απόσταση από αυτόν. Μια λεπτή ισορροπία που δεν μπορούν να την υπηρετήσουν όλοι. Είναι πολλοί οι ηθοποιοί, οι εντερτέινερς, οι περφόμερς που η σάτιρα τους καταπίνει. Με αποτέλεσμα να καταγράφεται σκηνικά ως κακία και χλευασμός. Ας μην πούμε παραδείγματα. Ολοι καταλαβαίνουμε για τι και για ποιους μιλάω.
Ομως η καλή σάτιρα κάνει κάτι άλλο. Μέσω του χιούμορ, κονταίνει την απόσταση μεταξύ του αντικειμένου της και του κοινού. Συμφιλιώνει, δεν απομακρύνει. «Σάτιρα χωρίς τρυφερότητα είναι κράξιμο» θυμάμαι να λέει σε μια ιδιωτική συζήτηση κάποιος σπουδαίος σκηνοθέτης μας. Τότε είχα σκεφτεί τη Μαντάμ Σουσού και πόση τρυφερότητα είχε επενδύσει στη δημιουργία της ο Δημήτρης Ψαθάς αφού, πίσω από τον κωμικό χαρακτήρα, αναδεικνυόταν μια απόχρωση τραγικότητας. Μήπως και η «Ντένη Μαρκορά», χάρη στους συγγραφείς της αλλά και την Ντίνα Κώνστα, δεν ήταν μια «μαντάμ Σουσού» των νεότερων χρόνων;
Μέλος οικογενείας
Προχθές αποχαιρετήσαμε και μια άλλη κυρία του θεάτρου. Που δεν ήταν ηθοποιός, ούτε σκηνοθέτης, ούτε συγγραφέας. Ηταν η Νότα Κονοπίση. Η Νότα. Η «Νότα της Αλίκης». Η γυναίκα που ήταν στο πλευρό της Αλίκης Βουγιουκλάκη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και έως τον θάνατο της εθνικής μας σταρ.
Την αναφέρω ως «κυρία του θέατρου» διότι μέσα στα θέατρα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωή της – μετά την Αλίκη, ήταν στο πλευρό του Σταμάτη Φασουλή ώσπου να αποσυρθεί πια, το 2008, στα 75 της χρόνια. Πιο σωστά, μέσα στα καμαρίνια και τα παρασκήνια. Και τη θυμάμαι να μου λέει ότι από τη βουή της πλατείας, μπορούσε να υπολογίσει με ακρίβεια τον αριθμό των εισιτηρίων.
Η παρουσία της δίπλα στη Βουγιουκλάκη ήταν διακριτική αλλά σχεδόν αναπόσπαστη. Τόσα χρόνια δίπλα της, φαντάζεται κάποιος τι είδε, τι άκουσε, τι έζησε. Ποτέ δεν άνοιξε το στόμα της, ποτέ δεν έδωσε συνέντευξη και, όταν της έλεγαν να γράψει βιβλίο, γελούσε. Η Νότα ήταν κάτι σαν τον Θόδωρο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τον Μανούσο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, την Αγγελική της Μελίνας Μερκούρη. Που όταν, σε μια απογραφή, τη ρώτησαν τι ιδιότητα να γράψουν δίπλα στο όνομά της απάντησε: «Μέλος οικογενείας».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις