Απόφαση για τις αμβλώσεις: Σώματα που δεν μας ανήκουν
Με πολλούς τρόπους διαπιστώνουμε ότι τελικά τα σώματά μας δεν μας ανήκουν
Η προκλητικά μισογυνική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών που έκρινε ότι η άμβλωση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εντός του πλαισίου των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπογράμμισε ότι κάθε άλλο παρά έχουν τελειώσει οι μεγάλες συγκρούσεις για τα ανθρώπινα σώματα και τους έμφυλους ρόλους. Αποτελεί μια ακόμη σελίδα στην εντυπωσιακή αντεπίθεση όλων εκείνων που θεωρούν ότι σήμερα προέχει η επιστροφή σε σαφώς προσδιορισμένες ταυτότητες και ιεραρχίες.
Άλλωστε, το ζήτημα των αμβλώσεων ποτέ αφορούσε το «δικαίωμα στη ζωή». Αυτό ήταν ανέκαθεν η υποκριτική νομιμοποίηση – ή ακόμη και συγκάλυψη – μιας τοποθέτησης υπέρ του μη-δικαιώματος των γυναικών πάνω στο ίδιο τους σώμα. Ήταν η τοποθέτηση ότι το σώμα των γυναικών δεν τους ανήκει αποκλειστικά. Μάλιστα, η συχνή σύνδεση του ζητήματος των αμβλώσεων με το δημογραφικό (πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τη σύγκριση του εκτιμούμενου αριθμού αμβλώσεων ετησίως με την εκτιμούμενη μείωση του εθνικού πληθυσμού) επιτείνει αυτή τη διάσταση. Μόνο που αυτή η προκαταβολική άρνηση ενός πλήρους δικαιώματος πάνω στο ίδιο το σώμα συνιστά τον πυρήνα μιας συνολικής συνθήκης ανισότητας και υποτέλειας.
Γι’ αυτό και δεν περιορίζεται στο δικαίωμα στην άμβλωση. Ως «πολιτική του σώματος» συνδέεται με την αμφισβήτηση της δυνατότητας να υπάρχουν άλλες ταυτότητες πέραν από ετεροκανονιστικές, αμφισβητεί τα δικαιώματα των τρανς γυναικών και αντρών, αντιμετωπίζει αρνητικά όλες τις παραλλαγές κουίρ σεξουαλικοτήτων, επιθυμεί την επιστροφή σε μια ιδιαίτερα αυταρχική εκδοχή «κανονικότητας», και συνδέεται με άλλες μορφές έμφυλης βίας (ας θυμηθούμε πόσο συχνά οι γυναικοκτονίες έχουν να κάνουν με τις αποφάσεις γυναικών να φύγουν, δηλαδή να διεκδικήσουν τα σώματά τους να μην είναι πλέον διαθέσιμα στους συντρόφους τους). Αυτό εξηγεί γιατί αυτή η σύγκρουση, που ιστορικά παραπέμπει σε προηγούμενες φάσεις των γυναικείων διεκδικήσεων, συγκεφαλαιώνει ένα ευρύτερο πεδίο αντιπαραθέσεων γύρω από τα σώματα, τη σεξουαλικότητα και το φύλο.
Είναι εξαίρεση;
Βεβαίως θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η απόφαση αυτή συνιστά μια «εξαίρεση» σε μια συνολικότερη ιστορική τάση για διεύρυνση των δικαιωμάτων, αναγνώριση της περιπλοκότητας (και πληθυντικότητας) των έμφυλων ταυτοτήτων, αυξανόμενη αναγνώριση του προβλήματος (και απόπειρα καταπολέμησης) των μορφών έμφυλης βίας και πιο ανοιχτή συζήτηση για ζητήματα σεξουαλικότητας. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι υπάρχουν ισχυρές αντίρροπες δυνάμεις που θεωρούν ότι η επιστροφή σε μια πιο αυταρχική εκδοχή πατριαρχικής «κανονικότητας» θα μπορούσε να αποτελέσει ένα στοιχείο κοινωνικής συνοχής που θα αντέστρεφε την τρέχουσα δυναμική ενός αυξημένου κοινωνικού κατακερματισμού, αποτελώντας αντίβαρο στη διαρκή αποσαθρωτική δύναμη της αγοράς αλλά και μηχανισμό γενικευμένης πειθάρχησης (ας θυμηθούμε το τετράπτυχο δουλειά, οικογένεια, θρησκεία και οπλοκατοχή στο οποίο παραδοσιακά επενδύουν οι Ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ). Έχει ενδιαφέρον ότι αυτή η λογική ότι χρειαζόμαστε πιο σαφείς και ευδιάκριτους ρόλους ως απάντηση στην ιστορική παρακμή που συνιστά η τρέχουσα ρευστοποίησή τους ενώνει τον αμερικανικό συντηρητισμό με την τρέχουσα ρωσική ηγεσία στη ρητορική της οποίας συχνά επανέρχονται συντηρητικοί τόποι για τα ζητήματα έμφυλων ταυτοτήτων.
Όλα αυτά υπενθυμίζουν ότι σε πείσμα της υποτιθέμενης σύνδεσης της αγοράς και της διεύρυνσης της ελευθερίας, που αποτελεί αιχμή του δόρατος μιας ορισμένης «δυτικής ρητορικής», η σχέση είναι πολύ πιο άνιση. Γιατί την ίδια στιγμή που η τυπική ανισότητα μπορεί έως και να διευκολύνει τις οικονομικές μορφές που αναπαράγουν την πραγματική ανισότητα, ή που η ανεκτικότητα σε νέες ταυτότητες μπορεί να είναι και πετυχημένη διαφημιστική στρατηγική, η ίδια η αναπαραγωγή των οικονομικών μορφών αυτών αναπτύσσει εντυπωσιακές συνέργειες με την αναπαραγωγή ενός μεγάλου φάσματος από έμφυλες και σεξουαλικές (ετερο)κανονιστικότητες. Σε τελική ανάλυση, η ίδια η υπαγωγή στον καταναγκασμό της αγοράς, είτε ως κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών, είτε ως πώληση της εργασιακής δύναμης, σημαίνει, στον πυρήνα της, την αποδοχή ισχυρών σωματικών πειθαρχιών. Δηλαδή, σημαίνει την διαρκή κοινωνική παραγωγή σωμάτων έτοιμων να εργαστούν αποδοτικά, να καταναλώσουν μαζικά, να ερωτικοποιηθούν «εντός ορίων» (ακόμη και εντός μιας καταναλωτικής εκδοχής «ηδονισμού»), να διαμορφώσουν οικογένειες και φυσικά να αναπαραχθούν.
Όλα αυτά δείχνουν ότι σε τελική ανάλυση ο τρόπος που διαμορφώνεται σήμερα η κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή, οι κρατικές μορφές και ο τρόπος που παράγονται ιδεολογικά φορτισμένοι λόγοι έχουν ως επίπτωση το σώμα να μην ανήκει στα άτομα, αλλά να υπόκειται διαρκώς σε κρατικούς εξαναγκασμούς και οικονομικούς καταναγκασμούς, βιοπολιτικές πειθαρχίες και έμφυλες «κατανονιστικότητες» (συμπεριλαμβανομένης της ανάδυσης πλάι στην ηγεμονική ετερακανονιστικότητα και παραλλαγών «ομοκανονιστικότητας»), που συχνά επειδή «εσωτερικοποιούνται» βιώνονται ως επίφαση ελευθερίας και αυτοκαθορισμού. Με αυτή την έννοια, το αίτημα της χειραφέτησης παραμένει με εκνευριστική επιμονή το ίδιο: να σπάσουν όλες οι αλυσίδες που δεν επιτρέπουν στα ανθρώπινα σώματα να διαμορφώσουν σχέσεις μεγαλύτερης ισότητας, αλληλεγγύης, χαράς και τελικά ελευθερίας.
Τα κοινά νήματα της αντίστασης
Η παραδοχή ότι στη σημερινή κοινωνική και πολιτική συνθήκη καμιά, κανείς και κανένα δεν διαθέτει πλήρη κυριότητα επί του σώματος της/του, δεν υπογραμμίζει μόνο τα όρια της παραδοσιακής φιλελεύθερης σύλληψης της ελευθερίας. Δείχνει ταυτόχρονα ότι τα νήματα που συνδέουν την αντίσταση στον νέο μισογυνισμό, με τις αντιστάσεις στην ομοφοβία και την τρανσφοβία, με τις αντιστάσεις στον ρατσισμό, με τις αντιστάσεις σε αυτό που συνηθίσαμε να περιγράφουμε ως εκμετάλλευση είναι πολύ περισσότερα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις