Εχει η Δύση τις αντοχές;
Ο νέος ψυχρός πόλεμος είναι μια πραγματικότητα, επίσης όμως πραγματική είναι η ανάγκη να διασφαλιστούν η ειρηνική συνύπαρξη και η βαθμιαία εξομάλυνση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων.
Από τον φούρνο στην κατάψυξη και τανάπαλι. Αυτή την αντιφατική εικόνα συνάγει ο πολίτης που παρακολουθεί τις διεθνείς και εγχώριες αναλύσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον νέο ψυχρό πόλεμο. Τη μία η Δύση συσπειρώνεται για να αντεπεξέλθει στην πίεση των αυταρχισμών, την άλλη η Δύση διχάζεται και συμβιβάζεται με την αδυναμία της. Πίσω από αυτό το πηγαινέλα δεν βρίσκονται μόνο αναμενόμενες διαφορετικές απόψεις, αλλά και η ανησυχία για τις επιπτώσεις που έχει η παράταση του πολέμου στην εσωτερική κοινωνική και πολιτική ζωή των δυτικών χωρών.
Γι’ αυτό άλλωστε μαζί με την ανησυχία επιστρατεύεται και ο κίνδυνος της «κόπωσης». Οι δυτικοί πολίτες «κουράστηκαν» λέει από τον πόλεμο, και δυσανασχετούν από τις οικονομικές επιπτώσεις, τον πληθωρισμό, την τιμή της βενζίνης, κλπ. Θα ήθελαν ένα γρήγορο τέλος. Λογικό και επιθυμητό. Δεν τους το δίνει όμως ο Πούτιν, καθώς οι νίκες στο Ντονμπάς φαίνεται προς το παρόν να του ανοίγουν περισσότερο την όρεξη παρά να τον χορταίνουν. Δεν τους το δίνουν ούτε οι Ουκρανοί, τουλάχιστον όσο ελπίζουν ότι θα έχουν την εξοπλιστική βοήθεια της Δύσης. Και ευτυχώς είναι λίγοι οι «κουρασμένοι» Δυτικοί που φτάνουν να υποστηρίξουν ανοιχτά και απροκάλυπτα «ας κόψουμε τη βοήθεια στην Ουκρανία». Η διπλωματική προσπάθεια για ανακωχή και ειρηνική διευθέτηση είναι απαραίτητη και μακάρι να πετύχει. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι «δεν θα ταπεινώνει την Ουκρανία», για να αντιστρέψουμε τη γνωστή ρήση του Μακρόν. Διαφορετικά επιβραβεύει τον εισβολέα και ανοίγει τον ασκό του Αιόλου στο διεθνές σύστημα.
Είναι σαφές ότι οι εντάσεις στις δυτικές κοινωνίες είναι πραγματικές, και οξύνθηκαν όχι μόνο από τον πόλεμο αλλά και από τη συσσώρευση των προβλημάτων που δημιούργησαν οι προηγούμενες κρίσεις, η οικονομική του 2008 και η πανδημία του 2020. Ομως, η αναζήτηση διεξόδου από τη μεριά της Δύσης δεν μπορεί να γίνει με την επίκληση της δικής της «κόπωσης». Οχι μόνο για λόγους ηθικής αλλά και για στενά ωφελιμιστικούς λόγους. Καλλιεργεί την εντύπωση ότι η κρίση είναι πρόσκαιρη, συσκοτίζει τον μακροχρόνιο χαρακτήρα της, δεν προετοιμάζει τους πολίτες για τις δυσκολίες, και συνεπώς υπονομεύει τις ίδιες τις προσπάθειες που η Δύση πρέπει να καταβάλει ώστε να κρατηθεί στον νέο ανταγωνισμό. Πράγματι, η εισβολή του καθεστώτος Πούτιν στην Ουκρανία σηματοδοτεί μια ιστορικών διαστάσεων τομή στην παγκόσμια σκηνή. Δεν πρόκειται για μια περιστασιακή όξυνση που θα απορροφηθεί γρήγορα μετά το τέλος των μαχών, ούτε ο Κόσμος και η Ευρώπη θα επιστρέψουν στην προηγούμενη «κανονικότητα».
Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων, η κούρσα των εξοπλισμών, οι υβριδικοί πόλεμοι παντός είδους, οι εθνικισμοί και οι λαϊκισμοί θα διαμορφώνουν την παγκόσμια σκηνή για χρόνια και θα δοκιμάζουν εσωτερικά τη συνοχή των δυτικών κοινωνιών. Ξέρουμε ότι η σύγχρονη δημοκρατική πολιτική είναι μυωπική, η όρασή της είναι βραχεία, πηγαίνει συνήθως ως την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Το διακύβευμα όμως τώρα είναι μακροπρόθεσμο. Και το στοίχημα είναι αν οι δυτικές και ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες και οι ποικίλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης θα καταφέρουν να εντάξουν τη βραχεία διάρκεια του ουκρανικού πολέμου στον μακρύ χρόνο του μαραθωνίου που έχει να τρέξει η Δύση στη νέα φάση.
Η νέα σχέση της Δύσης με τον Κόσμο δεν μπορεί να είναι ούτε η επιβολή, ούτε όμως η παραίτηση λόγω «κούρασης». Θα είναι πράγματι χαμένη από χέρι η Δύση, και ειδικά η Αμερική, αν αναζητήσει τη θέση της στη νέα εποχή με οδηγό τη νοσταλγία της ισχύος που είχε στο παρελθόν. Δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα «αποκαταστήσει» ή θα «ανακτήσει» την προηγούμενη ηγεμονική της θέση, ούτε ότι θα «εξάγει τη δημοκρατία» στον υπόλοιπο Κόσμο. Αντιθέτως, έχει μειωθεί το γεωπολιτικό, οικονομικό και ιδεολογικό της βάρος. Η σημερινή παγκόσμια αβεβαιότητα και επικινδυνότητα οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην υποχώρηση της ελκτικότητας του δυτικού κόσμου και της αμερικανικής ισχύος ειδικότερα. Οι θεωρητικοί και οι ιστορικοί των κοσμοσυστημάτων της νεωτερικής εποχής έχουν υποστηρίξει ότι οι μεγάλοι πόλεμοι και οι μεγάλες αναστατώσεις εκδηλώνονται στις μεταβατικές εποχές κρίσης ηγεμονίας και δραστικής αλλαγής των διεθνών συσχετισμών. Τέτοια περίοδο περνάμε. Υπ’ αυτή την έννοια, ο οδηγός για τη Δύση δεν είναι η νοσταλγία αλλά η ομαλή προσγείωσή της σε έναν Κόσμο πολυκεντρικό.
Από την άλλη μεριά, αν η προσαρμογή γίνει υπό το κράτος της «κούρασης» ή, ακόμα χειρότερα, της παραίτησης, τότε θα πρέπει να περιμένουμε συγκρούσεις που μπροστά τους το Ουκρανικό θα είναι μικροεπεισόδιο. Ενας Κόσμος στον οποίο η Δύση θα έχει χάσει τη διαπραγματευτική της δύναμη έναντι των νέων αυταρχικών καθεστώτων θα είναι πολύ πιο σκοτεινός και αβέβαιος. Επιπλέον, η διεθνής παρουσία της Δύσης στον νέο πολυκεντρικό Κόσμο και η εσωτερική κατάσταση των δυτικών κοινωνιών αλληλοεπηρεάζονται και συνδιαμορφώνονται. Η περιπέτεια της Αμερικής είναι χαρακτηριστική. Ηρθε ο Τραμπ με το «America first», περιφρόνησε τις συμμαχίες, επιδείνωσε το διεθνές περιβάλλον χωρίς να ενισχύσει την αμερικανική παρουσία, για να καταλήξει σε μια εμφύλια πόλωση στα όρια της εθνικής διάλυσης. Αλλά και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δοκιμάζονται από ανάλογες παθογένειες. Κοντολογίς, ο κύκλος μπορεί να αποδειχτεί φαύλος: ο υποβιβασμός και ο κατακερματισμός της Δύσης ως προς τη διεθνή πολιτική θα τροφοδοτεί την εθνική αναδίπλωση, την πολιτική πόλωση και τον οικονομικό μαρασμό στο εθνικό επίπεδο.
Ο κύκλος όμως μπορεί να γίνει ενάρετος. Σε αυτή την περίπτωση, η ομαλή προσγείωση της Δύσης σε έναν πολυκεντρικό Κόσμο θα συνδυάσει την αναζωογόνηση της εσωτερικής δημοκρατικής ζωής με την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας, της εποικοδομητικής πολυμέρειας στο διεθνές σύστημα. Προϋπόθεση για να το πετύχει είναι να εξασφαλίσει την ενότητά της, πρωτίστως με τη σταθερή συνεργασία και συναντίληψη ΗΠΑ – Ευρώπης, διατηρώντας αμφότερες τις ευαισθησίες της δικής τους γεωπολιτικής θέσης και ιστορικής διαδρομής. Μια απομονωμένη και διχασμένη Αμερική θα βαδίσει με πάσα βεβαιότητα στην ιστορική παρακμή της. Και από την άλλη, ο παλαιός προοδευτικός ευρωπαϊσμός που αντιλαμβανόταν την ΕΕ σαν εναλλακτικό πόλο στην Αμερική δεν έχει πλέον αντίκρισμα στην πραγματικότητα των νέων διεθνών συσχετισμών.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν ούτε υποχωρητικότητα ούτε ψευτοειρηνισμό έναντι ακραίων επιθετικών συμπεριφορών όπως είναι ο πόλεμος του Πούτιν. Σημαίνουν όμως ότι δεν είναι μοιραίο η διεθνής πολιτική να υποταχθεί σε έναν νέο διπολισμό ΗΠΑ – Κίνας. Ο νέος ψυχρός πόλεμος είναι μια πραγματικότητα, επίσης όμως πραγματική είναι η ανάγκη να διασφαλιστούν η ειρηνική συνύπαρξη και η βαθμιαία εξομάλυνση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Υπάρχουν άλλωστε οι αντικειμενικές προϋποθέσεις. Παράλληλα με τους ανταγωνισμούς, η αλληλεξάρτηση των χωρών παραμένει πυκνή, η παγκοσμιοποίηση δεν καταρρέει όπως συχνά λέγεται, και οικουμενικές προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και ο έλεγχος των πυρηνικών εξοπλισμών γίνονται ακόμα δραματικότερες.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις