Κώστας Ουράνης: Ο ποιητής των γλαυκών δρόμων
Ευπατρίδης στη σκέψη και στην πράξη
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Τα ζώδια σήμερα: Γλύκανε μωρέ λίγο, μην είσαι σαν κακό χρόνο να'χεις
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
Νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή, στο πέρασμα από την 11η στη 12η Ιουλίου 1953, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 63 ετών ο λογοτέχνης Κώστας Ουράνης (Κώστας Νέαρχος ήταν το πραγματικό του όνομα).
Ο αρκαδικής καταγωγής Ουράνης έγραψε κατά κύριο λόγο ποιητικές συλλογές, πεζογραφήματα, δημοσιογραφικά και ταξιδιωτικά κείμενα, καθώς και χρονογραφήματα.
Λίγες μόλις ημέρες μετά το θάνατο του Ουράνη, την Τετάρτη 15η Ιουλίου 1953, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» άρθρο του Άγγελου Τερζάκη που έφερε τον τίτλο «Αποχαιρετισμός στον ταξιδευτή» και ήταν αφιερωμένο στον μεταστάντα.
Στο κείμενό του αυτό ο αείμνηστος Τερζάκης έγραφε για τον Ουράνη τα εξής:
[…]
Το περασμένο Σάββατο τη νύχτα, ο ποιητής που είχε γράψει τις «Νοσταλγίες» έκανε το καθιερωμένο πλάγιο βήμα, ξέκοψε από τη θύελλα. Τον είδαμε τη Δευτέρα το πρωί μια στιγμή μέσα στο τελευταίο του το καράβι, όταν το σκέπασμα ανασηκώθηκε κι’ άφησε ν’ αντιφεγγίσει πάνω στο πρόσωπό του για μιαν ακόμα φορά το φως του ελληνικού ουρανού. Είχε ελαφρά ανασηκωμένο το κεφάλι ο ταξιδευτής, σ’ ένα ύστατο θάλεγες λαχάνιασμα, ενώ στη μορφή του είχε κιόλας χυθεί η μακάρια, η περιπόθητη γαλήνη του ονείρου. Σ’ αυτή τη στερνή σύνθεση, λαξεμένος από την αιωνιότητα, είταν ολόκληρος ο Ουράνης: Ο καϋμός του ταξιδιού κι’ η μεταρσίωση της στιγμής που φεύγεις. Ποιος ξέρει ποιοι άνεμοι του ανοιχτού πελάγου, ποιες δροσερές, ωκεάνειες αύρες είχαν αναρρίξει έτσι τ’ ασπρισμένα του μαλλιά. Πίσω από τα σφαλιστά ματόφυλλα έβλεπε κιόλας, κρατούσε σφιγμένο ακριβά, τ’ όραμα της μακρυνής χώρας.
Αύριο, η κριτική που έχει το χρέος της αμεροληψίας, τουλάχιστον εμπρός στους νεκρούς, θα μιλήσει για το έργο του Ουράνη. Αμεροληψία χρωματισμένη ωστόσο, αναπόφευκτα, με το χρώμα του καιρού, τις δικές του τις συμβάσεις, που περνούν για μια στιγμή στα μάτια των συγκαιρινών της για κανόνες. Αδιάφορο! Το βήμα τούτο δεν είναι βήμα κριτικής, κι’ ο άνθρωπος που το κρατάει σήμερα είναι ανίκανος, σήμερα ειδικότερα, να κρίνει. Μέσα του μιλάνε συνταιριασμένες δυο φωνές: Η ευγνωμοσύνη για την αλησμόνητη εκείνη μέρα του Εθνικού Κήπου, κ’ η ολόψυχη αγάπη. Η ευγνωμοσύνη που έγινε με τον καιρό αγάπη. Δεσμός αρράγιστος. Γιατί λίγοι άνθρωποι στην αφιλόξενη τούτη εποχή είταν άξιοι ν’ αγαπηθούν όσο ο Κώστας Ουράνης.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15.7.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αν η γριά τούτη ήπειρος, λίκνο μιας απαθανατισμένης ανθρώπινης περιπέτειας που έχει τις έξοχες ομορφιές της και τις αποτροπιαστικές ασχήμιες της, τις υψηλές ώρες της και τις ταπεινές, τα φώτα και τα σκοτάδια, αν η γριά τούτη ήπειρος, λέω, αξίζει κάτι και δεν έζησε μάταια κάτω από το ιερό φως των άστρων, είναι γιατί έπλασε έναν τύπο ανθρώπου. Τον έπλασε επώδυνα, αργά, στο μάκρος αιώνων, φτιάνοντας προπλάσματα αδέξια που ύστερα τα έσπαζε, ζυμώνοντας τον πρωτόγονο πηλό άλλοτε με πυρετό κι’ άλλοτε με στυγνή καρτερία. Όμως ο ανθρώπινος αυτός τύπος τέλος δημιουργήθηκε, υπήρξε. Σε πείσμα της ενδημικής έχθρας, δικαιώθηκε κι’ εδικαίωσε την ανθρώπινη ζωή. Είναι ο Ευρωπαίος – με ό,τι πνευματικότερο, σεμνότερο, πιο μοναδικό μπορεί να περικλείνει αυτός ο όρος. Σε ώρες τρομαχτικής αμφιβολίας, ώρες μηδενισμού, η ενατένιση του τύπου αυτού, στα λιγοστά του υποδείγματα, έρχεται να μας εγκαρδιώσει, να μας στηρίξει. Πιστεύουμε στην ομορφιά της ζωής γιατί πιστεύουμε στον Ευρωπαίο άνθρωπο, πιστεύουμε στη δύναμη της ανθρωπιάς γιατί υπάρχει ο homo europaeus. Ευρωπαίος με την έννοια αυτή είταν ο Ουράνης.
Δεν θα το ξεχάσουν όσοι τον γνώρισαν. Αντιπρόσωπος μιας εποχής που ήξερε να μοχθεί δίχως να δείχνει τα δόντια, μιας ευλογημένης ώρας που θάλεγες πως οι σκοτεινές δυνάμεις ισορρόπησαν αμοιβαία εξουδετερωμένες, ο Ουράνης είχε κατακτήσει τη νηφαλιότητα εκείνη του ήθους που δεν είναι αταραξία αλλά πειθαρχημένη εσωτερική ζωή. Ευπατρίδης στη σκέψη, στην πράξη, έτρεφε τον συγκινημένο εκείνον ίμερο για κάτι απρόσιτο, μακρυνό, που διατυπώνεται στην καθημερινή γλώσσα σε «νοσταλγία». Νοσταλγός τίνος; Αδύνατο να προσδιοριστεί. Ίσως ενός προπατορικού, χαμένου παραδείσου. Η μαγεία των τόπων που ο Ουράνης εγνώρισε, έδενε μέσα του σ’ αναπόληση λυρική. Όμως οι τόποι είναι σύμβολα, σημεία όπου ο καθένας διοχετεύει το μήνυμά του. Ο άνθρωπος, όταν ευνοηθεί να ξεπεράσει το στάδιο του επιούσιου, το άγχος που αποθηριώνει, οδηγείται μοιραία σ’ αναζητήσεις πλατύτερες, σ’ έναν αόριστο όσο κι’ απαρηγόρητο πόθο του απολύτου. Η εποχή μας, για να τον εξανδραποδίσει, να τον βυθίσει αλύτρωτα στο αίσχος, επινόησε τη σαδιστική διαιώνιση της ανάγκης για αυτοσυντήρηση. Ύψωσε έτσι σε κανόνα ζωής το φανατισμό και παραμόρφωσε σε σαρκασμό το χαμόγελο. Αυτό μπορεί να είναι το δράμα μιας εποχής, δεν επιτρέπεται όμως να είναι το δράμα του ανθρώπου.
Το δικό του το δράμα, το ήπιο και γλαυκό, ο Ουράνης το εξέφρασε σ’ αρμονικούς στίχους και σε κομψό πεζό λόγο. Τα κείμενά του μπορεί να μην έχουν τη σφιχτή σύσταση άλλων συγγραφέων, κάνουν όμως λιγότερο αισθητή την προσπάθεια, την εκζήτηση, τον ιδρώτα. Ξαναδιαβάστε τα ταξίδια του. Πώς κυματίζει άνετα η φράση, τι αβίαστα που αφρίζει, ανθίζει σε εικόνες, παρομοιώσεις, λυρικές παρεκβάσεις, ευρήματα, πινελιές! Και μέσα της μια ζεστή ψυχή που αναπνέει, μια ευαισθησία άγρυπνη, ένα χαμόγελο ανάλαφρης ειρωνείας, αυτοειρωνείας, κάποτε πικραμένο, ποτέ πικρό.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15.7.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τις στήλες αυτές εδώ ο Κώστας Ουράνης τις είχε, πριν από χρόνια, ομορφήνει με το λόγο του και τιμήσει με την υπογραφή του. Εδώ πρωτοδημοσιεύτηκαν πολλές απ’ τις ωραιότερες ταξιδιωτικές εντυπώσεις του, που διαβάστηκαν άπληστα σ’ επιφυλλίδες πρώτα, αργότερα σε βιβλία. Έτσι που πορεύομαι τώρα στο μονοπάτι απ’ όπου εκείνος κάποτε πέρασε, θαρώ πως κάτι ανασαίνω ακόμα στον αέρα από το άρωμά του. Τον φαντάζομαι να μη λείπει, παρά να περιφέρει κάπου στον κόσμο την απαρηγόρητη νοσταλγία του. Η χαιρέκακη μοίρα που τον είχε καρφώσει στο κρεββάτι για να εκδικηθεί λες την αποδημητική του διάθεση, δεν μπόρεσε να τον κρατήσει από το στερνό τούτο, τ’ οριστικό ταξίδι. Ο ποιητής των γλαυκών δρόμων άνοιξε τα πανιά. Και ξεκίνησε χαράματα, με τα πουλιά του όρθρου, για την πατρίδα των μεγάλων ρεμβασμών.
Καλή του η αιώνια ώρα!
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις