«Από την παιδική μου ηλικία, διατηρώ μια αγάπη για τα πουλιά, τα κοχύλια, τα δάση και τα φυτά. Έχω πάει σε πολλά μέρη για να ψάξω για κοχύλια του ωκεανού και έχω αποκτήσει μια μεγάλη συλλογή. Έγραψα ένα βιβλίο με τίτλο Art of Birds. Έγραψα το «Bestiary», το «Seaquake» και το «The Herbalist’s Rose», που είναι αφιερωμένο στα λουλούδια, τα κλαδιά και τη φυτική ανάπτυξη. Δεν θα μπορούσα να ζήσω αποκομμένος από τη φύση. Μου αρέσουν τα ξενοδοχεία για μερικές μέρες- μου αρέσουν τα αεροπλάνα για μια ώρα- αλλά είμαι ευτυχισμένη στο δάσος, στην άμμο ή στην ιστιοπλοΐα, σε άμεση επαφή με τη φωτιά, τη γη, το νερό, τον αέρα» έλεγε o Πάμπλο Νερούδα σε μία από τις πολυδιαβασμένες συνεντεύξεις του στη Rita Guibert για το The Paris Review.

«Η αναζήτηση της πρωτοτυπίας με κάθε κόστος είναι μια σύγχρονη κατάσταση» συνεχίζει. «Στην εποχή μας, ο συγγραφέας θέλει να τραβήξει την προσοχή στον εαυτό του, και αυτή η επιφανειακή ενασχόληση παίρνει φετιχιστικά χαρακτηριστικά. Ο καθένας προσπαθεί να βρει έναν δρόμο με τον οποίο θα ξεχωρίσει, ούτε για το βάθος ούτε για την ανακάλυψη, αλλά για την επιβολή μιας ιδιαίτερης διαφορετικότητας. Ο πιο πρωτότυπος καλλιτέχνης θα αλλάξει φάσεις ανάλογα με την εποχή, την εποχή. Το μεγάλο παράδειγμα είναι ο Πικάσο, ο οποίος ξεκινάει τρέφοντας τον εαυτό του από τη ζωγραφική και τη γλυπτική της Αφρικής ή τις πρωτόγονες τέχνες, και στη συνέχεια συνεχίζει με τέτοια δύναμη μεταμόρφωσης ώστε τα έργα του, που χαρακτηρίζονται από την υπέροχη πρωτοτυπία του, μοιάζουν να είναι στάδια στην πολιτιστική γεωλογία του κόσμου».

Σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, θεωρείται ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφταλί Ρικάρντο Ρέγιες Μπασσάλτο. Στην προσωπική του ζωή αλλά και στην ποίηση, υπήρξε μια πληθωρική μορφή και θεωρούσε ότι δεν διαχωρίζεται η ποίηση από τη πολιτική. Γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου το 1904 και πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου το 1973.

Χαρακτηριστικό φως κουβαλούν τα περιβόητα ερωτικά σονέτα του.

«Με τέτοιο ερωτικό αιτιολογικό σου παραδίνω αυτήν την κεντουρία ξύλινων σονέτων, που μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους γιατί εσύ τους έδωσες ζωή». Αυτά είναι τα λόγια με τα οποία ολοκληρώνει ο σπουδαίος Χιλιανός ποιητής, Πάμπλο Νερούδα, την αφιέρωση του στη αγαπημένη του Ματίλντε Ουρρούτια στο έργο του «Εκατό ερωτικά σονέτα».

Τον Οκτώβρη του 1959 πρωτοεκδίδονται τα Εκατό ερωτικά σονέτα, τα οποία χωρίζονται στις τέσσερις φάσεις της ημέρας: πρωί, μεσημέρι, απόγευμα και νύχτα.

Τα 100 Σονέτα του Έρωτα (Cien Sonetos de Amor) γράφτηκαν για τον μεγάλο έρωτα του Νερούδα, την Ματίλντε Ουρούτια (Matilde Urrutia Cerda, Τσιγιάν -Chillán, 5 Μαϊου 1912 – Σαντιάγο, 5 Ιανουαρίου του 1985). Είναι η τρίτη σύζυγος του Πάβλο Νερούδα, από το 1966 μέχρι το θάνατό του το 1973, η οποία εργαζόταν ως φυσιοθεραπεύτρια στη Χιλή και ήταν η πρώτη γυναίκα παιδοθεραπεύτρια στη Λατινική Αμερική.

Η σχέση του ποιητή με την Ματίλντε, παράνομη αρχικά, κρατήθηκε μυστική και οι συναντήσεις τους γίνονταν στο σπίτι τους στο Σαντιάγο, το καταφύγιό τους (μουσείο σήμερα), τη La Chascona. Εκεί βρίσκεται και το διπλό πορτρέτο της Ματίλντε –έργο του Ντιέγκο Ριβέρα– όπου κρυμμένο μέσα στα κόκκινα σγουρά, ατίθασα μαλλιά της βρίσκεται το προφίλ του Νερούδα.

Photo: Wikipedia Commons

Μερικά αποσπάσματα από το έργο του:

Στην Ματίλντε Ουρούτια
Πολυαγαπημένη μου Κυρά, πολύ εδεινοπάθησα γράφοντας αυτά τα τρόπος του λέγειν σονέτα που τόσο με πόνεσαν και με δυσκόλεψαν, αλλά η ευτυχία να σου τα προσφέρω είναι μεγαλύτερη κι από έναν απέραντο κάμπο. Όταν μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία, ήξερα πολύ καλά πως οι ποιητές όλων των εποχών, με ιδιαίτερη αφοσίωση και χάρη, παράθεσαν ρίμες που καμπάνιζαν σαν ασημικά, κρύσταλλα ή ομοβροντίες κανονιών. Η αφεντιά μου, με περισσή ταπεινότητα έφτιαξε ετούτα τα σονέτα από ξύλο, τους έδωσε τον ήχο αυτής της κρουστής και ανόθευτης ύλης και έτσι πρέπει να φτάσουνε στ’ αφτιά σου. Εσύ κι εγώ, περπατώντας μέσα από δάση και τόπους αμμουδερούς, από λίμνες αθέατες, από τοπία βουτηγμένα στη στάχτη, μαζέψαμε κομμάτια από ξύλο ατόφυο ή σανίδες αργασμένες απ’ το νερό και την κακοκαιριά. Από εκείνα τα τόσο απαλά λειασμένα απομεινάρια δούλεψα με τσεκούρι, μαχαίρι και σουγιαδάκια, ετούτα τα ξυλοτεχνήματα του έρωτα και έφτιαξα μικρά σπιτάκια με δεκατέσσερεις τάβλες το καθένα για να ζήσουν εκεί μέσα τα μάτια σου που τα λατρεύω και τα υμνώ. Και τώρα που θεμέλιωσα τους λόγους του έρωτά μου, σε παραδίνω στην αιωνιότητα: Με εκατό σονέτα από ξύλο που υπάρχουνε μόνο και μόνο γιατί εσύ τους έδωσες ζωή.
Οκτώβρης του 1959

I

ΜΑΤΙΛΝΤΕ, ΑΠΟ ΑΝΘΟΣ και κρασί και πέτρα τ’ όνομά σου
από όλα όσα εδώ στη γη γεννιούνται και διαρκούνε
λέξη που αναβλύζοντας στα χείλια ξημερώνει,
κι όπου των λεμονιών το φως στο θέρος της ξεσπάει.
Σ’ ετούτο το όνομα σκαριά από ξύλο αρμενίζουν
σμάρι μπλε σκούρες πυρκαγιές τα ’χουν περικυκλώσει
τα γράμματά του από νερό σαν το βουερό ποτάμι
που ξεμπουκάρει ορμητικό στη φλογερή καρδιά μου.
Ω, όνομα που βρέθηκε στο αγιόκλημα κρυμμένο
κι άνοιξε πόρτα μυστική μιας σήραγγας και μπήκα
και βρέθηκα στ’ αρώματα ολόκληρου του κόσμου!
Ω, έλα με στόμα διάπυρο και διαπέρασέ με
σκάψε με, αν το θες κι εσύ, με αυτά τα νύχτια μάτια,
μα στο όνομά σου άσε με να πλέω και να κοιμάμαι.

XXVII

ΓΥΜΝΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ απλή όπως ένα σου χέρι,
γήινη, μικροσκοπική, διάφανη, τέλεια, λεία,
έχεις τις φεγγαρογραμμές και της μηλιάς τους δρόμους,
γυμνή είσαι λυγερόκορμη σαν το γυμνό το στάρι.
Γυμνή σαν τη νυχτιά τηςν Κούβας γαλανίζεις,
μ’ αγράμπελη κι αστέρια πλέκονται τα μαλλιά σου,
γυμνή θεόρατη είσαι με χρυσαφένιο χρώμα,
σάμπως ολόχρυση εκκλησιά λουσμένη καλοκαίρι.
Γυμνή είσαι μικρούλα σαν ένα σου νυχάκι,
λιγνή, καμπύλη, ρόδινη, ώσπου η καινούργια μέρα
να γεννηθεί κι εσύ να μπεις στα έγκατα του κόσμου
σε γαλαρία στενόμακρη με της δουλειάς τα ρούχα:
κι η λάμψη σου όλη σβήνει, φυλλορροεί ντυμένη,
κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή χέρι γυμνό θα γίνει.

XXXIV

ΕΙΣΑΙ ΚΟΡΗ ΤΗΣ θάλασσας της ρίγανης ξαδέρφη
και κολυμβήτρια με κορμί από γάργαρο νεράκι,
μαγείρισσα, ζωή στη γη το αίμα σου μεταγγίζει,
γήινα και τα χούγια σου είναι, λουλουδιασμένα.
Μες στο νερό πλέχουν τα μάτια σου κύματα ξεσηκώνουν,
χώνεις στη γη τα χέρια σου κι οι σπόροι αναπηδάνε,
κρατάς σε χώμα και νερό βαθιά τα υπάρχοντά σου
ζυμώνονται στο είναι σου σαν του πηλού το δίκιο.
Σκίζει τα τουρκουάζ νερά το σώμα σου, Ναϊάδα
κι ύστερα αναγεννημένο ανθίζει στην κουζίνα
μ’ αυτόν τον τρόπο που εσύ όλα τα φέρνεις βόλτα·
κι εντέλει στην αγκάλη μου κοιμάσαι που αποδιώχνει
μέσ’ απ’ τις σκυθρωπές σκιές, όσπρια, βοτάνια, φύκια,
τα αφρισμένα σου όνειρα, για να σε ξεκουράσει.