Δ. Ν. Μαρωνίτης: Δημοτική πολύφωνη αλλά όχι διαμελισμένη
Αμφισβητούμενα θέματα γλωσσικής συμπεριφοράς και γλωσσικής αγωγής
Στις 12 Ιουλίου 2016 απεβίωσε πλήρης ημερών ο Δημήτρης Μαρωνίτης —ευρέως γνωστός ως Δ. Ν. Μαρωνίτης—, διαπρεπής κλασικός φιλόλογος, μεταφραστής αρχαίων συγγραφέων και δοκιμιογράφος.
Χαρισματικός δάσκαλος και δεινός ερμηνευτής τόσο της αρχαίας όσο και της νέας ελληνικής γραμματείας, ο πολυγραφότατος Μαρωνίτης σφράγισε με το έργο του την εποχή του.
Ως εμβριθής μελετητής της ελληνικής γλώσσας και στοχαστής, ως συστηματικός μεταφραστής αρχαίων ελληνικών κειμένων, ως κριτικός έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και ως ακάματος αρθρογράφος, ο Μαρωνίτης κατάφερε να βρεθεί στην κορυφή των ελληνικών γραμμάτων.
Οι παρεμβάσεις του σε θέματα της γλώσσας, της λογοτεχνίας αλλά και του ελληνικού δημόσιου βίου υπήρξαν πάντα καίριες και κατά κανόνα αιχμηρές.
Μια αξιομνημόνευτη πτυχή της πολυσχιδούς δραστηριότητας του Μαρωνίτη υπήρξε η μακρόχρονη (1971-2016) και άκρως παραγωγική συνεργασία του με την ιστορική εφημερίδα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη «Το Βήμα».
Εις μνήμην του εξέχοντος θεσσαλονικέως διανοουμένου παραθέτουμε κείμενό του που είχε δημοσιευτεί στο «Βήμα» στις 25 Ιανουαρίου 1998 και έφερε τον τίτλο «Γλώσσαν νωμάν»:
Σκόπιμα έβαλα τίτλο του παρόντος κειμένου τον λογότυπο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, που αποδίδεται στον Σιμωνίδη από την Τζια: γλώσσαν νωμάν. Γιατί πιστεύω πως, με τη δυσμετάφραστη πολυσημία του, βοηθεί να βρούμε καλόν οδηγό σε αμφισβητούμενα θέματα γλωσσικής συμπεριφοράς και γλωσσικής αγωγής.
Αν, από κεκτημένη ταχύτητα, θεωρήσουμε ότι το νόημα της λέξης «γλώσσα» μάς είναι, γενικά και ειδικά, προσιτό και οικείο (πράγμα καθόλου αυτονόητο), μένει προς συζήτηση το ρήμα νωμάω, που εδώ μπαίνει σε απαρέμφατο και επέχει θέση προστακτικής. Θυμίζω ότι το νωμάω είναι της ίδιας ετυμολογικής ρίζας με το νέμω, από όπου παίρνει την πρώτη, και κυριολεκτική του, σημασία. Θα πει: «μοιράζω», λ.χ. κρασί σε ένα συμπόσιο. Η άλλη σημασία έχει να κάνει με τη ρεγουλαρισμένη κίνηση ενός εργαλείου στο χέρι μας ώστε να βρίσκει τον επιθυμητό στόχο. Στην Ιλιάδα διαβάζουμε: εν παλάμησι πελώριον έγχος ενώμα. Παραπλήσια είναι και η τρίτη σημασία, θα την έλεγα κυβερνητική: παράδειγμα, η φράση από τον Αισχύλο πόλεως οίακα νωμών αλλά και η ταυτόσημη περίπου σύσταση του Πινδάρου νώμα δικαίω πηδαλίω πόλιν. Τέλος, ενδιαφέρει και μια τέταρτη χρήση του ρήματος, μεταφορική τη φορά αυτή, η οποία σηματοδοτεί τον στοχασμό για τη γλώσσα, την επίσκεψή της· την βρίσκουμε στον Ομηρικόν Ύμνο στη Δήμητρα, ήδη στα αρχαϊκά χρόνια – με όρους της σύγχρονης γλωσσολογίας, εδώ προαναγγέλλεται η μεταγλωσσική μελέτη της γλώσσας, ο εύστοχος μεταγλωσσικός λόγος.
Με βάση λοιπόν τον λεξιλογικό αυτόν θησαυρό (που βέβαια δεν τον εξάντλησα), η φράση του Σιμωνίδη μοιάζει να λέει: μοίραζε σωστά τη γλώσσα· να την κουμαντάρεις καλά ώστε να βρίσκει τον στόχο της· να την κυβερνάς όπως ο καπετάνιος το πηδάλιο ενός πλοίου· τέλος, να την σκέφτεσαι και να την στοχάζεσαι.
I
Θα επιμείνω πρώτα στη μοιρασιά της γλώσσας, επειδή την εντολή αυτή συχνά την ξεχνούμε όταν συζητούμε τη γλωσσική μας συμπεριφορά και, κυρίως, όταν δοκιμάζουμε να βρούμε ωφέλιμους τρόπους γλωσσικής αγωγής.
Σ’ αυτό το διπλό ζητούμενο η προστακτική του Σιμωνίδη βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Μολονότι η γλώσσα είναι στη βάση της ενιαίο εκφραστικό σύστημα, στη χρήση της μοιράζεται και διαφοροποιείται. Ας πούμε πως πρόκειται για ολόκληρη σειρά από κλάσματα με κοινό παρονομαστή αλλά διαφορετικούς αριθμητές· ή για σταυρόλεξο με οριζόντιους και κάθετους συνδυασμούς.
Τούτο σημαίνει ότι διαφέρει η χρήση της γλώσσας στη νηπιακή και παιδική ηλικία· αλλάζει όταν την μιλούν και την ασκούν έφηβοι και νέοι· ακούγεται αλλιώς στο στόμα των ακμαίων και κάπως διαφορετικά στο στόμα των ωρίμων και των γερόντων. Και σε άλλη κλίμακα: άλλο πράγμα ο προφορικός και άλλο πράγμα ο γραπτός λόγος. Αλλά και στο εσωτερικό του προφορικού και γραπτού λόγου εντοπίζονται μοιρασιές: γλώσσα της ρητορικής και γλώσσα της λογοτεχνίας· γλώσσα της πολιτικής και γλώσσα της επιστήμης· γλώσσα σχολική και γλώσσα εξωσχολική.
Αυτονόητα πράγματα, θα πείτε. Επισημαίνονται εντούτοις εδώ γιατί συχνά οι διαφορές αυτές αγνοούνται, κυρίως μέσα στο σχολείο, όταν ελέγχεται η γλωσσική συμπεριφορά των μαθητών ή όταν αποφασίζονται οι τρόποι της γλωσσικής τους αγωγής. Αντ’ αυτού σπεύδουμε, αβασάνιστα και συλλήβδην, να χαρακτηρίσουμε τη γλώσσα των νέων αμήχανη, λειψή, ευτελισμένη ή και αφασική, μολονότι μέσα στο σχολικό περιβάλλον δεν γίνεται καμιά συστηματική προσπάθεια να μοιραστεί σωστά η γλώσσα στις οριζόντιες και κάθετες διαιρέσεις της που υποδήλωσα.
Από την άλλη όμως μεριά θα ήταν λάθος καταστατικό να στεγανοποιηθούν οι γλωσσικές διαφορές, σάμπως να είναι κλειστά και αυτόνομα γλωσσικά συστήματα οι διαφορετικοί μεταξύ τους γλωσσικοί κώδικες. Ακόμη και η διάκριση προφορικού και γραπτού λόγου δεν πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να θεωρείται ριζική, αν θέλουμε να μην απομονωθεί και να μη στεγνώσει η γραπτή μας έκφραση. Το ίδιο ισχύει για τις συγγενικές σχέσεις σχολικού και εξωσχολικού λόγου, προσωπικού και συλλογικού, λαϊκού και λόγιου, αυστηρού και ελευθέριου. Θέλω να πω ότι: η μοιρασιά της γλώσσας καθόλου δεν σημαίνει και διαμελισμό της. Κάπου και κάπως θα πρέπει οι ιδιόλεκτοι κώδικες να επικοινωνούν μεταξύ τους. Έτσι φτάνουμε στον κεντρικό στόχο της γλωσσικής συμπεριφοράς και της γλωσσικής αγωγής: στον επικοινωνιακό δηλαδή προορισμό της γλώσσας, που επιτρέπει και ευνοεί την αμοιβαία συνεννόηση μέσα από τις νόμιμες ή και επιβεβλημένες γλωσσικές διαφορές.
Αλλά και στο σημείο τούτο χρειάζεται προσοχή, γιατί η επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας μπορεί να καταντήσει σκόπιμη και παραπλανητική μυθολογία. Φρονιμότερο είναι να ξεκινούμε με την προϋπόθεση ότι η γλωσσική επικοινωνία διαβαθμίζεται και κυμαίνεται ανάμεσα σε ένα μίνιμουμ, μέντιουμ και μάξιμουμ· ανάλογα και με το είδος λόγου που προφέρουμε κάθε φορά, για να εκφράσουμε τη σκέψη και τα συναισθήματά μας. Ή για να το πω αλλιώς: ενιαία στη βάση της και μοιρασμένη στην επιφάνειά της η γλώσσα, δείχνει συγχρόνως τα επικοινωνιακά της όρια· αφήνοντας περιθώριο ακόμη και για τη σιωπή, που είναι το εκφραστικό της αντίβαρο.
Φτάνοντας στην υπερβολή, θα προσέθετα ακόμη ότι: μολονότι κάθε γλώσσα είναι συστηματικά οργανωμένη (στο λεξικό, φωνητικό και γραμματικό της μέρος) δίνει, κατ’ εξαίρεση έστω, το δικαίωμα στους ομιλητές της ακόμη και να την απορρυθμίσουν, στο ένα ή στο άλλο κεφάλαιό της. Όπως κατά περίπτωση, κάποτε και από διαστροφική διάθεση, ξεβιδώνουμε ένα ρολόι για να μάθουμε πώς λειτουργεί. Έτσι η μοντερνιστική λογοτεχνία και οι μεταμοντέρνες της εκβλαστήσεις συχνά κινήθηκαν και κινούνται σ’ αυτό το κάπως ολισθηρό έδαφος, για να φέρουν στο φως μια φαινομενική αντίφαση: πώς η ρυθμισμένη γλώσσα αποκαλύπτει τον εσωτερικό της μηχανισμό και μέσα από τη δοκιμαστική της απορρύθμιση. Οι ριψοκίνδυνες αυτές δοκιμές δεν πρέπει να μας τρομάζουν, φτάνει να αντιστοιχούν σε πραγματικές εκφραστικές μας ανάγκες, στην αγωνία μας να πούμε ακόμη και το ανείπωτο.
II
Μ’ αυτούς τους όρους προχωρώ στο δεύτερο ζητούμενο, το οποίο συχνά πυκνά (τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο) υποβάλλεται ή και προβάλλεται ως δίλημμα: γλωσσική μονοφωνία ή γλωσσική πολυφωνία; Το προκείμενο δίλημμα φιλοδοξεί να επηρεάσει όλα τα γλωσσικά επίπεδα: το λεξιλόγιο, τη φωνολογία, το τυπικό και τη σύνταξη της γλώσσας· και, πιο πέρα, το ύφος και το ήθος της.
Θα γίνω συγκεκριμένος και κάπως αγοραίος. Κάποιοι κατηγορούν τους δημοτικιστές πως αποκλείουν αυθαίρετα λογιότερες τροπές της γλώσσας μας· πως θεσπίζουν και εφαρμόζουν λαϊκότροπους κανόνες· σάμπως η γλώσσα να έχει μία και μόνον ρίζα· αγνοώντας την ιστορική της παράδοση και τα λογιότερα κείμενά της. Αποτέλεσμα: μια ανελαστική, ξύλινη δημοτική, με περιοριστικούς κανόνες, που την φασκιώνουν και τελικώς την παραμορφώνουν. Το ζήτημα αυτό είναι πράγματι σοβαρό και θέλει ψάξιμο· υπό τον όρο όμως ότι δεν κρυβόμαστε μεταξύ μας για άλλους λόγους, που δεν έχουν άμεση σχέση με τη γλώσσα, τη γλωσσική συμπεριφορά και την όποια γλωσσική αγωγή ασκείται μέσα και έξω από το σχολείο.
Αλλά και εδώ η προστακτική εντολή του Σιμωνίδη μάς βοηθεί πιστεύω να λύσουμε το, γνήσιο ή πλαστό, τούτο δίλημμα. Εννοείται το σχήμα που υπαινίχθηκα προηγουμένως: η γλώσσα έχει την κοινή της βάση, αλλά μοιράζεται στην επιφάνειά της, ανάλογα με το γένος και το είδος λόγου που κάθε φορά προφέρουμε ή γράφουμε. Τούτο σημαίνει απλούστερα: δημοτική πολύφωνη αλλά όχι διαμελισμένη· δημοτική σε κλάσματα με κοινό παρονομαστή αλλά διαφορετικούς αριθμητές· οι οποίοι όμως ορίζονται εξ αντικειμένου και δεν ανατρέπουν το βασικό σύστημα της γλώσσας μας, που την λέμε και «γλώσσα μητρική» παραπέμποντας στον γενετικό αυτοματισμό της.
Δεν θέλω εδώ να μπω σε λεπτομέρειες. Είναι ωστόσο προφανές ότι θα πούμε ύδωρ στην ιδιόλεκτο της φυσικής και της χημείας ή, αν θέλουμε να θυμηθούμε τη φράση της Καινής Διαθήκης, ύδωρ ζωής. Σ’ όλες τις άλλες όμως περιπτώσεις μάς φτάνει και μας περισσεύει η λέξη «νερό» και το υποκοριστικό «νεράκι», όποτε η ανομβρία ή η αρμόδια υπηρεσία μάς το στερούν.
III
Οι σχέσεις γλώσσας και ιδεολογίας αποτελούν πρόβλημα που δεν επιδέχεται, κατά τη γνώμη μου, μονόπλευρη λύση· είτε προς το όριο της απόλυτης διάζευξης είτε προς το αντίθετο άκρο της παραμορφωτικής ταύτισης. Τούτο σημαίνει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η υπέρβαση της εμπλοκής δεν πρέπει να αναζητείται μήτε στο σχήμα του αδιάλυτου γάμου μήτε και του βίαιου διαζυγίου.
Γιατί, απλοποιώντας κάποιος τους όρους του προβλήματος, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι: η γλώσσα, ως προς τα σημαίνοντά της (τη συμβατική δηλαδή σημειολογία της), είναι εξ ορισμού ιδεολογικά ουδέτερη. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα σημαινόμενά της, τα οποία καθ’ οδόν επιβαρύνονται, περισσότερο ή λιγότερο, με κάποιο ιδεολογικό φορτίο, οφειλόμενο στις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες ή και σε διαχρονικές ανθρωπολογικές επιλογές.
Η ιδεολογική αυτή επιβάρυνση ελέγχεται κυρίως στις παθογόνες αφηρημένες έννοιες. Παράδειγμα η λέξη «πατρίδα» ή και η λέξη «φιλότιμο». Αλλά ακόμη και κάποια πραγματολογικά σήματα της γλώσσας κουβαλούν το δικό τους ιδεολογικό φορτίο: λ.χ. η λέξη «ψωμί», όταν μάλιστα συντάσσεται στη φράση «ψωμί – παιδεία – ελευθερία».
Το ζητούμενο επομένως είναι όχι να διαγράψουμε εντελώς την ιδεολογία ως μεταγλωσσικό συντελεστή, αλλά πώς θα την αντιμετωπίσουμε: ανεξέλεγκτα ή ελεγκτικά; με βάση τις ιδεολογικές μας προκαταλήψεις ή τα μέτρα της γλωσσολογικής επιστήμης – κυρίως, αλλά όχι μόνον, της κοινωνιογλωσσολογίας; Πρόκειται για δύο διαμετρικά αντίθετες μεθόδους: η μία συσκοτίζει τη γνώση της γλώσσας· η άλλη την διαυγάζει.
Στον τόπο μας, για λόγους εθνικών και πολιτικών συγκυριών, εφαρμόστηκε, ομολογημένα ή ανομολόγητα, προπαντός η πρώτη μέθοδος· η οποία έχει στο μεταξύ παραγάγει αναγνωρίσιμα ιδεολογήματα γύρω από την ελληνική γλώσσα. Άλλα από αυτά οφείλονται σε εσωτερικές τριβές της γλωσσικής και εθνικής μας κοινότητας, ενώ άλλα προέκυψαν και προκύπτουν από τις υποχρεωτικά ανταγωνιστικές σχέσεις μας με ισχυρότερες γλωσσικές και εθνικές κοινότητες που μας περιβάλλουν.
Δεν είναι της ώρας να εξειδικευθούν, καν να επιγραφούν, όλες οι ιδεολογικές εμπλοκές που δοκίμασαν και δοκιμάζουν ακόμη τη γλωσσική μας συμπεριφορά και τη γλωσσική αγωγή μας. Θα περιοριστώ σε δύο μόνον παραδείγματα.
Το ένα αφορά στις σχέσεις της ελληνικής γλώσσας με τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, ιδίως τις γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο της οποίας, παρά τις αντίθετες ρητορικές διακηρύξεις περί γλωσσικής ισοτιμίας όλων των εταίρων, εμφανίζονται στην πράξη έκδηλες γλωσσικές ανισοτιμίες, που επιτρέπουν να μιλάμε για «ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες.
Αν δεχτούμε (όπως επιβάλλει ο κοινός νους αλλά και ο πολιτικός και πολιτιστικός ρεαλισμός) ότι η δική μας γλώσσα συγκαταλέγεται ντε φάκτο στις ασθενείς γλώσσες, τότε αναζητείται η λογικότερη και ωφελιμότερη αντίδραση σ’ αυτή τη δεδομένη ανισοτιμία· η οποία προφανώς είναι μεταγλωσσική, επηρεάζει όμως αποφασιστικά τις σημερινές και αυριανές τύχες της γλώσσας μας.
Ιδεοληπτική μάλλον θα πρέπει να χαρακτηριστεί η απόφαση εκείνη που, για να υπερκεράσει την αναγκαστική ανισοτιμία, αντιστρέφει, σε ρητορικό επίπεδο, την πραγματική αξιολογική κατάταξη· προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η ελληνική γλώσσα είναι ιστορικά ανώτερη, καθώς αποτελεί συνέχεια της αρχαίας ελληνικής, το αξιολογικό κύρος της οποίας αναγνωρίζεται ως κοινή παρακαταθήκη του δυτικού τουλάχιστον πολιτισμού. Πρόκειται για λογικό και ιστορικό σφάλμα. Γιατί, υποκαθιστώντας το εξ αντικειμένου υποβαθμισμένο γλωσσικό μας παρόν με το ένδοξο γλωσσικό μας παρελθόν, απαιτούμε, μέσα στο επιθυμητό κατά τα άλλα καθεστώς γλωσσικής ισοτιμίας, προνομιακή μεταχείριση – αξίωση που ελάχιστα ωφελεί και ακόμη λιγότερο πείθει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τη γλωσσική μας υποβάθμιση· οφείλουμε να συμμαχήσουμε με τις άλλες ασθενείς γλώσσες στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε από κοινού να εξασφαλίσουμε το μερίδιο γλωσσικής ισοτιμίας που νόμιμα μας ανήκει· ελέγχοντας ταυτοχρόνως τον γλωσσικό ιμπεριαλισμό της Αγγλικής, που οφείλεται κυρίως στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική επικυριαρχία του αγγλοαμερικανικού κόσμου.
Το παράδοξο είναι ότι, στο εσωτερικό της γλωσσικής μας κοινότητας, εμείς οι ίδιοι υποτιμούμε την εκφραστική επάρκεια της νεοελληνικής γλώσσας, αναζητώντας ερείσματα, για την αναπλήρωση της υποθετικής της ανεπάρκειας, στην αρχαία ελληνική γλώσσα· καθιερώνοντας έτσι μόνοι μας ένα είδος γλωσσικής ανισοτιμίας.
Άφησα για το τέλος μιαν άλλη σημασία του ρήματος νωμάν στην εντολή του Σιμωνίδη: την ανάγκη καλλιέργειας της γλώσσας, η οποία ωστόσο επιτυγχάνεται λιγότερο με ρυθμιστικούς κανόνες και περισσότερο με συνεχή άσκηση της προφοράς και της γραφής της. Υπό τον όρο όμως ότι η άσκηση αυτή κατά βάση στοχεύει να μας μάθει να λέμε αυτό που έχουμε και θέλουμε να πούμε· και σ’ αυτόν τον τελικό σκοπό να αρμόζουμε κάθε φορά τον γλωσσικό μας τρόπο. Αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να επαυξήσουμε απλώς τη γλωσσική ρητορεία μας· η οποία τείνει να γίνει, αν δεν έγινε κιόλας, στίγμα τόσο της γλωσσικής μας ανασφάλειας όσο και της γλωσσικής μας έπαρσης.
- Εντυπωσιακός Βεζένκοφ στην πρώτη περίοδο – Έβαλε περισσότερους πόντους από όλον τον ΠΑΟΚ (vid)
- Megasports: Δύσκολα στη Ρόδο
- Υβριστικά συνθήματα των φίλων του ΠΑΟΚ στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου (vid)
- «Καθάρισε» σε πέντε λεπτά Ιρλανδία και πρωτιά η Αγγλία (3-0) – Πρωτιά για την Νορβηγία με σλοβενικό δώρο (5-0)
- Στο pot 2 η Εθνική για την κλήρωση του Μουντιάλ
- Τσόβιτς: «Ενωμένοι πίσω από τον Σφαιρόπουλο»