Φανταστείτε την εξής σκηνή: δυο άνθρωποι, ο Α. και ο Β. συζητούν. Ο Α. που θέλει να γίνει συγγραφέας αφηγείται στον Β., που είναι ήδη συγγραφέας, μια πραγματικά υπέροχη ιστορία, την οποία θέλει να μεταφέρει σε μυθιστόρημα. Μάλιστα, έχει ήδη γράψει μερικές σελίδες. Στο άκουσμά της, ο Β. εντυπωσιάζεται πολύ, σχεδόν ζηλεύει τον Α. που είχε αυτή την τόσο πρωτότυπη ιδέα, σίγουρο μπεστ σέλερ αν γίνει όντως μυθιστόρημα. Ο χρόνος περνά και κάποια στιγμή ο Β. μαθαίνει ότι ο Α. έχει πεθάνει χωρίς να έχει προλάβει να γράψει το μυθιστόρημα. Γνωρίζοντας λοιπόν τη σύνοψη της ιστορίας, ο Β. με βάση τον «σκελετό» της, γράφει εκείνος το μυθιστόρημα παραλλάσσοντας όλα τα στοιχεία της πρώτης ύλης έτσι ώστε να μη φανούν ομοιότητες. Το μυθιστόρημα εκδίδεται και γίνεται όντως μπεστ σέλερ με προοπτική κινηματογραφικής ταινίας κ.λπ. Ο Β. γίνεται διάσημος. Ο Α. δεν φαίνεται πουθενά.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Θεωρείται ή όχι «λογοκλόπος» ο Β.;

Η παραπάνω ιστορία είναι ένα προϊόν μυθοπλασίας πάνω στο οποίο δομείται το μυθιστόρημα της Τζιν Χανφ Κόρελιτζ «Η πλοκή» που διάβασα προσφάτως από τις εκδόσεις Μίνωας σε μετάφραση Βεατρίκης Κάντζολα – Σαμπατάκου. Κατά βάση, η «Πλοκή» είναι ένα θρίλερ με ανατροπές και σασπένς, στις λεπτομέρειες του οποίου δεν θα μπω. Θέλω απλώς να παραμείνω αποκλειστικά στο τεράστιο και εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα περί λογοκλοπής που τίθεται από την αρχή και που σαν εφιαλτική σκιά καλύπτει και τις 480 σελίδες του βιβλίου.

Αρχισα να ρωτώ για να πάρω γνώμες επί του θέματος και όπως το περίμενα, διίστανται. Κάποιοι απάντησαν αμέσως ότι ναι σαφώς και είναι λογοκλοπή, κάποιοι υποστήριξαν το αντίθετο. Εφόσον το μυθιστόρημα δεν είχε εκδοθεί και όλα έγιναν σε προφορική βάση (με την εξαίρεση βέβαια κάποιων δειγματοληπτικών σελίδων), ο Β. δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται ότι θα κατηγορηθεί ως «λογοκλόπος», παρότι στην «Πλοκή» αισθάνεται ενοχές, οι οποίες εντείνονται όταν ένα τρίτο άτομο αρχίζει να τον εκβιάζει μέσω των κοινωνικών δικτύων απειλώντας τον ότι θα αποκαλύψει αυτό που έκανε (και εδώ είναι το στοιχείο του θρίλερ στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως και που δεν θα αναπτύξω).

Αν και δεν έχω καταφέρει να καταλήξω κάπου, η αλήθεια είναι ότι μια πλοκή, διότι περί της πλοκής πρόκειται, δεν μπορεί να κατοχυρωθεί ως δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Και μάλιστα, ούτε και ένας τίτλος μπορεί. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να γυρίσει μια ταινία με τον τίτλο «Η λίστα του Σίντλερ» ή να γράψει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Το κουρδιστό πορτοκάλι» χωρίς να φοβάται για νομικές κυρώσεις. Αναφέρεται εξάλλου και μέσα στο μυθιστόρημα της Χανφ Κόρελιτζ: «Αν μπορούσες να κατοχυρώσεις δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας σε μια πλοκή, τότε δεν θα υπήρχαν καθόλου μυθιστορήματα». Γιατί πράγματι, θα μπορούσε αλήθεια να έχει κάποιος τα πνευματικά δικαιώματα της ιστορίας «αγόρι γνωρίζει κορίτσι, αγόρι χάνει κορίτσι, αγόρι ξανακερδίζει κορίτσι»; Ασφαλώς και όχι. Για σκεφτείτε όμως πόσα έργα, λογοτεχνικά ή οπτικοακουστικά στηρίζονται πάνω σε αυτή την πρόταση;

Επομένως, το ζήτημα είναι περισσότερο, αν όχι αποκλειστικά, ηθικό. Στην «Πλοκή», ο συγγραφέας δεν φοβάται τις νομικές κυρώσεις αλλά τον διασυρμό του αν αποκαλυφθεί ότι άκουσε την ιστορία ενός άλλου και μετά την έγραψε εκείνος. Η φήμη του «μεγάλου συγγραφικού ταλέντου» που απέκτησε από τη μια μέρα στην άλλη θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, η εκδότριά του θα τον αποκηρύξει, ο κόσμος θα τον θεωρήσει απατεώνα. Από την άλλη πλευρά, έχει και αυτός ένα δίκιο: εφόσον εκείνος που είχε σκεφτεί πρώτος την πλοκή πέθανε, αν δεν γίνει κάτι από κάποιον άλλο, δεν θα είναι κρίμα που ο κόσμος θα στερηθεί την ευκαιρία να απολαύσει μια πραγματικά πρωτότυπη ιστορία;

Προσωπικά, αν τύχαινε σε μένα μια τέτοια κατάσταση και βρισκόμουν εγώ στη θέση του Β. θα έγραφα την ιστορία φροντίζοντας να πω την όλη αλήθεια από την αρχή σε μια εισαγωγή αφιερώνοντας το βιβλίο σε εκείνον που γέννησε την ιδέα. Ενδεχομένως μια τέτοια κίνηση να είχε επιπτώσεις σε ό,τι αφορά την πρωτοτυπία του έργου, όμως τελικά, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας, έτσι δεν είναι;