Η κρίση της φροντίδας
Τα συστήματα φροντίδας και κοινωνικής πρόνοιας αντιμέτωπα με μια διαρκή κρίση
- Η Ουγγαρία δίνει άσυλο σε πρώην υφυπουργό της Πολωνίας - Σε βάρος του ισχύει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης
- Ο Σεργκέι Λαβρόφ υπαινίχθηκε έναν από τους όρους λήξης του πολέμου με την Ουκρανία
- Πώς η υπόθεση Πελικό έδωσε άλλες διαστάσεις στη σεξουαλική βία
- Η Κριστίνα Αγκιλέρα κάνει επίδειξη στήθους καθώς κλείνει τα 44 της με topless «κοστούμι γενεθλίων»
Η φροντίδα είναι βασική πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Από την φροντίδα για τα παιδιά, μέχρι την πρόνοια για τους ηλικιωμένους, περνώντας από την όλο το φάσμα των πρακτικών φροντίδας για ασθενείς και ανθρώπους με αναπηρίες, τα παραδείγματα είναι πολλά, όπως και η διάχυτη αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά με το πώς η φροντίδα προσφέρεται. Με αυτό το θέμα καταπιάνεται το βιβλίο της Emma Dowling, The Care Crisis (Η κρίση της φροντίδας)¸που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Verso και ασχολείται με το πώς αναδύθηκαν και πώς οδηγήθηκαν σε κρίση τα προνοιακά συστήματα στη Δύση, χρησιμοποιώντας τη Μεγάλη Βρετανία ως παράδειγμα.
Για μεγάλο διάστημα η έννοια της φροντίδας αφορούσε πεδία έξω από τις αγοραίες σχέσεις. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι για μεγάλο διάστημα της ιστορίας, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας των καπιταλιστικών οικονομιών, η φροντίδα είτε για τα παιδιά, είτε για τους άρρωστους ενήλικους ή τους απόκληρους της εργασίας, κυρίως στηριζόταν στην απλήρωτη εργασία των γυναικών μέσα στο νοικοκυριό. Η εμφάνιση των σύγχρονων προνοιακών συστημάτων αποτέλεσε έτσι ταυτόχρονα μια κατάκτηση των υποτελών τάξεων αλλά και ένα πεδίο νέων συγκρούσεων.
Η εποχή του κοινωνικού κράτους
Στη σχετικά σύντομη ιστορική περίοδο που ταυτίστηκε με αυτό που ονομάζουμε «κοινωνικό κράτος» το σύστημα φάνηκε να λειτουργεί. Ένα πλατύ φάσμα από θεσμούς φαινόταν να εξασφαλίζει την παροχή φροντίδας και να απαλλάσσει τις γυναίκες από αυτό το βάρος, επιτρέποντάς τους να αποτελέσουν τμήμα της αγοράς εργασίας. Η αίσθηση ότι κάποιος μπορούσε να ελπίζει στην ύπαρξη μηχανισμών πρόνοιας σε όλη τη διαδρομή του, «από την κούνια έως τον τάφο», αποτέλεσε βασικό τμήμα του «κοινωνικού συμβολαίου» που διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Την ίδια στιγμή η ανάγκη για υπηρεσίες φροντίδας ολοένα και αυξανόταν. Η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και η πρόοδος της ιατρικής σήμαινε έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων που χρειάζονταν αυξημένη φροντίδα, ενώ από τη δεκαετία του 1970 και μετά το ίδιο το στοιχείο της φροντίδας για την υγεία και την ευεξία θεωρήθηκε ότι είναι κάτι στο οποίο οι άνθρωποι πρέπει να επενδύουν ιδιαίτερα.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές
Η ρήξη του κοινωνικού συμβολαίου και η μετάβαση σε πιο νεοφιλελεύθερες πολιτικές είχε ως αποτέλεσμα ο δημόσιος και συχνά δωρεάν χαρακτήρας των υπηρεσιών φροντίδας να τεθεί υπό αίρεση, από ένα συνδυασμό περικοπών αλλά και μορφών άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης. Αυτό δημιούργησε ένα νέο πεδίο επένδυσης, όμως το γεγονός ότι οι υπηρεσίες αυτές, όπως παρατηρεί και η Dowling, είναι κυρίως έντασης εργασίας σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν μορφές τυποποίησης, εκμηχάνισης και τεχνολογικής καινοτομίας που θα επέτρεπαν τομές στην παραγωγικότητα. Αυτό σήμαινε μια διαρκή πίεση για συγκράτηση του κόστους εργασίας και εντατικότερη εργασία όπως και για ολοένα και μεγαλύτερη καταφυγή στην ελαστική και επισφαλή εργασία, συχνά μεταναστευτική, ιδίως σε πρακτικές όπως η φροντίδα στο σπίτι. Ας θυμηθούμε, πώς στη χώρα μας με τα μεγάλα κενά σε τέτοιες υποδομές – θυμηθείτε τα προβλήματα του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι» – ήταν η εργασία χιλιάδων μεταναστριών που εξασφάλισε τη φροντίδα των ηλικιωμένων.
Ακόμη και η σημαντική ίσως τεχνολογική εξέλιξη σε αυτόν τον κλάδο, δηλαδή η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών και λογισμικού για την εκτίμηση αιτημάτων ή και την παροχή συμβουλών, κατεξοχήν αποβλέπει στη μείωση του κόστους κι ενίοτε στον περιορισμό του αριθμού των δικαιούχων. Η ταινία του Κεν Λόουτς «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», δείχνει με συγκλονιστικό τρόπο τι σημαίνει το να δίνεται σε εξωτερική εργολαβία και σε υπολογιστικά συστήματα η εκτίμηση των ποσοστών αναπηρίας. Στον αντίποδα, μια επεκτεινόμενη βιομηχανία «ευεξίας», προσφέρει, στα εύπορα κοινωνικά στρώματα, ακριβές και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες φροντίδας, διαμορφώνοντας ένα ακόμη ταξικό χάσμα.
Η πανδημία
Η πανδημία έφερε στο προσκήνιο τα προβλήματα των συστημάτων φροντίδας και πρόνοιας. Ο μεγάλος αριθμός θανάτων ηλικιωμένων σε δομές φροντίδας ηλικιωμένων στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, που αντιμετώπιζαν τις περικοπές και την άμεση και έμμεση ιδιωτικοποίηση και στηρίζονταν στην επισφαλή εργασία, έδειξε με τραγικό τρόπο τα όρια αυτού του συστήματος πρόνοιας. Ούτως ή άλλως, όπως επισημαίνει η Dowling, η κυρίαρχη λογική αντιμετωπίζει την παροχή φροντίδας μόνο με όρους κόστους, δηλαδή ακόμη και εάν κρίνεται αναγκαίο να βελτιωθεί η παροχή σε κάποιους τομείς, το κριτήριο είναι ότι διαφορετικά θα επιβαρυνθεί πολύ περισσότερο το σύστημα υγείας και πρόνοιας σε μια επόμενη στιγμή.
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια κρίση της φροντίδας που κατά την Dowling μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα από την εξασφάλιση της πρόσβασης όλων των ανθρώπων σε αυτές τις υπηρεσίες και υποδομές, τον αποσύνδεση αυτών των πρακτικών από επιχειρηματικές στοχεύσεις, την αναγνώριση της εργασίας και των δεξιοτήτων όσων εργάζονται εκεί, και μια πιο δημοκρατική και συμμετοχική οργάνωση των υπηρεσιών αυτών και τελικά τη συλλογική παραδοχή ότι όντως πολύ περισσότεροι κοινωνικοί πόροι πρέπει να διατεθούν σε αυτή την κατεύθυνση.
Η εργασία της φροντίδας
Οι πρακτικές φροντίδας απαιτούν μια ιδιαίτερη μορφή εργασίας, που περιλαμβάνουν τόσο την άμεση φροντίδα όσο και τη συναισθηματική υποστήριξη. Δεν είναι οι τυχαίο ότι οι εργαζόμενοι σε τέτοιους κλάδους, ακόμη και σε συνθήκες επισφάλειας, συχνά αναφέρουν ότι αντλούν ένα αίσθημα προσφοράς από την εργασία τους. Ίσως γιατί η φροντίδα τελικά παραπέμπει, στον πυρήνα της ως χειρονομία και πρακτική, σε μια εκδοχή κοινωνικότητας και αλληλεγγύης που διαρκώς διακυβεύεται σήμερα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις