«Από αυτό προκύπτει ένα ερώτημα: αν είναι καλύτερο για τον ηγεμόνα να τον αγαπούν μάλλον παρά να τον φοβούνται ή το αντίθετο. Η απάντησή μου είναι η εξής: θα ήταν καλό για τον ηγεμόνα να τον αγαπούν και συγχρόνως να τον φοβούνται. Επειδή όμως είναι δύσκολο να συνυπάρχουν αγάπη και φόβος, είναι πολύ πιο ασφαλές για τον ηγεμόνα να τον φοβούνται παρά να τον αγαπούν, όταν λείπει το ένα από τα δύο. Για τους ανθρώπους μπορούμε να πούμε γενικά πως είναι αχάριστοι, ευμετάβλητοι, ψεύτες και υποκριτές, αποφεύγουν τους κινδύνους και αποζητούν το κέρδος. Κι όσο τους ευεργετείς, είναι δικοί σου, σου προσφέρουν το αίμα, τη ζωή, τα παιδιά τους (όπως ανέφερα πιο πάνω), όταν ο κίνδυνος είναι μακριά. Οταν όμως ο κίνδυνος πλησιάζει σε αρνούνται και εξεγείρονται. Και ο ηγεμόνας που στηρίζεται αποκλειστικά στον λόγο τους, αν βρεθεί απροετοίμαστος τη στιγμή του κινδύνου, καταστρέφεται. Οι φιλίες που αποκτάς με υλικά ανταλλάγματα και όχι με την ικανότητα και το μεγαλείο της ψυχής σου εξαγοράζονται, αλλά στην πραγματικότητα δεν τις έχεις, και τη στιγμή της ανάγκης δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις. Οι άνθρωποι ευκολότερα βλάπτουν κάποιον που είναι αγαπητός παρά έναν που προκαλεί φόβο, επειδή η αγάπη βασίζεται σε έναν ηθικό δεσμό, ο οποίος, καθώς οι άνθρωποι είναι κακοί, διαλύεται κάθε φορά που έρχεται σε σύγκρουση με το συμφέρον τους, ενώ ο φόβος παραμένει σταθερός από τον τρόμο της τιμωρίας που δεν σε αφήνει ποτέ».

ΝΙΚΟΛΟ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ «Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ» (1532)

Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, 2018 – Μετάφραση: Αμπυ Ραΐκου-Σταύρου

Σε αντίθεση με τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (1712-1778) που πίστευε στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου -του «ευγενή άγριου», όπως τον αποκαλούσε -, ο κατά δυόμισι αιώνες προγενέστερος Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527) πίστευε στην έμφυτη κακία, καθώς φαίνεται και από το απόσπασμα που παραθέσαμε από το πιο γνωστό έργο του, τον περίφημο «Ηγεμόνα» του, μια πραγματεία που γράφτηκε το 1513 αλλά δημοσιεύτηκε μονάχα το 1532, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και σύντομα συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων (Index) του Βατικανού.

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί απαγόρευσε τον «Ηγεμόνα» το Βατικανό – κινείται ακριβώς στους αντίποδες του χριστιανικού  ταρτουφισμού – μολονότι το ίδιο το εγχειρίδιο είναι αφιερωμένο στον Λορέντσο Β’ των Μεδίκων, τον ανιψιό ενός Πάπα.  Δεν διατηρούμε επίσης την παραμικρή αμφιβολία ότι για τους περισσότερους Πάπες εκείνων των ημερών, με τις ευρύτατες κοσμικές εξουσίες, την ηδονοθηρία, την παραδοπιστία και την αιμοβορία, ο «Ηγεμόνας» θα πρέπει να ήταν κατ’ ιδίαν ένα ιδιαίτερα αγαπητό ανάγνωσμα, ενώ για ανάλογες αιτίες μίλησε διαχρονικά στην καρδιά κάθε αυταρχικού κυβερνήτη. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο Μακιαβέλι δεν υποβαθμίζει τη σημασία της αγάπης προς τον εκάστοτε άρχοντα· δεν την εντάσσει απλώς στις βασικές του προτεραιότητες, ούτε μεταξύ αγάπης και φόβου διστάζει να επιλέξει.

Αναρωτιέμαι εάν έχει διαβάσει τον «Ηγεμόνα» ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Είτε τον έχει διαβάσει είτε όχι, τον εφαρμόζει κατά γράμμα. Μέχρι την εισβολή στην Ουκρανία κι ενόσω είχε δώσει ουκ ολίγα δείγματα απανθρωπιάς, ο άρχοντας του Κρεμλίνου έδειχνε να μην παραγνωρίζει το υψηλό αντίκρισμα της αγάπης, έστω και αν ήταν μονάχα μια αγάπη για επικοινωνιακούς λόγους, μια αγάπη που θα έπρεπε να την εξαγοράσει: από ορθόδοξους πυρήνες μέχρι νεοναζιστικά μορφώματα, πουθενά  δεν εφείσθη εξόδων προκειμένου να τον αγαπήσουν. Μετά την Ουκρανία έχει επίγνωση πως το κεφάλαιο «αγάπη» έκλεισε γι’ αυτόν. Απέμειναν ο εκφοβισμός και ο εκβιασμός – υποκατάστατα της αγάπης με ημερομηνία λήξεως. Το παραδέχεται και ο Μακιαβέλι.