Οταν διαβάζω ή σκέφτομαι την ποιήτρια και δοκιμιογράφο Ιουλίτα Ηλιοπούλου το μυαλό μου πηγαίνει σχεδόν πάντα σε ένα κείμενο που είχε γράψει ο Αλκης Θρύλος για τον σκηνοθέτη Φώτο Πολίτη, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1954, και είχε τον τίτλο «Η σημασία της προσωπικότητας». Δεν είναι εύκολο πράγμα να έχεις υπάρξει σύντροφος και σύζυγος ενός ποιητή του διαμετρήματος του Οδυσσέα Ελύτη και η γραφή σου τόσο η ποιητική όσο και η δοκιμιογραφική να μην έχει επηρεαστεί στο ελάχιστο. Πρόκειται για έναν άθλο τόσο περισσότερο εκτιμητέο όσο δεν πραγματοποιήθηκε χάρη σε μια συνειδητή απόφαση, καθώς κάθε σύγκριση σε περίπτωση που είχε υπάρξει μια μεγάλη ή μικρή επίδραση θα μπορούσε να αποδειχθεί συντριπτική.

Με οκτώ ποιητικά βιβλία στο ενεργητικό της, πώς αισθάνεται η ίδια να σχηματίζεται το προσωπικό «δακτυλικό αποτύπωμά» της στην ποίηση; «Αυτό μάλλον θα πρέπει να το απαντήσετε εσείς και ενδεχομένως το κοινό που αναζητά και διαβάζει σύγχρονη ποίηση. Το μόνο που ξέρω εγώ είναι πως από την πρώτη μου εμφάνιση στα γράμματα με το βιβλίο «Καλούς ενιαυτούς Μάρκο», μέχρι και την πιο πρόσφατη συγγραφική δουλειά μου, που δεν είναι η τελευταία εκδοθείσα ποιητική συλλογή μου, «Το ψηφιδωτό της Νύχτας», αλλά το λιμπρέτο της όπερας του Γιώργου Κουρουπού «Ελπίς Πατρίδος», για τριάντα περίπου χρόνια εργάζομαι με τις λέξεις. Υπακούοντας στη δύναμη της γλώσσας και στην προσωπική μου ιδιοσυγκρασία και ευαισθησία, ζητώ, σε κάθε περίπτωση γραφής, να υπηρετήσω ένα θέμα, μια διάθεση, μία ιδέα, ένα γεγονός, μία αίσθηση, ό,τι κάθε φορά είναι το επιτακτικό ζητούμενο του νου και της καρδιάς μου.

Αίφνης η όπερα «Ελπίς Πατρίδος» που παρουσιάστηκε τον Δεκέμβριο του ’21 στο Μέγαρο Μουσικής για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, ενώ είχε ένα λίγο-πολύ δοσμένο θεματικό πλαίσιο, εξαιτίας της επετείου, αποτέλεσε ωστόσο το απόλυτα δημιουργικό έδαφος, και σε επίπεδο μυθοπλασίας αλλά και φόρμας. Αναφέρομαι κυρίως στην ανάπτυξη ενός άλλου τρόπου σκηνικής ποιητικής γραφής, που να διασώζει την ιστορική αλήθεια αλλά και την προσωπική μου ποιητική γραμματική. Μια και σκοπός, τόσο του Γιώργου Κουρουπού όσο και δικός μου ήταν, απευθυνόμενοι σε ένα ευρύ κοινό, να κάνουμε ένα έργο ανεμπόδιστης πρόσληψης και όχι ένα έργο μόνο για μυημένους. Αυτή τη δουλειά μου, όπως και πολλές άλλες ανάλογες δεν μπορώ παρά να την εγγράψω στην ποιητική γραφή κι ας μην είναι με τον στενό όρο ποιητική συλλογή. Το δακτυλικό αποτύπωμα λοιπόν που λέτε σχηματίζεται από κάθε μικρή ή μεγαλύτερη «γραμμή» της γραφής μας. Και βέβαια εν τέλει το αφήνουμε σε ό,τι κάνουμε.

Πιστεύω στην αυθεντικότητα του κάθε ανθρώπου. Δεν με ενδιαφέρει η ευθυγράμμιση στο ρεύμα, η αισθητική της αποδόμησης που όλο και περισσότερο χαρακτηρίζει την εποχή, ούτε η άκρατη διανοητικότητα. Επιδιώκω με κάθε συγγραφικό μου τρόπο να υπάρξω αυθεντικά χωρίς να προδώσω τις γλωσσικές και αισθητικές απόψεις μου. Η γλώσσα οδηγεί συχνά τις ιδέες κι αυτές τείνουν στον νου και τα αισθήματα του άλλου. Η επικοινωνία, ακόμη και όταν δεν το δηλώνουμε, είναι πάντα το ζητούμενο. Γι’ αυτό, σε κάθε γράφοντα υπάρχει ένα είδος ηθικής ευθύνης».

Οταν όμως σε οποιοδήποτε εγχείρημα προσωπικής ή ευρύτερης σημασίας της Ιουλίτας Ηλιοπούλου αναγνωρίζεις πως τελική πρόθεση παραμένει η ίδια η ποίηση, σημαίνει πως θεωρεί τα παραμύθια ως τον καταλληλότερο τρόπο ώστε η ποίηση να αποτελέσει τη συστατική επιδίωξη από την τρυφερή ακόμη ηλικία του κάθε ανθρώπου. «Πίστευα πάντα και πιστεύω στο ενιαίο της ποιητικής λειτουργίας. Είναι μία εύκαμπτη βάση – ενίοτε βέβαια και εύθραυστη -, ένα πλέγμα στοιχείων και συνθηκών που συμβάλλουν ώστε να δομηθεί είτε το παραμύθι, είτε το ποίημα, είτε μια αφήγηση ποιητικά. Χρησιμοποιώ τη λέξη ποιητικά, όχι με την όποια ρομαντική απόχρωση, αλλά με τη σημασία που έχει στη φράση του Χέλντερλιν όταν λέει: «όλο μόχθους και όμως ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος πάνω στην γη ετούτη».

Το παιδί ζει ποιητικά, δεν έχουμε παρά γλωσσικά να αποτυπώσουμε αυτή τη διάσταση, δείχνοντας και την προοπτική που ανοίγεται για τον αυριανό ενήλικα μέσω της ποίησης. Να μεταπλάσουμε, να μεταστοιχειώσουμε, να αναδομήσουμε, πραγματικά και φανταστικά στοιχεία, έτσι που το παραμύθι να εικονίζει τις δυνατότητες της ζωής, αλλά κι η ζωή να αποκαλύπτει την ποιητική της ιδιοσυστασία. Στα παραμύθια μου συνήθως περνάω από τον αφηγηματικό λόγο στον έμμετρο, ζητώντας και μορφικά να δείξω το πολύτροπο και ενιαίο της γλώσσας. Παραμύθια και ποίηση εν τέλει υπηρετούν κοινούς στόχους: τη διάσταση του ονείρου, των πολλών δυνατοτήτων της σκέψης και ζωής, των ανατροπών μιας λυτρωτικής διεξόδου που δίνει η ελευθερία».

Οταν συζητάς με οποιονδήποτε ποιητή, αποκλείεται να μη μονοπωληθεί η συζήτηση ή έστω ένα μεγάλο μέρος της από τη «μοίρα» των ποιητών σε οποιαδήποτε εποχή και αν έχουν υπάρξει. Και ο στίχος του Νίκου Εγγονόπουλου «στην εποχή μας είθισται να δολοφονούν τους ποιητές» είναι μια πρώτης τάξεως αφορμή για την αντιμετώπιση μιας εξαιρετικά ακανθώδους σχέσης όπως αυτή του ποιητή με την εποχή του. «Η κοινωνία είναι δομημένη σε νόρμες και κανόνες λογικοκρατούμενους και συμβατικούς, για να μην πω συμφεροντολογικούς. Η ποίηση από τη φύση της υπερβαίνει το πλαίσιο, αναζητά τι κρύβεται στον βυθό, ποια λεπτή και ενίοτε παραγνωρισμένη πτυχή ζωής μπορεί να γίνει ένας αλλιώτικος άξονάς της, ποια χαρακτηριστικά φθαρμένα μπορούν να υποκατασταθούν από αξίες αδιάσειστες, ποια στόχευσή μας μπορεί να φέρει αλήθεια μέσα από την αυτοπραγμάτωση, μέσα από την αφιλόκερδη διάθεση του εαυτού μας. Ιδεαλιστικά θα μου πείτε όλα αυτά, σε μια εποχή που οι ανθρωπιστικές αξίες υπονομεύονται, ενώ φαινομενικά διακηρύσσεται η ελευθερία και η ανεκτικότητα. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούμε να γινόμαστε ρατσιστές, ίσως και από την ανάποδη, αλλά ρατσιστές, εγκλωβισμένοι στον φόβο συχνά, αλλά και στη ζήλεια για τον άλλον. Κι αυτά σε μια εποχή που ο ιδιωτικός βίος αντί να προστατεύεται, δημοσιοποιείται αυτάρεσκα και συχνά καθορίζει και τον δημόσιο.

Ομως σ’ αυτήν τη γρήγορα εξελισσόμενη κοινωνία δεν έχουν πάψει να περιθωριοποιούνται οι αληθινοί ποιητές, οι αληθινοί καλλιτέχνες. Περιθωριοποιούνται από τη δομημένη εξουσία της κοινωνίας και των ιδανικών της. Πόσω μάλλον όταν αντιστρατεύονται αυτά τα ιδανικά. Οταν δεν κολακεύουν κανένα. Κάθε ευαισθησία που ξεπερνά το στενά αποδεκτό όριο τρομάζει.

Παριστάνουμε ότι τιμούμε την τέχνη αλλά δεν παύουμε να τη θεωρούμε απλά διακόσμηση της ζωής, όχι ανάγκη. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για την τέχνη της ποίησης. Ο ποιητής υπαινίσσεται, εκμυστηρεύεται, μεταπλάθει σχήματα, φράσεις και γεγονότα προκειμένου να μιλήσει, μέσω των λέξεων και κυρίως των διαστημάτων σιωπής. Η σιωπή και ο ψίθυρος δεν χωρούν στην κοινωνία».

Eπικοινωνία λόγου και μουσικής

Εστω και σε πολύ μικρότερη ποσότητα σε σχέση με το μελάνι που έχει χυθεί για τη σημασία της ποίησης στη ζωή μας, είναι το μελάνι που έχει ξοδευτεί για τις σχέσεις της ποίησης με τη μουσική. Φτάνει να σκεφτεί κανείς πόσα αυτόνομα μουσικά έργα έχουν παραχθεί, ή σε ποιον βαθμό θα μας ήταν άγνωστα σπουδαία ποιητικά κείμενα αν δεν είχαν προικιστεί με έναν ανεξίτηλο μουσικό ήχο. «Η μουσική, όπως είπε κάπου ο Furtwängler, ξεδιπλώνει το πεπρωμένο των λέξεων. Αποζητά η ποίηση τη μουσική της γιατί την εμπεριέχει σαν δυνατότητα, όπως συχνά και η μουσική αποζητά την έναρθρη συγκεκριμενοποίησή της μέσω του στίχου. Πιστεύω στην πολύτιμη συνουσία των δύο τεχνών. Αλλά όπως σε κάθε ευτυχή γάμο κι εδώ απαιτείται μέγιστη συγγένεια των δύο εμπλεκόμενων μερών. Για να λειτουργεί το νέο είδος που είναι το τραγούδι χρειάζεται η ιδανική επικοινωνία λόγου και μουσικής, χρειάζεται να υπάρχει ένα κοινό ιδίωμα των δύο δημιουργών. Τότε η μελοποίηση γίνεται η πιο γοητευτική εκδοχή ποίησης. Εάν δεν πληρούνται αυτοί οι όροι τότε μπορεί και η όποια συνοδευτική μουσική να υπονομεύει το ποίημα.

Η συνεργασία μου με τον Γιώργο Κουρουπό μού έχει δώσει πολύτιμες, αληθινά ευτυχείς περιπτώσεις μελοποιήσεων. Εχουμε γράψει μαζί, όχι μόνο έναν ικανό αριθμό τραγουδιών, αλλά και πολλά σύνθετα και απαιτητικά έργα. Τα λιμπρέτι για τις όπερες «Λεπορέλλα» – βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Στ. Τσβάιχ -, «Τα μαγικά λόγια της Αγάπης», «Ελπίς Πατρίδος», δεν μου έδωσαν μόνο την εξαιρετική χαρά της συνεργασίας αλλά και με έμαθαν πολλά. Αίφνης τη σημασία της αμεσότητας στην πρόσληψη των νοημάτων, τη διεύρυνση της αίσθησης, την εντατικοποίηση του ποιητικού ερεθίσματος μέσω της μουσικής, αλλά και πόσο η μουσική μπορεί να ερμηνεύει δραστικά και βαθιά μία φράση, κάνοντας ανάγλυφα όλα τα επίπεδα των νοημάτων της».

Είναι παγκοίνως γνωστά τα αποτελέσματα της αφοσίωσης της Ιουλίτας Ηλιοπούλου στο έργο του συντρόφου της Οδυσσέα Ελύτη ώστε σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του το έργο αυτό να παρουσιάζεται τόσο εξοπλισμένο σε σχέση με τα καθεαυτό διαχρονικά του στοιχεία ώστε αδιατάραχτο να διαγράφεται το μακρύ ταξίδι του στην αιωνιότητα. «Η διαρκής αγάπη μου, ο αμέριστος θαυμασμός μου και το ενδιαφέρον μου για το μοναδικό αυτό έργο του Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και ο σεβασμός μου στις αρχές του δημιουργού του είναι, εάν θέλετε, τα όπλα μου σε αυτήν την ευθύνη. Επιδιώκω όχι μόνο με βάση τις δικές του αρχές να διαχειρίζομαι το έργο, αλλά και να αναζητώ νέους τρόπους προσέγγισης και παρουσίασής του, χωρίς να υποκύπτω στη μόδα ή στις όποιες εμπορικές επιταγές. Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και οι εκδόσεις που έχω επιμεληθεί – με προσωπική έρευνα φιλολογική και με αισθητική φροντίδα -, εκδόσεις που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα απ’ το κοινό: «Οδυσσέας Ελύτης Ο Ναυτίλος του Αιώνα», το «Συν τοις άλλοις», «Ο Κόσμος ο Μικρός ο Μέγας του Οδυσσέα Ελύτη με τη Μουσική του Γιώργου Κουρουπού», «Η Ελλάδα του Ελύτη», ελληνικά και αγγλικά. Πάντοτε επίσης συνεχίζεται η συνεργασία μου με μεταφραστές για τις εκδόσεις στο εξωτερικό, για αφιερώματα ή μελέτες. Τώρα ετοιμάζω ένα βιβλίο δικό μου με τίτλο «Ο Ελύτης για παιδιά», που θα εκδοθεί από τις εκδόσεις Ικαρος. Εκεί αναζητώ έναν άλλο τρόπο μύησης των παιδιών στη μαγεία, στις ιδέες, στα σύμβολα της ποίησης του Ελύτη, μέσα από ένα σχεδόν βιογραφικό, απλό, αλλά όχι απλουστευτικό, δοκίμιο».

Κλείνοντας τη συζήτηση με μια διακριτή και διακεκριμένη ποιήτρια, που μαζί με την ποίηση τη διεκδικούν τέσσερα ακόμα είδη του λόγου, επόμενο είναι να αναρωτιέσαι για μια τόσο επαινεμένη αλλά συχνότερη συκοφαντημένη έννοια όπως αυτή της πολυμέρειας. «Η συγγραφή είναι μία. Δεν θεωρώ ότι είναι πολυμέρεια να αλλάζεις τρόπους, να υπακούς σε συγκεκριμένους στόχους, να απευθύνεσαι σε διαφορετικές ηλικίες, αφού κατά βάθος ένας ποιητής πάντα απευθύνεται στον αθώο, δυναμικό εφευρετικό παιδικό εαυτό μας. Εκμαιεύουμε το ατίθασο και τρυφερό παιδί απ’ τον ενήλικα, και αυτόν τον σοφό κι ελεύθερο ενήλικα απ’ το παιδί.

Δεν ξέρω εάν είναι πολυμέρεια ή εάν αυτή είναι θετική, ξέρω όμως πως έτσι μπορώ να υπάρχω δημιουργικά. Είναι αλήθεια ότι περισσότεροι άνθρωποι αρέσκονται στις κατηγοριοποιήσεις, για τους άλλους κυρίως.

Ξέρω πως η εξειδίκευση, στην επιστήμη τουλάχιστον, οδηγεί κατ’ ανάγκη σε ένα είδος μονομέρειας, αλλά στην τέχνη γιατί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Αλλωστε δεν εργαζόμαστε, συνειδητά τουλάχιστον, για το περίφημο αποτύπωμά μας, αλλά σε έναν δημιουργικό βηματισμό για το, κάθε φορά, επόμενο βήμα μας.

Αυτήν την περίοδο, εκτός από το βιβλίο για παιδιά, έχω ολοκληρώσει ένα συνθετικό ποιητικό έργο γραμμένο για μουσική, που αφορμάται από κείμενα του 2ου αιώνα μ.Χ. Συγχρόνως ολοκληρώνω μια μικρή σειρά στίχων για τραγούδια, αλλά και τη νέα μου ποιητική συλλογή που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Υψιλον, ενώ παράλληλα ετοιμάζω διάφορα προγράμματα ποίησης και μουσικής, για το Ιδρυμα Θεοχαράκη κυρίως. Κάθε μία τέτοια καλλιτεχνική μου δραστηριότητα, νιώθω ότι βρίσκεται μέσα στην ίδια ποιητική λειτουργία από την οποία πηγάζουν και τα ποιήματά μου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ