Αντάρα
Το επόμενο κρίσιμο σημείο για την ελληνική οικονομία, σε τι ποσοστό θα καταφέρει να περιορίσει τις ζημιές από τη διεθνή αντάρα που έρχεται, είναι σε ποια κατάσταση θα βρισκόμαστε όταν η επίπτωση της διεθνούς ύφεσης θα μειώνει τις τιμές βασικών αγαθών όπως η ενέργεια
Δύο σαφείς ενδείξεις ότι η παγκόσμια οικονομία διολισθαίνει πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν στην ύφεση είχαμε τις τελευταίες ημέρες. Ο χαλκός, το αγαπημένο μέταλλο της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης από την πανδημία και μετά, υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 μηνών, καθώς οι φόβοι για παγκόσμια ύφεση συνέχισαν να αυξάνονται, μειώνοντας τις προοπτικές για ζήτηση του μετάλλου που χρησιμοποιείται σε πλήθος καταναλωτικών προϊόντων και κατασκευών, από αυτοκίνητα μέχρι σπίτια και κινητά τηλέφωνα. Συνολικά το πολύτιμο μέταλλο έχει χάσει πάνω από 25% της αξίας του και κινείται σε επίπεδα κοντά σε αυτά της μεγάλης κρίσης του 2008.
Η δεύτερη ένδειξη προέρχεται από τις πωλήσεις αυτοκινήτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση που μειώθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1996, τάση αναμενόμενη δεδομένων των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά με μια ποιοτική διαφορά: Για πρώτη φορά μετά την πανδημία παρατηρείται αποδυνάμωση της ζήτησης για αγορά νέου αυτοκινήτου, καθώς οι οικονομικές προοπτικές έχουν επιδεινωθεί. Τα προβλήματα της έγκαιρης παράδοσης παραμένουν, αλλά πλέον οι νέες παραγγελίες δεν κινούνται με τον ρυθμό των προηγούμενων μηνών.
Οι αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν αντισταθμίσει τον χαμένο όγκο πωλήσεων χρεώνοντας υψηλότερες τιμές και εστιάζοντας στα πιο ακριβά και κερδοφόρα μοντέλα τους. Ομως, με τον πληθωρισμό να εκτινάσσεται στα ύψη και τους καταναλωτές να περικόπτουν τις δαπάνες, αυτή η στρατηγική θα μπορούσε να τους γυρίσει μπούμερανγκ.
Τόσο η περίπτωση του χαλκού όσο και αυτή των αυτοκινήτων έχουν αρχίσει να βγάζουν από πάνω τους την επίδραση από τις διαταραχές που προκαλούσε στον εφοδιασμό της αγοράς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το μεταπανδημικό περιβάλλον.
Πλέον οι ανησυχίες έχουν στραφεί στη ζήτηση, καθώς η Κίνα συνεχίζει να παλεύει με τις επιπτώσεις του Covid και η Ευρώπη να ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την απειλή μιας γενικευμένης ενεργειακής κρίσης.
Την προηγούμενη εβδομάδα η Deutsche Bank εκτίμησε ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία, οδεύει προς ύφεση 1% το 2023. Ηδη θα βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος από τους τελευταίους μήνες του 2022.
Η τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρώπης, η ιταλική γλίτωσε οριακά την ύφεση από το πρώτο κιόλας τρίμηνο του 2022. Και αυτό πριν αυξηθεί και ο πολιτικός κίνδυνος με τα παιχνίδια αμφισβήτησης του Ντράγκι, από τους λαϊκιστές.
Στις ανακοινώσεις των θερινών προβλέψεων της Κομισιόν, ο επίσης ιταλός επίτροπος Τζεντιλόνι, χαρακτήρισε «κάτι παραπάνω από ένα υποθετικό σενάριο» την ύφεση στην ευρωζώνη.
Το θετικό παράδοξο για εμάς, είναι ότι για την ώρα οι προβλέψεις για το ελληνικό ΑΕΠ, δείχνουν μεγαλύτερη ανάπτυξη από αυτήν που είχε αρχικά προβλεφθεί. Βέβαια με υψηλότερο πληθωρισμό.
Το επόμενο κρίσιμο σημείο για την ελληνική οικονομία, σε τι ποσοστό θα καταφέρει να περιορίσει τις ζημιές από τη διεθνή αντάρα που έρχεται, είναι σε ποια κατάσταση θα βρισκόμαστε όταν η επίπτωση της διεθνούς ύφεσης θα μειώνει τις τιμές βασικών αγαθών όπως η ενέργεια. Οταν δηλαδή θα αρχίσει να υποχωρεί ο πληθωρισμός. Αν έχουμε διατηρήσει έστω και με μια μικρή επιβράδυνση την τωρινή ορμή, διαθέτουμε ακόμα «αναπτυξιακά καύσιμα» τότε έχουμε ισχυρές πιθανότητες να βρεθούμε σε πλεονεκτική θέση στην επόμενη μέρα. Αν αντίθετα έχουμε αφεθεί να «βουλιάξουμε» στην εσωστρέφεια και στο «δηλητηριώδες» προεκλογικό σκηνικό, τότε θα πονέσουμε πολύ και εμείς μαζί με τους άλλους…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις