Κώστας Καρυωτάκης: Η κρίση συνειδήσεως της ποίησης
Ο Καρυωτάκης είναι βασανιστικά παρών!
Ξαναδιαβάζοντας το κείμενο του Βύρωνα Λεοντάρη «Θέσεις για τον Καρυωτάκη» τι άραγε θα είχα να σβήσω και τι να προσθέσω στις σημειώσεις μου, στα περιθώρια αυτής της λιγοσέλιδης υπεράσπισης — όχι, ίσως, μιας ποίησης αλλά μιας στάσης απέναντι στην ποίηση; Τα δώδεκα χρόνια που με χωρίζουν από την πρώτη μου ανάγνωση θα έλεγα πως περισσότερο επέτειναν παρά διέλυσαν την αμφιβολία μου για το αντίθετο από εκείνο που ο Λεοντάρης ήταν —και μάλλον είναι— βέβαιος. Ο Καρυωτάκης είναι βασανιστικά παρών! Όχι βέβαια με την τελική πράξη του. Η μυθοποίηση της Πρέβεζας ως τόπου καθαρτήριου, όπου ο θάνατος επιβεβαιώνει τα όρια της ποίησης, δηλαδή το συμβατικό τέλος της, είναι το αρνητικό κάτοπτρο απ’ όπου μπορούμε να δούμε μονάχα διαστρεβλωμένα τη δραματικότητα —όχι την τραγικότητα— του εγχειρήματος. Δεν έχουν σημασία οι ονομασίες των τόπων όπου η ζωή παίρνει την εκδίκησή της από την τέχνη. Τα κείμενα μένουν ερήμην μας και πέρα από μας να στοιχηματίσουν με το χρόνο, ωστόσο όσο περνούν τα χρόνια «πήζουμε μέσα μας πεθαμένους» σημειώνει ένας ποιητής, όχι αδιάφορος για τον Λεοντάρη.
Η οικογένεια Καρυωτάκη, πιθανώς το καλοκαίρι του 1913
Υποψιάζομαι —για να δεχτώ ένα ακόμα ολίσθημα του κριτικού— ότι η βασανιστική παρουσία του Καρυωτάκη, ανάμεσά μας, σήμερα, αυτό ακριβώς που δε λογαριάζει και που δεν της χρειάζεται είναι αυτή η ίδια η επώνυμη μορφή του ποιητή: το τυραννισμένο πρόσωπο, το βιογραφικό σημείωμα που πρέπει να έστειλε στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό Ποιήσεως, τα γράμματα που έγραψε και περισσότερο εκείνα που δεν έγραψε και που είναι ακόμα πιο ενδιαφέροντα γιατί τα εικάζουμε. Ό,τι απομένει σε μας ως μορφή του δεν είναι τίποτ’ άλλο από ακινητοποιημένες φωτογραφικές πόζες, μελετημένες από τον ίδιο και από τους ερευνητές του, αδειασμένες πια από κάθε συναισθηματική ανταπόκριση και, προπάντων, εξιστορημένες. Δεν έχει άδικο ο Β. Λεοντάρης: «Κι αν ακόμη συμπληρωθούν τα ‘αποσιωπητικά’ των επιστολών του, κι αν δημοσιευτούν κι άλλα ανέκδοτα κείμενα, κι αν βρεθούν δελτία νοσηλείας του κι όσα άλλα στοιχεία του ‘φακέλου’ του, δεν πρόκειται να μάθομε τίποτε παραπάνω απ’ όσα ‘ξέρομε’». Αλλά τι είναι αυτό που ξέρουμε για τον Καρυωτάκη, με ή χωρίς εισαγωγικά; Κατά μια περίεργη αλλά και όχι ανεξήγητη διαπίστωση όσο ένας συγγραφέας κατορθώνει και παραμένει άγνωστός μας, όσο μ’ άλλα λόγια αντιστέκεται στη βουλιμία της ανεκδοτολογίας, τόσο και είναι σε θέση να ορίζει τη στάση μας απέναντί του. Έτσι και το κείμενο του Β. Λεοντάρη για τον Καρυωτάκη, αυτή η προσπάθειά του να τον δει ως αντιπροσωπικότητα, ως αρνητικό είδωλο μιας εποχής βυθισμένης σε μια παράκαιρη ρομαντική έκσταση, δεν είναι ίσως τίποτ’ άλλο από μια πράξη διεκδίκησης του δικού του προσώπου μέσα από την ψαύση του προσώπου ενός προγενέστερου —ωστόσο όχι τυχαία διαλεγμένου— ποιητή.
Αναρωτιέμαι λοιπόν: ποιος λογοτέχνης, μέσα ή έξω από τις σελίδες των ιστοριών της νεοελληνικής λογοτεχνίας —και μόνο αυτής;— μας παραδίνεται γνωστός και γνώριμος; Αυτή η περίφημη αυταπάτη, αυτό το φάντασμα της υποτιθέμενης εξοικείωσής μας με κάποιο έργο τέχνης, της υποτιθέμενης μέθεξής μας στο έργο, της επαφής μας με το είναι του, δεν είχε ποτέ την παραμικρή σχέση με την αποδελτίωση των χαρακτηριστικών του. Εκείνο που μας ενδιαφέρει στον Καρυωτάκη (γιατί διαφορετικά δε θα ’χε σημασία αν βρισκόταν μέσα ή έξω από τις σελίδες των ιστοριών της λογοτεχνίας) είναι αν το έργο του παραμένει ανοιχτό, ανεξάρτητα από το αν ο δημιουργός του φαίνεται πως σφραγίζει τις εξόδους της ίδιας του της ζωής. Μάλιστα θα έλεγα πως ισχύει το αντίθετο: δε βρίσκω και πολύ τολμηρό τον ισχυρισμό ότι στο βαθμό που ο Καρυωτάκης κατέληξε σε μια συνειδητή άρνηση των συμβατικών αξιών της ζωής — και βέβαια εδώ εννοούμε της κοινωνικής και όχι της προσωπικής ζωής— στον ίδιο βαθμό απελευθερώθηκε η ποίησή του από την εύκολη, την επιφανειακή σαγήνη του ελεγειακού συμβολισμού, που κυριαρχούσε πριν από την έλευση των ποιητών του ’30.
Γιατί, πράγματι, αυτό που προσελκύει την προσοχή μας, εξήντα χρόνια αργότερα, δεν είναι τα περιστατικά που προηγήθηκαν της εσωτερικής κρίσης του Καρυωτάκη, ούτε εκείνα που ακολούθησαν. Μας επισκέπτεται, επίμονα και ενοχλητικά, η κατάσταση του μεταίχμιου στην οποία βρέθηκε και την οποία προσπάθησε να εξορκίσει με την ποίησή του μάταια, γιατί πιστεύω ότι το μεταίχμιο τον όρισε μια κι έξω από ένα σημείο και πέρα. Οι ανακατατάξεις που συντελέστηκαν εντός του ήταν σε τέτοιο βαθμό «εξακολουθητικές» —για να οικειοποιηθώ κι εγώ το γνωστό χαρακτηρισμό της ποίησης του Καρυωτάκη από τον Τέλλο Άγρα— ώστε είναι αδύνατο να δούμε τα Ελεγεία και Σάτιρες, λ.χ., μέσα από τον κόσμο των Νηπενθών, έστω και αν οι δύο συλλογές ποιημάτων απέχουν μεταξύ τους μόνο έξι χρόνια. Ούτε ακόμα είναι τυχαίο ότι η μετατόπιση του ποιητή από το «ατομικό» είναι προς το «συλλογικό» σημαδεύεται, πέρα από τη σατιρική διάθεση προς τα ίδια και προς τα κοινά, από την ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης άποψης για την έλλειψη υπερβατικού νοήματος στη διαδικασία της ζωής. Η απόφασή του να δει καθαρά. Το όραμα της απόλυτης ελευθερίας είναι ο περιλάλητος πεσιμισμός του, ένα ιδεολόγημα που είναι παράγωγο περισσότερο του μύθου του αυτοκτόνου και λιγότερο του ίδιου του Καρυωτάκη, παράγωγο του καρυωτακισμού και όχι αυτής καθαυτής της ποίησης. Γιατί το υπερβατικό νόημα που επικαλούνται ο Καραντώνης και ο Ελύτης, ο Ρίτσος και ο Αυγέρης έρχεται ακριβώς να ακυρωθεί στην επαφή του με αυτό το βασανιστικό μεταίχμιο, αυτή την απούσα χώρα. Διαφέρει, ή μήπως όχι, η ηδονική μυθοποίηση του Αιγαίου από την παθητική υποδοχή της δράσης της ιστορίας; Ακόμα κι αυτό το Άξιον Εστί δεν είναι τελικά η άλλη εκδοχή στο Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού;
Το μεταίχμιο που σφράγισε τον Καρυωτάκη είναι η κρίση συνειδήσεως της ποίησης απέναντι στον εαυτό της. Είναι η ανίχνευση των ορίων του ποιητή αλλά και των ορίων της γλώσσας του. «Περπατώντας», λέει ο Β. Λεοντάρης στις «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», «κατά μήκος του γκρεμού η ποίηση μπορεί να διαιωνίζεται γράφοντας και ανακαλώντας επ’ άπειρον τη διαθήκη της. Όταν όμως ο ποιητής αντικρίσει κατά μέτωπον τον γκρεμό, η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή. Παύει πια να είναι σωτηρία, κάθαρση, παρηγοριά, ξόρκι. Γίνεται βασανιστική αγωνία, αίσθηση καταλυτική, ασυμβίβαστη προς οποιαδήποτε ψυχική δομή, γίνεται το τέλος της» (περ. Σημειώσεις, αρ. 1, Σεπτέμβριος 1973). Από τη στιγμή όμως που η κρίση συνειδήσεως της ποίησης μεταμορφώνεται ή ολισθαίνει προς το τίποτε, από τη στιγμή που η απελπισία του ποιητή γίνεται το τέλος της ποίησής του, δεν υπάρχει για να αντικαταστήσει τη γλώσσα άλλο από το ανέκφραστο. Ίσως έτσι κατανοήσουμε αυτό το ηθελημένο απόλυτο, το κενό μνήμης που ώθησε τον Μαν. Αναγνωστάκη στην απουσία· ίσως έτσι πάλι διακρίνουμε, μέσα από το παλίμψηστο των «Θέσεων», τις διαδοχικές περιπτώσεις όπου η ποίηση του Β. Λεοντάρη επιβεβαιώνει αυτό που πρότεινε η διαισθητική του προσέγγιση στο πρόσωπο του Καρυωτάκη: ότι αντικρίζοντας τα όριά της διαλέγει το θάνατο ή τη σιωπή.
*Κείμενο του συγγραφέα, κριτικού λογοτεχνίας και μεταφραστή Αλέξη Ζήρα, που είχε δημοσιευτεί στη μηνιαία επιθεώρηση τέχνης, κριτικής και κοινωνικού προβληματισμού «Γράμματα και Τέχνες» το 1985 (τεύχος υπ’ αρ. 41, Ιούνιος – Ιούλιος).
Το εν λόγω κείμενο, που έφερε τον τίτλο «Το μεταίχμιο της ποίησης» (μια έμμεση ανάγνωση του Καρυωτάκη), ήταν κομμάτι του αξιόλογου αφιερώματος που είχε κάνει το περιοδικό (εκδότης και διευθυντής του ήταν ο αείμνηστος Κώστας Γ. Παπαγεωργίου) στον Κ. Γ. Καρυωτάκη.
Οι «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», που αναφέρει κατ’ επανάληψιν στο ανωτέρω κείμενό του ο Ζήρας, ήταν κριτικό δοκίμιο που είχε συγγράψει ο ποιητής και κριτικός δοκιμιογράφος Βύρων Λεοντάρης (1932-2014) και είχε δημοσιευτεί το 1973 στο περιοδικό Σημειώσεις.
Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης έφυγε από τη ζωή στις 21 Ιουλίου 1928, σε ηλικία 32 μόλις ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις