Μάνος Ελευθερίου: Ποταμοί δακρύων
Ένα ποίημα, ένα παραμύθι, ένας μουσικός φθόγγος βγαίνει από το περίσσευμα της καρδιάς σου
- Αναστάτωση στο ΕΣΥ με τις πρωινές εφημερίες και στο βάθος… «ράντζα»
- Πιστεύετε ότι ο σκύλος που γυρνά ανάσκελα, όταν συναντά άλλον σκύλο, φανερώνει υποταγή;
- Ματ Λε Μπλανκ: Ο θρήνος για τον Μάθιου Πέρι, η «εξαφάνιση» και η αλλαγή επαγγελματικής καριέρας
- Τι λέει ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου για τον σεισμό στα Καλάβρυτα
Ο Μάνος Ελευθερίου, που έφυγε από τη ζωή πριν από τέσσερα χρόνια, στις 22 Ιουλίου 2018, έγραψε και εικονογράφησε πολλά παραμύθια.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1986-1987 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Τέταρτο η σειρά «Παραμύθια για τον αυτοκράτορα», που κυκλοφόρησαν το 1991 σε αυτοτελή έκδοση από τις εκδόσεις Γνώση με εικονογράφηση της Σοφίας Φόρτωμα.
Μάλιστα, το βιβλίο αυτό αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς παιδικών βιβλίων που συνέγραψε ο αείμνηστος συριανός ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος.
Μιλώντας στον Βασίλη Αγγελικόπουλο (εφημερίδα «Το Βήμα», Κυριακή 7 Απριλίου 1991) σχετικά με τα «Παραμύθια για τον αυτοκράτορα», ο Ελευθερίου έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής:
Δεν γράφει κανείς με την πρόθεση να στείλει ένα «μήνυμα». Ένα ποίημα, ένα παραμύθι, ένας μουσικός φθόγγος βγαίνει από το περίσσευμα της καρδιάς σου, που λέει και ο Απόστολος Παύλος. «Εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί». Πολλές φορές, βέβαια, υπάρχει μια αναφορά σε σύγχρονα πράγματα, αλλά πολύ διακριτικά, αδιόρατα σχεδόν. Δεν ήθελα να ξεπέσω σε τέτοια εύκολα πράγματα, δεν επεδίωξα να χαϊδέψω το μάγουλο κανενός αναγνώστη. Το παιδί, άλλωστε, στο οποίο και απευθύνεται το βιβλίο, θα αντιληφθεί τι είναι ο αυτοκράτορας και θα τον χαρακτηρίσει ανάλογα με τις πράξεις του. Η λύσσα για το χρυσάφι είναι και μια λύσσα για τα πάντα… Αλλά δεν είχα σκοπό να διδάξω. Να θυμήσω, ίσως, μόνο μερικές αξίες που τις έχουμε ξεχάσει μέσα σ’ αυτή τη γενική φίμωση, τη γενική κωφότητα και τη γενική ξεφτίλα που ζούμε.
Δύο από τα υπέροχα παραμύθια του Ελευθερίου για τον αυτοκράτορα μπορείτε να διαβάσετε στις γραμμές που ακολουθούν (πηγή: hartismag.gr):
Τα δάκρυα
Τα παλιά χρόνια, ο αυτοκράτορας κατέβαινε ο ίδιος κάθε πρωί στα υπόγεια του παλατιού και ζύγιζε τους θησαυρούς που μάζεψαν οι ταμίες του την προηγούμενη μέρα. Ένα πρωί, πάνω στη ζυγαριά, δε βρήκε παρά μονάχα μια σταγόνα νερό. Που έμοιαζε, όμως, με το φως που έχουν τα διαμάντια.
Περίεργος ο αυτοκράτορας, άπλωσε το δάχτυλό του και το δάκρυ –γιατί δάκρυ ήταν– κύλησε στην άκρη της ζυγαριάς. Δοκίμασε πάλι και το δάκρυ φάνηκε πια πως ήταν μια σταγόνα νερό και του ’βρεξε το δάχτυλο.
Ο αυτοκράτορας, που νόμισε πως τον κορόιδευαν, ρώτησε, ουρλιάζοντας, τον υπασπιστή του τι σημαίνει αυτό το παράδοξο και ποιος είναι ο υπεύθυνος γι’ αυτό το αστείο. Ο υπασπιστής γονάτισε τρέμοντας και του είπε πως το πιο πολύτιμο πράγμα που βρήκαν την προηγούμενη μέρα σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία ήταν αυτό το δάκρυ.
«Διότι, κύριέ μου», είπε, «το εμπόριο σταμάτησε, οι αρρώστιες και τα χρέη πλήθυναν και ο τελευταίος υπήκοός σου, μια δυστυχισμένη γυναίκα, δεν είχε τίποτα άλλο να σου προσφέρει έξω απ’ αυτό το δάκρυ».
«Και τι είναι δάκρυ;» ρώτησε περίεργος.
«Είναι νερό, κύριέ μου, που βγαίνει από τα μάτια των ανθρώπων όταν έχουν μεγάλη χαρά ή λύπη».
«Και τι είναι λύπη, βρε καραγκιόζη;» ρώτησε πιο περίεργος ο πονηρός αυτοκράτορας.
Ο υπασπιστής δεν ήξερε πώς να του απαντήσει. Τότε ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πόσο αγοράζεται ή πόσο πουλιέται, τέλος πάντων, ένα τέτοιο δάκρυ. Ούτε και γι’ αυτό δεν μπόρεσε ν’ απαντήσει ο υπασπιστής. Ο αυτοκράτορας θύμωσε και διέταξε να φέρουν όλους τους λυπημένους του βασιλείου του στους κήπους του και οι υπηρέτες να μαζεύουν τα δάκρυα. Γιατί κατάλαβε, σαν πονηρός που ήταν, πως τα δάκρυα των ανθρώπων έχουν αξία.
Έτσι κι έγινε.
Μα ήταν τόσοι πολλοί οι λυπημένοι, που γέμισαν όλοι οι απέραντοι κήποι και όλα τα σπίτια και οι δρόμοι και οι αυλές της πρωτεύουσας.
Και ο αυτοκράτορας, ήσυχος πια, μάζευε ποταμούς δακρύων!
Το λαούτο
Μια φορά, οι ταμίες του αυτοκράτορα του ’φεραν ένα λαούτο. Το βγάλανε από τη βελούδινη θήκη του, το ακούμπησαν με προσοχή στο χρυσό τραπέζι και τον ρώτησαν ευγενικά ποιο σκοπό ήθελε ν’ ακούσει.
Σαστισμένος ο αυτοκράτορας, δίστασε μια στιγμή και χωρίς να το καταλάβει, είπε πως επιθυμούσε ν’ ακούσει τον εθνικό ύμνο της χώρας του!
Τότε το λαούτο άρχισε να παίζει μόνο του!
Περίεργος, όπως πάντα, αλλά συγκινημένος από τη μουσική, τους ρώτησε πού το ανακάλυψαν. Κι όταν εκείνοι του απάντησαν πως το είχε κάποιος μάγος που πέθανε, ο αυτοκράτορας το πλησίασε και χαϊδεύοντάς το, παρακάλεσε να παίξει ένα νανούρισμα. Το λαούτο –όσο κι αν φαίνεται παράξενο– άρχισε έναν τόσο γλυκό σκοπό, που κανένας άνθρωπος ποτέ δεν είχε ξανακούσει.
Ο αυτοκράτορας έκλεισε τα μάτια του με αγαλλίαση, γιατί θυμήθηκε πως έμοιαζε, κάπως, με το νανούρισμα που του τραγουδούσαν οι παραμάνες του όταν ήταν παιδί.
«Όπως στα παραμύθια», σκέφτηκε. «Όπως στα παραμύθια».
Τρομαγμένος όμως πως θα τον έπαιρνε ο ύπνος όρθιο, διέταξε το λαούτο να παίξει κάτι εύθυμο. Κι εκείνο άρχισε να παίζει έναν από τους σκοπούς που συνήθιζαν στις γιορτές των ανακτόρων. Ο αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε, αλλά η χαρά του δεν κράτησε για πολύ. Το λαούτο, χωρίς λόγο, σταμάτησε να παίζει. Άδικα προσπαθούσαν όλοι με παρακάλια και καλοπιάσματα να το ξανακάνουν να παίξει. Στάθηκε αδύνατο. Το λαούτο έμενε βουβό. Ο αυτοκράτορας το ’πιασε στα χέρια του νευριασμένος και το ταρακούνησε.
«Αν δεν παίξεις», ούρλιαξε, «θα σε σπάσω!»
Τότε είδε και τη μικρή περγαμηνή που κρεμόταν τυλιγμένη μέσα στο ηχείο. Νομίζοντας πως βρήκε την αιτία της βλάβης, την ξετύλιξε με περιέργεια και διάβασε τούτα τα λόγια:
«Όλοι οι άνθρωποι για μια φορά μπορούν να με ακούσουν στη ζωή τους. Δυο φορές θα μ’ ακούσουν εκείνοι που το επιθυμούν πάρα πολύ κι αυτό γίνεται για να μην κατηγορήσουν κανέναν για απάτη. Τρεις φορές όμως θα μ’ ακούσουν αν η συνείδησή τους είναι καθαρή. Γι’ αυτό, ο μόνος προορισμός μου είναι να παίζω μόνο για τα παιδιά και μόνο τα παιδιά να μ’ ακούνε!»
Ο αυτοκράτορας έπεσε σε συλλογή. Έστειλε και φέρανε τον εγγονό του. Κι όταν του εξήγησε τι ήθελε, το λαούτο άρχισε πάλι να παίζει και μόνο το παιδί άκουγε.
Ταπεινωμένοι –αυτοκράτορας και συνοδεία– που δεν μπορούσαν ν᾽ακούσουν, άφησαν το παιδί στην αίθουσα μόνο του και φύγανε ακροπατώντας.
Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβαν μερικοί πως είχαν μεγαλώσει…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις