Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
weather-icon 21o
Μάνος Ελευθερίου: Ποταμοί δακρύων

Μάνος Ελευθερίου: Ποταμοί δακρύων

Ένα ποίημα, ένα παραμύθι, ένας μουσικός φθόγγος βγαίνει από το περίσσευμα της καρδιάς σου

Ο Μάνος Ελευθερίου, που έφυγε από τη ζωή πριν από τέσσερα χρόνια, στις 22 Ιουλίου 2018, έγραψε και εικονογράφησε πολλά παραμύθια.

Κατά τη διάρκεια των ετών 1986-1987 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Τέταρτο η σειρά «Παραμύθια για τον αυτοκράτορα», που κυκλοφόρησαν το 1991 σε αυτοτελή έκδοση από τις εκδόσεις Γνώση με εικονογράφηση της Σοφίας Φόρτωμα.

Μάλιστα, το βιβλίο αυτό αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς παιδικών βιβλίων που συνέγραψε ο αείμνηστος συριανός ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος.

Μιλώντας στον Βασίλη Αγγελικόπουλο (εφημερίδα «Το Βήμα», Κυριακή 7 Απριλίου 1991) σχετικά με τα «Παραμύθια για τον αυτοκράτορα», ο Ελευθερίου έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής:

Δεν γράφει κανείς με την πρόθεση να στείλει ένα «μήνυμα». Ένα ποίημα, ένα παραμύθι, ένας μουσικός φθόγγος βγαίνει από το περίσσευμα της καρδιάς σου, που λέει και ο Απόστολος Παύλος. «Εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί». Πολλές φορές, βέβαια, υπάρχει μια αναφορά σε σύγχρονα πράγματα, αλλά πολύ διακριτικά, αδιόρατα σχεδόν. Δεν ήθελα να ξεπέσω σε τέτοια εύκολα πράγματα, δεν επεδίωξα να χαϊδέψω το μάγουλο κανενός αναγνώστη. Το παιδί, άλλωστε, στο οποίο και απευθύνεται το βιβλίο, θα αντιληφθεί τι είναι ο αυτοκράτορας και θα τον χαρακτηρίσει ανάλογα με τις πράξεις του. Η λύσσα για το χρυσάφι είναι και μια λύσσα για τα πάντα… Αλλά δεν είχα σκοπό να διδάξω. Να θυμήσω, ίσως, μόνο μερικές αξίες που τις έχουμε ξεχάσει μέσα σ’ αυτή τη γενική φίμωση, τη γενική κωφότητα και τη γενική ξεφτίλα που ζούμε.

Δύο από τα υπέροχα παραμύθια του Ελευθερίου για τον αυτοκράτορα μπορείτε να διαβάσετε στις γραμμές που ακολουθούν (πηγή: hartismag.gr):

Τα δάκρυα

Τα πα­λιά χρό­νια, ο αυ­το­κρά­το­ρας κα­τέ­βαι­νε ο ίδιος κά­θε πρωί στα υπό­γεια του πα­λα­τιού και ζύ­γι­ζε τους θη­σαυ­ρούς που μά­ζε­ψαν οι τα­μί­ες του την προη­γού­με­νη μέ­ρα. Ένα πρωί, πά­νω στη ζυ­γα­ριά, δε βρή­κε πα­ρά μο­νά­χα μια στα­γό­να νε­ρό. Που έμοια­ζε, όμως, με το φως που έχουν τα δια­μά­ντια.

Πε­ρί­ερ­γος ο αυ­το­κρά­το­ρας, άπλω­σε το δά­χτυ­λό του και το δά­κρυ –για­τί δά­κρυ ήταν– κύ­λη­σε στην άκρη της ζυ­γα­ριάς. Δο­κί­μα­σε πά­λι και το δά­κρυ φά­νη­κε πια πως ήταν μια στα­γό­να νε­ρό και του ’βρε­ξε το δά­χτυ­λο.

Ο αυ­το­κρά­το­ρας, που νό­μι­σε πως τον κο­ρόι­δευαν, ρώ­τη­σε, ουρ­λιά­ζο­ντας, τον υπα­σπι­στή του τι ση­μαί­νει αυ­τό το πα­ρά­δο­ξο και ποιος εί­ναι ο υπεύ­θυ­νος γι’ αυ­τό το αστείο. Ο υπα­σπι­στής γονάτισε τρέμοντας και του εί­πε πως το πιο πο­λύ­τι­μο πράγ­μα που βρή­καν την προη­γού­με­νη μέ­ρα σ’ ολό­κλη­ρη την αυ­το­κρα­το­ρία ήταν αυ­τό το δά­κρυ.

«Διό­τι, κύ­ριέ μου», εί­πε, «το εμπό­ριο στα­μά­τη­σε, οι αρ­ρώ­στιες και τα χρέη πλή­θυ­ναν και ο τε­λευ­ταί­ος υπή­κο­ός σου, μια δυ­στυ­χι­σμέ­νη γυ­ναί­κα, δεν εί­χε τί­πο­τα άλ­λο να σου προ­σφέ­ρει έξω απ’ αυ­τό το δά­κρυ».

«Και τι εί­ναι δά­κρυ;» ρώ­τη­σε πε­ρί­ερ­γος.

«Εί­ναι νε­ρό, κύ­ριέ μου, που βγαί­νει από τα μά­τια των αν­θρώ­πων όταν έχουν με­γά­λη χα­ρά ή λύ­πη».

«Και τι εί­ναι λύ­πη, βρε κα­ρα­γκιό­ζη;» ρώ­τη­σε πιο πε­ρί­ερ­γος ο πο­νη­ρός αυ­το­κρά­το­ρας.

Ο υπα­σπι­στής δεν ήξε­ρε πώς να του απα­ντή­σει. Τό­τε ο αυ­το­κρά­το­ρας τον ρώ­τη­σε πό­σο αγο­ρά­ζε­ται ή πό­σο που­λιέ­ται, τέ­λος πά­ντων, ένα τέ­τοιο δά­κρυ. Ού­τε και γι’ αυ­τό δεν μπό­ρε­σε ν’ απα­ντή­σει ο υπασπιστής. Ο αυ­το­κρά­το­ρας θύ­μω­σε και διέ­τα­ξε να φέ­ρουν όλους τους λυ­πη­μέ­νους του βα­σι­λεί­ου του στους κή­πους του και οι υπη­ρέ­τες να μα­ζεύ­ουν τα δά­κρυα. Για­τί κα­τά­λα­βε, σαν πο­νη­ρός που ήταν, πως τα δά­κρυα των αν­θρώ­πων έχουν αξία.

Έτσι κι έγι­νε.

Μα ήταν τό­σοι πολ­λοί οι λυ­πη­μέ­νοι, που γέ­μι­σαν όλοι οι απέ­ρα­ντοι κή­ποι και όλα τα σπί­τια και οι δρό­μοι και οι αυ­λές της πρω­τεύ­ου­σας.

Και ο αυ­το­κρά­το­ρας, ήσυ­χος πια, μά­ζευε πο­τα­μούς δα­κρύ­ων!

Το λαούτο

Μια φο­ρά, οι τα­μί­ες του αυ­το­κρά­το­ρα του ’φε­ραν ένα λα­ού­το. Το βγά­λα­νε από τη βε­λού­δι­νη θή­κη του, το ακού­μπη­σαν με προ­σο­χή στο χρυ­σό τρα­πέ­ζι και τον ρώ­τη­σαν ευ­γε­νι­κά ποιο σκο­πό ήθε­λε ν’ α­κού­σει.

Σα­στι­σμέ­νος ο αυ­το­κρά­το­ρας, δί­στα­σε μια στιγ­μή και χω­ρίς να το κα­τα­λά­βει, εί­πε πως επι­θυ­μού­σε ν’ α­κού­σει τον εθνι­κό ύμνο της χώ­ρας του!

Τό­τε το λα­ού­το άρ­χι­σε να παί­ζει μό­νο του!

Πε­ρί­ερ­γος, όπως πά­ντα, αλ­λά συ­γκι­νη­μέ­νος από τη μου­σι­κή, τους ρώ­τη­σε πού το ανα­κά­λυ­ψαν. Κι όταν εκεί­νοι του απά­ντη­σαν πως το εί­χε κά­ποιος μά­γος που πέ­θα­νε, ο αυ­το­κρά­το­ρας το πλη­σί­α­σε και χαϊ­δεύ­ο­ντάς το, πα­ρα­κά­λε­σε να παί­ξει ένα να­νού­ρι­σμα. Το λα­ού­το –όσο κι αν φαί­νε­ται πα­ρά­ξε­νο– άρ­χι­σε έναν τό­σο γλυ­κό σκο­πό, που κα­νέ­νας άν­θρω­πος πο­τέ δεν εί­χε ξα­να­κού­σει.

Ο αυ­το­κρά­το­ρας έκλει­σε τα μά­τια του με αγαλ­λί­α­ση, για­τί θυ­μή­θη­κε πως έμοια­ζε, κά­πως, με το να­νού­ρι­σμα που του τρα­γου­δού­σαν οι πα­ρα­μά­νες του όταν ήταν παι­δί.

«Όπως στα πα­ρα­μύ­θια», σκέ­φτη­κε. «Όπως στα πα­ρα­μύ­θια».

Τρο­μαγ­μέ­νος όμως πως θα τον έπαιρ­νε ο ύπνος όρ­θιο, διέ­τα­ξε το λα­ού­το να παί­ξει κά­τι εύ­θυ­μο. Κι εκεί­νο άρ­χι­σε να παί­ζει έναν από τους σκο­πούς που συ­νή­θι­ζαν στις γιορ­τές των ανα­κτό­ρων. Ο αυ­το­κρά­το­ρας εν­θου­σιά­στη­κε, αλ­λά η χα­ρά του δεν κρά­τη­σε για πο­λύ. Το λα­ού­το, χω­ρίς λό­γο, στα­μά­τη­σε να παί­ζει. Άδι­κα προ­σπα­θού­σαν όλοι με πα­ρα­κά­λια και κα­λο­πιά­σμα­τα να το ξανακάνουν να παί­ξει. Στά­θη­κε αδύ­να­το. Το λα­ού­το έμε­νε βου­βό. Ο αυ­το­κρά­το­ρας το ’πια­σε στα χέ­ρια του νευ­ρια­σμέ­νος και το τα­ρα­κού­νη­σε.

«Αν δεν παί­ξεις», ούρ­λια­ξε, «θα σε σπά­σω!»

Τό­τε εί­δε και τη μι­κρή περ­γα­μη­νή που κρε­μό­ταν τυ­λιγ­μέ­νη μέ­σα στο ηχείο. Νο­μί­ζο­ντας πως βρή­κε την αι­τία της βλά­βης, την ξε­τύ­λι­ξε με πε­ριέρ­γεια και διά­βα­σε τού­τα τα λό­για:

«Όλοι οι άν­θρω­ποι για μια φο­ρά μπο­ρούν να με ακού­σουν στη ζωή τους. Δυο φο­ρές θα μ’ ακού­σουν εκεί­νοι που το επι­θυ­μούν πά­ρα πο­λύ κι αυ­τό γί­νε­ται για να μην κα­τη­γο­ρή­σουν κα­νέ­ναν για απά­τη.  Τρεις φο­ρές όμως θα μ’ ακού­σουν αν η συ­νεί­δη­σή τους εί­ναι κα­θα­ρή. Γι’ αυ­τό, ο μό­νος προ­ο­ρι­σμός μου εί­ναι να παί­ζω μό­νο για τα παι­διά και μό­νο τα παι­διά να μ’ ακού­νε!»

Ο αυ­το­κρά­το­ρας έπε­σε σε συλ­λο­γή. Έστει­λε και φέ­ρα­νε τον εγ­γο­νό του. Κι όταν του εξή­γη­σε τι ήθε­λε, το λα­ού­το άρ­χι­σε πά­λι να παί­ζει και μό­νο το παι­δί άκου­γε.

Τα­πει­νω­μέ­νοι –αυ­το­κρά­το­ρας και συ­νο­δεία– που δεν μπο­ρού­σαν ν᾽α­κού­σουν, άφη­σαν το παι­δί στην αί­θου­σα μό­νο του και φύ­γα­νε ακρο­πα­τώ­ντας.

Ήταν η πρώ­τη φο­ρά που κα­τά­λα­βαν με­ρι­κοί πως εί­χαν με­γα­λώ­σει…

Must in

Ολυμπιακός – Μαρούσι 106-94: Ο Πίτερς μοίρασε τα… δώρα στο ΣΕΦ

Σε ένα παιχνίδι διαφήμιση για το επιθετικό μπάσκετ, ο Ολυμπιακός επιβλήθηκε του Αμαρουσίου με το εντυπωσιακό 106-94 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Απόρρητο