Πώς αλλάζει η Πολιτική στην Ευρώπη;
Ο πόλεμος του Πούτιν μας το θύμισε επιφέροντας μια απότομη στρατιωτικοποίηση της διεθνούς πολιτικής
Τα πράγματα στην Ευρώπη είναι μαύρα και τον χειμώνα θα γίνουν χειρότερα, λένε πολλοί ειδήμονες, αναλυτές και προφήτες. Ο πόλεμος συνεχίζεται, οι τιμές ανεβαίνουν, το αέριο λιγοστεύει, ο κορωνοϊός παραμονεύει. Δεν είναι και λίγα! Επιπλέον, η μία μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές χώρες δοκιμάζονται από πολιτικές εντάσεις, κυβερνητική αστάθεια ή κυριολεκτικές κυβερνητικές κρίσεις. Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, η κάθε μία με τον δικό της τρόπο, ανάλογα με τις ιδιαίτερες εθνικές καταστάσεις, όλες όμως αντιμέτωπες με τις τεράστιες προκλήσεις που θέτει η αλλαγή της ιστορικής εποχής. Ιδίως για την Ευρώπη, όπου προϋπήρχαν δομικές και μακρόχρονες τάσεις παρακμής: δημογραφικές, μειωμένης ανταγωνιστικότητας, περιορισμένου δυναμισμού στην καινοτομία, κλπ.
Αλλά η σημερινή φάση είναι διαφορετική. Δεν περιορίζεται στο σύνηθες ερώτημα quo vadis Europe? Πού πηγαίνεις Ευρώπη; Αυτό έχει λεχθεί χιλιάδες φορές, αφορούσε πρωτίστως την πορεία ενοποίησης της ΕΕ, εξέφραζε κυρίως τις ανησυχίες των οπαδών της σύγκλισης και τις ελπίδες τους να επιταχυνθεί η διαδικασία. Στην πραγματικότητα όμως η απάντηση ήταν δεδομένη. Η Ευρώπη ήξερε πού έπρεπε να πάει, άλλο αν θα κατάφερνε να φτάσει. Η παγκοσμιοποίηση που είχε σαν ατμομηχανή την οικονομία και ειδικά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, όριζε την τροχιά. Η Ευρώπη έπρεπε να τρέξει σε αυτόν τον δρόμο προσπαθώντας να κρατήσει τα επιτεύγματα του δικού της κοινωνικού μοντέλου αλλά και να γίνει πιο ανταγωνιστική μέσα σε έναν νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας που διαμορφωνόταν από τη νέα τεχνολογική επανάσταση και από την ενίσχυση της «Ανατολής» – ειδικά της Κίνας. Εξού η Πολιτική προσλαμβάνονταν κυρίως ως «προσαρμογή» στις παραμέτρους και τις δεσμεύσεις εκείνου του πλαισίου. Επ’ αυτού οι βασικές ιδεολογικές-πολιτικές οικογένειες έδιναν τις δικές τους απαντήσεις που συνέκλιναν σε πολλά, έτσι ώστε άλλοι να μιλούν για μια «ενιαία σκέψη» που υποτίθεται ότι είχε επικρατήσει. Στην πραγματικότητα η Πολιτική δεν ήταν μονόδρομος, ιδίως για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, οι οποίες έπρεπε σε σύντομο χρόνο να «εξευρωπαϊστούν», να υιοθετήσουν μέτρα και πρακτικές που ανέτρεπαν την εθνική ρουτίνα.
Ομως το παλαιό πλαίσιο ανατράπηκε πλήρως, μετά τις αλλεπάλληλες και επικαλυπτόμενες κρίσεις που εκδηλώθηκαν από τις αρχές αυτού του αιώνα και συνεχίζονται όλο και πιο δραματικές. Τώρα πλέον η Πολιτική έχει αποκτήσει μια πρωτοφανή δραματικότητα, γιατί δραματικά έχουν γίνει τα διλήμματα και τα διακυβεύματα, όπως και οι απαντήσεις που απαιτούν μακροχρόνιες στρατηγικές και στοχεύσεις. Αν και ο όρος είναι πολυχρησιμοποιημένος, η εποχή επιβάλλει την προτεραιότητα της Πολιτικής με την έννοια ότι αυτή θα κατευθύνει σε μεγάλο βαθμό την Οικονομία, την ενεργειακή πολιτική, το νέο μοντέλο ανάπτυξης, και θα δοκιμάσει να εξασφαλίσει την αναγκαία κοινωνική συναίνεση για να πραγματοποιηθεί η ιστορική μετάβαση που έτσι κι αλλιώς εξελίσσεται.
Το ότι η Πολιτική έχει γίνει δραματική, δεν σημαίνει ότι γίνεται αυτομάτως και σοβαρή. Δεν σημαίνει ότι προτάσσει το εθνικό έναντι του κομματικού συμφέροντος, τον θεμελιωμένο πολιτικό λόγο έναντι της επικοινωνιακής μπούρδας ή ότι οι ηγέτες ανταποκρίνονται στις νέες απαιτήσεις. Ακόμα χειρότερα, η παρακμιακή πολιτική μπορεί να γίνει εθνικά καταστροφική σε χώρες όπου το κομματικό παιχνίδι έχει μεγάλη αυτονομία, τα κόμματα δοκιμάζονται από κρίσεις ταυτότητας, και περιστασιακά συμβαίνει να βρίσκονται στα χέρια ασήμαντων ηγεσιών. Από αυτή την άποψη η ιταλική κυβερνητική κρίση είναι χαρακτηριστική. Πρωταγωνιστούν το λαϊκιστικό κόμμα των «Πέντε Αστέρων» που ξεφτίζει και κατακερματίζεται, ο ασήμαντος αρχηγός του Κόντε, και οι διεθνώς απαξιωμένοι ηγέτες της ιταλικής Δεξιάς (Σαλβίνι, Μπερλουσκόνι, Μελόνι) που παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι θα επικρατήσουν στις επόμενες εκλογές. Διαφορετική αλλά επίσης απογοητευτική είναι η κυβερνητική αστάθεια και οι πρωταγωνιστές της στη Βρετανία.
Σε τέτοιες πολιτικές συνθήκες, όπου οι προκλήσεις έχουν γιγαντωθεί ενώ η πολιτική αυτοϋπονομεύεται, μεγαλώνουν οι φόβοι, οι ανασφάλειες, και οι προειδοποιήσεις για κοινωνικές εντάσεις ενόψει του «ρωσικού χειμώνα» που θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη. Θα έχουμε νέα έκρηξη των λαϊκισμών; Δύσκολο να ξαναζήσουμε ένα ανοδικό κύμα όπως την προηγούμενη δεκαετία. Ιδιαίτερα, σε χώρες (π.χ. Ελλάδα) και με κόμματα (π.χ. Πέντε Αστέρια στην Ιταλία) όπου η «λαϊκιστική υπόσχεση» δοκιμάστηκε και απέτυχε. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος ενός κοινωνικοπολιτικού φαύλου κύκλου: μιας φοβισμένης και κατακερματισμένης κοινωνίας, που θα εκλέγει και θα αντιπροσωπεύεται από αδύναμα, ασταθή και δημαγωγικά πολιτικά υποκείμενα, τα οποία με τη σειρά τους θα επιτείνουν την κοινωνική δυσφορία.
Υπάρχει εντούτοις και η αντίθετη προοπτική: η αναζωογόνηση της δημοκρατικής Πολιτικής και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων. Είναι μια προοπτική δύσκολη, αλλά όχι φανταστική, κυρίως γιατί ωθείται από την ανάγκη. Σωστά έχει λεχθεί π.χ. ότι η Ευρώπη χρειάστηκε χρόνια για να αντιμετωπίσει την κρίση του ευρώ, μήνες για την πανδημία και μέρες για τον πόλεμο του Πούτιν. Ιστορία έχουν γράψει εξάλλου η στροφή της γερμανικής πολιτικής στα ζητήματα του πολέμου, η ένταξη της Σκανδιναβίας στο ΝΑΤΟ, όπως και η συντόμευση του χρόνου απεξάρτησης της Ευρώπης από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Αυτές οι αλλαγές γίνονται μπροστά στα μάτια μας, χωρίς ίσως να προλαβαίνουμε να αφομοιώσουμε την ιστορική τους βαρύτητα για τις δυτικές κοινωνίες. Ολες συνδέονται με τον πόλεμο ο οποίος ιστορικά είχε καθοριστικό ρόλο στη θεσμική, πολιτική και πολιτισμική ζωή των κοινωνιών μας.
Ο πόλεμος του Πούτιν μας το θύμισε επιφέροντας μια απότομη στρατιωτικοποίηση της διεθνούς πολιτικής. Οι πιθανές συνέπειες στον χαρακτήρα της Πολιτικής των δυτικών κοινωνιών είναι πολλές, ακόμα απροσδιόριστες, αλλά μεταξύ αυτών δύο έχουν ιδιαίτερη σημασία. Πρώτον, η επιστροφή της γεωπολιτικής και της στρατιωτικής επάρκειας στην εθνική και ευρωπαϊκή ατζέντα. Από μόνο του αυτό το σκηνικό δραματοποιεί τις πολιτικές επιλογές, ενισχύει την επιθυμία της κοινωνίας για αποτελεσματική και φερέγγυα ηγεσία με σχέδιο και στρατηγική. Δεύτερον, η διεθνής κρίση έχει πολιτικοποιήσει ακόμα περισσότερο τις εθνικές ταυτότητες, τους πολιτισμούς και τους τρόπους ζωής που αυτοί οργανώνουν. Πρώτος ο Πούτιν το διακήρυξε και μάλιστα με ορολογία 19ου αιώνα. Στο εσωτερικό της Ρωσίας και της Λευκορωσίας αυτά μεταφράζονται σε ένταση του αυταρχισμού, ωμή καταπάτηση των δικαιωμάτων των πολιτών, φυλακίσεις συνδικαλιστών και διώξεις των ΛΟΑΤΚΙ γιατί εκπροσωπούν τον «δυτικό ηθικό ξεπεσμό». Κατ’ αντιπαράθεση, η σύγκρουση μπορεί να ενισχύσει ένα ευρωπαϊκό/δυτικό «εμείς» που θα υπερισχύσει του εσωτερικού τεμαχισμού των δυτικών κοινωνιών, και θα δώσει μια ταυτοτική-αξιακή βάση στην αναγέννηση της δημοκρατικής Πολιτικής.
Καμία από τις δύο εξελίξεις δεν είναι νομοτελειακή. Σίγουρα όμως βρισκόμαστε σε ένα από εκείνα τα ιστορικά σταυροδρόμια που οι κοινωνίες διαλέγουν τον δρόμο που θα περπατήσουν για πολλές δεκαετίες. Αυτές οι καταστάσεις είναι ανοιχτές στην παρακμή. Προσφέρονται όμως και για την αναζωογόνηση των αξιών και των προταγμάτων της Πολιτικής. Είναι οι ιστορικές στιγμές που καθιερώνονται πολιτικές – ιδεολογικές ηγεμονίες, που αναπλάθεται το εθνικό-λαϊκό αίσθημα από εκείνους που πείθουν την κοινωνία ότι έχουν σχέδιο, στρατηγική και όραμα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις