Είναι περίεργο πράγμα η φωτιά. Mε μία ελαφρότητα την αποκαλούμε “λαίλαπα”, η “εφιάλτη”, ή κόλαση, αλλά όταν φτάνει η ώρα των μαθηματικών πράξεων πλέον δεν είναι τίποτε από αυτά. Στην αποτίμηση μιας καταστροφής οι δρόμοι είναι δύο: είτε αυτός που μιλάει για περιουσίες, στρέμματα και καταστροφή έτσι ξερά, χωρίς να συμπεριλαμβάνει τον ανθρώπινο πόνο, είτε ο άλλος. Αυτός που ασχολείται μόνο με την απόγνωση.

Δεν είναι υλική καταστροφή να καεί ένα σπίτι, ένα μαγαζί. Είναι καταστροφή του κόσμου σου. Είναι ξεριζωμός. Είναι θλίψη κι η θλίψη είναι ανθυγιεινή. Αν μιλάμε σαν άνθρωποι, τότε να μιλάμε με συναίσθημα. Να μένεις χωρίς σπίτι είναι ξεριζωμός. Όχι, δεν ξαναχτίζονται τα σπίτια, όχι μόνο επειδή φτωχοποιηθήκαμε, αλλά επειδή είναι ζωντανά όντα. Να αρχίζει ξανά εκ του μηδενός, χωρίς τα ταυτοτικά στοιχεία σου, το σπίτι, τις αναμνήσεις, τα ενθύμια, είναι ξεριζωμός.

Το ίδιο συμβαίνει και στην πόλη. Στο κέντρο της Αθήνας μυρίσαμε τον καπνό ανεπαίσθητα. Πέρυσι πέρασε από τα ασφαλή μας παντζούρια κι ο ουρανός είχε γεμίσει ομίχλη που έβρεχε αποκαϊδια. Δεν κινδυνεύαμε εκείνη την στιγμή, μόνο μακροπρόθεσμα και τότε και τώρα. Μένουμε χωρίς οξυγόνο. Όταν καίγεται η φύση, μένουμε χωρίς οξυγόνο.

Βλέπω καμιά φορά τις ξεσπιτωμένες αλεπούδες που έχουν κατέβει ως το Μαρούσι να ψάχνουν τροφή στα σκουπίδια, να κατασπαράζουν νεογέννητα γατιά, αποστεωμένες, μπερδεμένες και λέω, είμαστε οι αλεπούδες κι εμείς. Η πόλη άλλαξε, έγινε περισσότερο αφόρητη. Κάπως ήταν φιλική όταν μέσα στην αδιαπέραστη αδυναμία να υπάρχει μέσα της, στα καυσαέρια, τα εξωφρενικά ενοίκια, τα εξωφρενικά έξοδα, τη συλλογική ματαίωση της ύπαρξής μας, ήξερες -λίγο ήξερες- ότι δέκα, είκοσι χιλιόμετρα παραπέρα υπάρχουν πηγές, δέντρα, αέρας. Ήξερες ότι μπορείς να το σκάσεις για λίγο να νιώσεις ότι υπάρχει μια διέξοδος. Μια εκδρομή.

Το σύστημα των ενοχών τώρα πανηγυρίζει: οι άνθρωποι έχασαν τα πάντα κι εσύ λυπάσαι για τις εκδρομές, μου λέει. Αλλά είναι και το άλλο, όταν η ζωή γίνεται αφόρητη, είχες κάπου να πας να ξεκουραστείς για λίγο. Η πόλη είναι οργανισμός. Στο ένα της σημείο υποφέρουμε, δουλεύουμε, απογοητευόμαστε, ζούμε καθημερινά και στο δεύτερο σημείο της είναι το μη περαιτέρω, εκεί που μπορείς να πας για να δεις κάτι άλλο εκτός από τσιμέντο και λογαριασμούς του ρεύματος. Μια υπενθύμιση των πιθανοτήτων να ζήσουμε καλύτερα.

Χωρίς να δηλητηριαζόμαστε, έστω. Τόση καμένη γη μας κόβει το οξυγόνο, το κάνει πρώτα τοξικό, έπειτα λιγότερο. Μετά κάνει το έδαφος αδύνατο κι έρχεται ο χειμώνας και πνιγόμαστε. Είμαστε ενιαίος οργανισμός στην πόλη, αν ο εγκέφαλος, που είναι το δάσος, γεμίσει φλεγμονές, τρύπες, τα υπόλοιπα ζωτικά όργανα δεν ελέγχουν τον εαυτό τους.

Τίποτε δεν είναι πιο τρομακτικό από την πυρκαγιά. Ξεριζώνει τους ανθρώπους, σε άλλους κόβει το οξυγόνο, από όλους στερεί μια κοιτίδα ομορφιάς σε μία πόλη άσχημη, άκαρδη και παρατημένη στην ασχήμια της, με τα γκρίζα κτίρια και τα γκρίζα πρόσωπα και τα αδιέξοδα που οδηγούν -ξανά, διαρκώς- σε τσιμέντο.

Η καμένη Πεντέλη, ο καμένος Υμηττός πιο πριν, πέρυσι όσα εξαφανίστηκαν στις στάχτες, ένα εκατομμύριο στρέμματα (και παραπάνω) σε όλη την χώρα είναι το οξυγόνο που μας στερείται τόσα. Και η ομορφιά και η ζωή όπως την ξέραμε, με μια φύση να μας προστατεύει από τους καιρούς κι από τους ανθρώπους.

Καμιά φορά φοβάμαι ότι ζούμε σε μία γυαλιά, σαν κοινωνικό πείραμα. Πόσο θα αντέξουμε μέχρι να μη υπάρχει τίποτε πια για να έχεις λόγο να αντέχεις.