«Επιστρέφω διαρκώς στο παιδί που ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός»
Ο ηθοποιός, Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, κάνει έναν απολογισμό 30 χρόνων στη σκηνή και μιλάει για το θέατρο ως ένα «ταξίδι που αν και μοναχικό, το κάνουμε πολλοί μαζί»
Πώς χτυπάει ένα «καμπανάκι», ότι ένα αυτοβιογραφικό ή εξομολογητικό κείμενο, ή μια συνομιλία, αναδίνουν στο σύνολό τους μια μικρή ή μεγάλη συγκίνηση, όταν ξεκινάμε με μνεία των παιδικών χρόνων του ανθρώπου που αυτοβιογραφείται, εξομολογείται ή συνομιλεί. «Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια/ όπως από μια χώρα», λέει ένας στίχος του σπουδαίου ποιητή Γιώργου Σαραντάρη που, δυστυχώς άδικα και ανεξήγητα, δεν έχει πάρει την πρέπουσα θέση μέσα σε ένα σύνολο ποιητών όπως ο Κ.Π. Καβάφης, ο Οδ. Ελύτης, ο Τ. Λειβαδίτης, ο Γ. Σεφέρης, η Κ. Δημουλά, με τη σχεδόν καθημερινή τεκμηρίωση της ζωής μας χάρη στους στίχους τους. Ενας επιπλέον λόγος να αισθανόμαστε ευγνώμονες στον ηθοποιό Βασίλη Χαραλαμπόπουλο με αυτή την τόσο άμεση και αυθόρμητη παραπομπή στον δημιουργό της ποιητικής σύνθεσης «Στους φίλους μιας άλλης χαράς».
Τριάντα χρόνια στο θέατρο, είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για έναν πρώτο απολογισμό, πολύ περισσότερο όταν ο καλλιτέχνης που τον επιχειρεί αισθάνεται και ο ίδιος να αιφνιδιάζεται μ’ έναν χρόνο πολύ μικρότερης, για τη συνείδησή του, διάρκειας: «Μετά από τριάντα χρόνια που ούτε τα κατάλαβα πώς πέρασαν, αισθάνομαι να επιστρέφω διαρκώς στο παιδί που ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός. Με πόση ανεμελιά αποφάσιζα ν’ ακολουθήσω ένα τόσο δύσκολο επάγγελμα. Αλλά και πόσο ευτυχισμένος υπήρξα στο μεταξύ, αν αναλογιστώ πόσο μικρό ήταν το όνειρό μου σε σχέση με τα δώρα που μου έδωσε το θέατρο. Ως παιδί δεν σκεφτόμουν παρά πολύ απλά πράγματα, ότι θα γίνω ηθοποιός, ότι θα είμαι πάνω στη σκηνή, ότι θα κάνω τον κόσμο να γελάει, ότι θα γίνω διάσημος. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως όσο θα προχωρούσε αυτή η ιστορία που λέγεται θέατρο, ο σεβασμός που θα διαχέονταν μέσα μου, χάρη στη γνωριμία αυτή, θα μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι το θέατρο είναι κάτι απείρως μεγαλύτερο σε σχέση με το ματαιόδοξο όνειρο ενός παιδιού που θέλει να γίνει ηθοποιός.
Κατ’ αρχάς δεν είναι επάγγελμα. Το λέμε επάγγελμα γιατί βιοποριζόμαστε χάρη σ’ αυτό αλλά και γιατί, αν καταλάβαιναν πως θα το κάναμε ακόμη κι αν δεν πληρωνόμασταν, δεν θα μας έδιναν χρήματα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια τόσο ουσιαστική αγάπη ώστε να φτάνεις τελικά γνωρίζεις τον εαυτό σου μ’ έναν τρόπο που, αν δεν ήταν παρακινδυνευμένο, θα τον χαρακτήριζα ως μοναδικό. Οποιον χαρακτήρα κι αν υποδυθώ, επιστρέφω πάντα στον εαυτό μου και η σύγκριση αυτή έχει συχνά έναν ευεργετικό χαρακτήρα, αφού κατανοείς πληρέστερα τον τρόπο που μ’ αυτόν σε γαλούχησαν οι γονείς σου, το κοινωνικό σου περιβάλλον, με λίγα λόγια ο ίδιος ο χρόνος. Αν κάτι κατορθώνεις με το θέατρο, δεν είναι σε καμιά περίπτωση η δημοσιότητα που σου δίνει, είναι η ευτυχία που αισθάνεσαι να σε πλημμυρίζει και που σε κάνει καλύτερο ως άνθρωπο. Για μένα το θέατρο είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας και ψυχανάλυσης.
Σου μαθαίνει να διατηρείς την απλότητά σου γιατί μόνον έτσι μπορείς να ταξιδέψεις και να κολυμπήσεις μέσα στα βαθιά νερά των κλασικών ή των σύγχρονων έργων και των χαρακτήρων τους. Είναι ένα πολύ ωραίο, μοναχικό αλλά ταυτόχρονα και μη μοναχικό, ταξίδι το θέατρο. Μπορεί να πηγάζει μέσα από τη ματαιοδοξία του καθενός μας, αλλά μεγάλη παραμένει και η ανάγκη του καθενός μας να αισθανθεί τις δυνάμεις του να παντρεύονται με τις δυνάμεις των άλλων μέσα σ’ ένα περιβάλλον με σεβασμό γι’ αυτό που κάνουμε».
Αναπόφευκτο μέσα στον απολογισμό μιας δουλειάς τριάντα χρόνων στο θέατρο ή οπουδήποτε αλλού (πόσο μάλλον στο θέατρο που όπως έλεγε η αλησμόνητη Μάγια Λυμπεροπούλου «είναι μια μορφή τσαγκαρικής»), να ανατρέχει κανείς στους ανθρώπους, γνωστούς ή άγνωστους, ταπεινούς ή διάσημους, που έχουν υπάρξει δάσκαλοί του. Η «συνέχεια» άλλωστε είναι και το πολυτιμότερο περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να διεκδικήσει κανείς σ’ αυτή την, κατά τα άλλα, ακτήμονα ζωή: «Ως δασκάλους αναγνωρίζω το περιβάλλον που μέσα του μεγάλωσα, όχι μόνον γονείς, αδέλφια και παρέες, αλλά και απλούς ανθρώπους που γνώρισα ως παιδί και τους αγάπησα βαθιά. Οπως αίφνης μια θεία μου στο χωριό που έφτιαχνε θαυμάσιες πίτες και μαζί με μας καλούσε τους γειτόνους ή και αγνώστους για να φάμε όλοι μαζί. Πρόκειται για παραδείγματα που σε ωθούν ν’ ανακαλύψεις ποιο είναι το νόημα αυτής της ζωής. Εχω καταλήξει πως ο καλύτερος δάσκαλος είναι η αγάπη που συναντάς στη ζωή σου – σε βοηθάει να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Οταν δεχτείς αγάπη στη ζωή σου, γίνεται αναπόφευκτο να θέλεις με τη σειρά σου να την προσφέρεις στους άλλους, ο ουσιαστικότερος λόγος της ζωής μας είναι να δίνουμε και να παίρνουμε αγάπη.
Συχνά μάλιστα να δίνουμε, δίχως να περιμένουμε να πάρουμε, αφού, έτσι ή αλλιώς, η ζωή πάντα σε επιβραβεύει στο τέλος. Τώρα όσον αφορά τη δουλειά μου, δεν μπορώ να μην αναφέρω τη θεατρική μου μητέρα, την Ξένια Καλογεροπούλου. Οταν με διάλεξε να παίξω στον «Μορμόλη», όντας ηθοποιός δύο μόνον χρόνων, η χαρά μου δεν ήτανε ότι θα παίξω στο μαγικό θέατρο «Μικρή Πόρτα», όσο γιατί θα είχα ως δασκάλα μου την ίδια την Καλογεροπούλου. Η συμπεριφορά της απέναντι στο θέατρο, απέναντι στους ίδιους τους ηθοποιούς, μ’ έκαναν να θέλω να της μοιάσω, είναι αυτό που λένε «Μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις». Μου έμαθε το θέατρο σ’ έναν βαθμό που η ίδια δεν τον υποψιάζεται.
Τη νιώθω ως ένα κομμάτι της οικογένειάς μου. Καλώς ή κακώς με τους ανθρώπους που συναντιόμαστε σ’ αυτή τη δουλειά, θέλουμε, έχοντας όλοι μας μια ιδιαίτερη ευαισθησία, να μην προσπερνάμε ο ένας τον άλλον, νιώθουμε σαν να είμαστε συγγενείς ακόμη κι αν δεν βλεπόμαστε. Στο κάτω – κάτω όλοι μας είμαστε περαστικοί σ’ αυτή τη δουλειά, δεν μας ανήκει. Σ’ εμάς δίνεται η ευκαιρία και η τιμή να υπάρξουμε για λίγο ως ένα κομμάτι αυτής της υπόθεσης που λέγεται «θέατρο». Σημασία έχει το ταξίδι που αν και μοναχικό, το κάνουμε πολλοί μαζί».
Metoo και κρίση
Επειδή ακόμη και για έναν φύσει και θέσει αντικοινωνικό ή μοναχικό άνθρωπο, η ζωή του δεν παύει, σ’ ένα μεγάλο της ποσοστό, να συνιστά «επικαιρότητα» με όποιον τρόπο κι αν την αντιμάχεται προκειμένου να διασώζει την «εσωτερική του συνέχεια», επόμενο είναι στη συζήτηση μ’ έναν ηθοποιό, κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια, ν’ αναφερθείτε στην περίφημη υπόθεση «metoo».
«Καλώς ή κακώς οι καλλιτέχνες είναι μπροστάρηδες. Μπορεί η υπόθεση αυτή να ξεκίνησε από τον χώρο του αθλητισμού, δημιούργησε όμως το έναυσμα προκειμένου να μιλήσουν πολλοί άνθρωποι της τέχνης για πληγές που ενδέχεται πολλοί ανάμεσά τους να μη γνωρίζουμε ότι υπάρχουν. Αλλο να συζητάς μ’ έναν χαλαρό τρόπο για υπόνοιες κι άλλο να συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν κακοποιήσεις και συχνά μάλιστα τόσο τρομακτικές. Προσωπικά δεν έτυχε να γνωρίσω κάτι ανάλογο γιατί απέφευγα πάντα στη δουλειά να συνεργαστώ με τοξικούς ανθρώπους. Ωστόσο μετά το πρώτο σοκ, αισθάνεσαι πως κάτι μπορεί να γίνει και να σταματήσει το κακό, αφού δεν υπάρχει κανένας άγραφος νόμος που να λέει ότι χρειάζεται να δώσεις κάτι παραπάνω από το ταλέντο σου προκειμένου να σε πάρουν σε μια δουλειά. Ωστόσο αυτή η κατάχρηση εξουσίας δεν υπάρχει μόνο στον χώρο της τέχνης, υπάρχει παντού, αποδεδειγμένα. Ισως στον χώρο της τέχνης να υπάρχουν τα κότσια ώστε κάτι τόσο κατακριτέο να μπορεί να γίνεται γνωστό.
Βέβαια δεν είναι άμοιρο ευθυνών το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο που ό,τι γίνεται στον χώρο της τέχνης, το ενδιαφέρει σχεδόν αποκλειστικά κουτσομπολίστικα χωρίς να νοιάζεται για το τι γίνεται στους υπόλοιπους επαγγελματικούς χώρους, με την κατάχρηση δηλαδή εξουσίας όπως εκδηλώνεται ανάμεσα σε υφιστάμενους και κάθε λογής αφεντικά. Δεν αποκλείεται τα πράγματα σε πολλούς χώρους να είναι πολύ χειρότερα αλλά να μην το μάθουμε ποτέ. Ομως για να επιστρέψουμε στον χώρο του θεάτρου, όταν βλέπεις νέα παιδιά που έχουν τη λαχτάρα να υπάρξουν σ’ αυτή τη δουλειά, μόνο να χαίρεσαι μπορείς και όχι να σκέφτεσαι ότι θα εκμεταλλευτείς αυτή τη λαχτάρα τους για τις δικές σου κακοποιητικές προθέσεις.
Είμαι πάντως σίγουρος ότι η υπόθεση αυτή θα απαλλαγεί κάποια στιγμή από τον όρο «metoo» γιατί πρόκειται για έναν όρο ταμπέλα – κάτι σαν μόδα δηλαδή και δεν μπορεί να χαρακτηρίζει κάτι τόσο τρομερό. Τελικά αυτό που έχει σημασία είναι να μην κακοποιείται κανείς σε σχέση με τη δουλειά του. Βέβαια τα τελευταία χρόνια έχουμε ζήσει πάρα πολλά, ιδιαίτερα στη χώρα μας. Η οικονομική κρίση έφερε μια γενικότερη κρίση στις αξίες. Χάθηκε η σύνδεση ανάμεσα στους ανθρώπους της ίδιας της οικογένειας. Θα το πω μ’ ένα παράδειγμα. Πριν από την οικονομική κρίση, οι γονείς ήθελαν τα παιδιά τους να μορφωθούν, να γίνουν δάσκαλοι, γιατροί. Αλλά όταν οι ίδιοι οι γονείς απολύονται, χάνουν τη δουλειά τους, αδύναμοι καθώς αισθάνονται πια να συντηρήσουν την οικογένειά τους, χάνουν και τη δύναμη να συμβουλεύσουν τα παιδιά τους. Και ακούς ξαφνικά να λένε στα παιδιά τους: «Κάνε ό,τι νομίζεις προκειμένου να βγάλεις χρήματα. Γίνε μοντέλο, παίξε σε ριάλιτι στην τηλεόραση, προσπάθησε να γίνεις διάσημος». Ουσιαστικά ο ίδιος ο γονιός δίνει το βήμα στο παιδί του ώστε να κάνει ό,τι θέλει για να σωθεί. Ετσι όμως χάνεται η ελπίδα κι όταν χάνεται η ελπίδα χάνονται γενιές».
«Δίκοπο μαχαίρι»
Το συναρπαστικό όταν συζητάς μ’ έναν πραγματικό καλλιτέχνη είναι ότι μπορεί ν’ ανοίξει τόσο πολύ η βεντάλια των θεμάτων ώστε να περιλάβει μέσα της τόσο το πιο απομακρυσμένο υποτίθεται για μας πολιτικό ή καλλιτεχνικό πρόβλημα, ως την πιο αμελητέα λεπτομέρεια μιας σχεδόν ξεχασμένης προσωπικής περιπέτειας. Ανάμεσά τους χωράει βέβαια μια ερώτηση που «καίει» τον κάθε ηθοποιό κι έχει σχέση με τους ρόλους – κυρίως αυτούς που δεν έχει παίξει ακόμη: «Αντί να ονειρεύομαι τους ρόλους που θα ήθελα να παίξω, προτιμούσα να παρατηρώ πώς μου τα φέρνει τα πράγματα η ζωή και η ίδια η δουλειά. Εχω σκεφτεί πολλές φορές ότι το να λαχταράς έναν ρόλο χωρίς να ξέρεις αν μπορείς να τα καταφέρεις, είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Ενδέχεται αφοσιωνόμενος σ’ έναν ρόλο κι ενώ προσπαθείς να τον φέρεις βόλτα, ν’ αποδειχθεί για σένα κάτι καταστροφικό γιατί υπήρξε ένα απλό γινάτι. Για μένα είναι προτιμότερο αυτό που μου συμβαίνει ως σήμερα. Κάποιοι να βλέπουν σε μένα έναν ρόλο και να μου προτείνουν να τον παίξω. Αγκαλιάζω λοιπόν τον ρόλο αυτό και τον κάνω δικό μου. Υπάρχουν πάρα πολλά έργα και πάρα πολλοί ρόλοι, διστάζω όμως να τους αγγίξω γιατί δεν ξέρω αν οι ίδιοι θέλουν να τους αγγίξω. Αν υπάρχει η προοπτική αυτού του «αγγίγματος», θα έρθει με τη φωνή ενός σκηνοθέτη που θα μου πει: «Είδα σε σένα αυτό τον ρόλο, πιστεύω πως μπορείς να τον κάνεις τέλεια». Για μένα αυτό είναι κάτι πολύ ουσιαστικό που με κάνει επιπλέον να κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια. Χάρη σ’ αυτή τη «στάση» μου έπαιξα πολύ ωραίους ρόλους, έζησα πολύ ωραίες στιγμές, επιδαυριακές και άλλες, θα τολμούσα να πω πως όσα έχω ζήσει και συνεχίζω να ζω, είναι πολύ περισσότερα σε σχέση με όσα ονειρεύτηκα. Νιώθω ευγνώμων γιατί και αύριο ακόμη αν θα σταματούσα τη δουλειά αυτή, θα έχω κάνει τα περισσότερα σε σχέση με όσα επιθύμησα. Το να περιοριστείς στη δουλειά μας στις επιλογές σου μπορεί να σε οδηγήσει σε πολύ λάθος δρόμο. Αν και την αποτυχία, όταν την αναλύεις, παρατηρείς συνήθως πως συνιστά ένα κομμάτι της επιτυχίας, γιατί σου αλλάζει τον τρόπο σκέψης. Χώρια που αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο στη διαδρομή ενός καλλιτέχνη».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις