Long Covid: Ψυχολογία ή Βιολογία;
Τα μέχρι σήμερα επιστημονικά δεδομένα αποδεικνύουν επίσης ότι τα συμπτώματα της μακράς νόσησης COVID φαίνονται να είναι ανεξάρτητα από ήπια ή βαριά νόσηση ή νοσηλεία σε νοσοκομείο.
Γράφει ο Θανάσης Δρίτσας*
Η λοίμωξη-πανδημία COVID-19 έχει πέραν των επιπτώσεων στην υγεία προκαλέσει και μείζονες κοινωνικές επιπτώσεις. Ενα μεγάλο μέρος των επιπτώσεων αυτών φαίνεται ότι οφείλεται περισσότερο στην «ασθένεια του φόβου» και στα στρεσογόνα βιώματα του κοινωνικού περιορισμού παρά στις καθαρά βιολογικές δράσεις της λοίμωξης COVID. Πιθανώς οι πλέον σημαντικές και μακροπρόθεσμες επιπλοκές της πανδημίας (προφανώς δεν τις έχουμε δει ακόμη στην πλήρη έκτασή τους) να αφορούν την ψυχολογική πλευρά και την ψυχιατρική νοσηρότητα σε ολόκληρο τον πληθυσμό αλλά με έμφαση στους νέους και στα παιδιά.
Στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα προβάλλεται σταθερά η οντότητα μακρά νόσηση COVID (long COVID σύνδρομο) που σύμφωνα με την ιστοσελίδα του ΠΟΥ είναι η παρουσία συμπτωμάτων εύκολης κόπωσης, δύσπνοιας, διαταραχών μνήμης και αδυναμίας συγκέντρωσης αρκετούς μήνες μετά την αρχική νόσηση λόγω COVID. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι συμπτώματα μακράς νόσησης COVID αναφέρει περίπου το 25% από όσους νόσησαν κλινικά. Τα μέχρι σήμερα επιστημονικά δεδομένα αποδεικνύουν επίσης ότι τα συμπτώματα της μακράς νόσησης COVID φαίνονται να είναι ανεξάρτητα από ήπια ή βαριά νόσηση ή νοσηλεία σε νοσοκομείο. Η μη συσχέτιση με τη βαρύτητα της νόσου πιθανώς αναδεικνύει μιαν αξιοπρόσεκτη σχέση με την αρνητική ψυχολογία και την ενδεχόμενη ψυχιατρική παθολογία. Προφανώς απαιτείται περαιτέρω μακροχρόνια επιστημονική έρευνα πάνω στο σύνδρομο μακράς νόσησης COVID προκειμένου να ξεκαθαριστεί η σχέση μεταξύ των βιολογικών επιπλοκών και των διαταραχών του ψυχισμού στην παθογένεια του συνδρόμου αυτού.
Μαζική φοβία
Ενας μεγάλος αριθμός όμως ανθρώπων που νόσησαν ελαφρά και δεν νοσηλεύτηκαν από COVID, μεταξύ αυτών και πολλοί νέοι κάτω των 30 ετών που δεν ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, υφίστανται μεγάλη πίεση από γιατρούς πολλών ειδικοτήτων όσον αφορά τον «απαραίτητο» μαζικό έλεγχο ρουτίνας μετά από λοίμωξη COVID που αφορά πολλά οργανικά συστήματα (βλ. καρδιαγγειακό, αναπνευστικό κυρίως αλλά και λοιπά συστήματα). Ετσι κατακλύζονται μαζικά τα καρδιολογικά ιατρεία από ασυμπτωματικούς νέους που χωρίς σαφή κλινική ένδειξη προσέρχονται «φοβισμένοι» για έλεγχο ρουτίνας της καρδιάς τους. Καλλιεργείται δυστυχώς στον γενικό πληθυσμό η εντύπωση ότι όλοι πρέπει «απαραίτητα» να ελέγχονται καρδιολογικά μετά από λοίμωξη COVID, αυτή μάλιστα η μαζικότητα ελέγχων μετά από αναπνευστικές ιογενείς λοιμώξεις που (θεωρητικά) μπορούν να βλάψουν την λειτουργία της καρδιάς δεν έχει καταγραφεί ποτέ στο παρελθόν ως κοινωνικό φαινόμενο.
Επίσημες συστάσεις
Δημιουργείται αφενός σε κάποιον βαθμό τεχνητή ζήτηση υπηρεσιών υγείας, αφετέρου καλλιεργείται σε νέους ανθρώπους το αίσθημα μιας γενικευμένης «διά βίου» φοβίας ότι οπωσδήποτε η λοίμωξη COVID κάτι θα αφήσει (π.χ. στην υγεία της καρδιάς τους ή και σε άλλα όργανα), το οποίο θα πρέπει να ανακαλύψουν αργά ή γρήγορα! Αρκετές επιστημονικές εταιρείες έχουν ήδη καθορίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να εξετάζονται ασθενείς που νόσησαν με τη λοίμωξη COVID-19. Για παράδειγμα, πρόσφατα η Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία (ΕΚΕ) έχει διατυπώσει επίσημες προτάσεις για την εκτίμηση, εξέταση και παρακολούθηση ασθενών μετά από νόσηση COVID-19. Στο επίσημο κείμενό της η ομάδα των ειδικών της ΕΚΕ ξεκαθαρίζει ότι μόνο όταν συντρέχει κλινικός λόγος πρέπει να ελέγχονται πλήρως καρδιολογικά ασθενείς μετά από λοίμωξη COVID. Αναφέρεται χαρακτηριστικά η εξής πρόταση της ΕΚΕ: «Σε ασθενείς μετά από COVID-19 κρίνεται απαραίτητη η διενέργεια κάποιων βασικών και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και πιο εξειδικευμένων εξετάσεων επί κλινικών ενδείξεων. Δεν υπάρχουν καρδιολογικές εξετάσεις οι οποίες να ενδείκνυνται ως εξετάσεις ρουτίνας στο σύνολο των ασθενών που νόσησαν από COVID-19, συμπεριλαμβανομένων παιδιών και εφήβων».
Πότε χρειάζεται ιατρική εξέταση
Κάθε ασθενής που νοσεί από COVID-19 θα πρέπει να ενημερώνεται για την πιθανότητα συμπτωμάτων που συνήθως υποχωρούν μέσα σε 12 εβδομάδες από την έναρξη της νόσου και εμφανίζονται ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και την προηγούμενη κατάσταση της υγείας του. Σε περίπτωση μη βελτίωσης ή εμφάνισης νέων συμπτωμάτων οι ασθενείς θα πρέπει να εξετάζονται από τον θεράποντα ιατρό τους. Οι καρδιακές επιπλοκές που έχουν αναφερθεί μετά από COVID-19 είναι επιδείνωση καρδιακής ανεπάρκειας, νεοεμφανιζόμενη καρδιακή ανεπάρκεια, μυοκαρδίτιδα, θρομβοεμβολική νόσος, περικαρδίτιδα, και ισχαιμικό στεφανιαίο επεισόδιο.
Πολλοί ασθενείς οδηγούνται στον καρδιολόγο μετά από λοίμωξη COVID επειδή παρουσίασαν αύξηση της τροπονίνης στο αίμα – συνήθως η αύξηση αυτή σχετίζεται με καταστροφή μυοκαρδιακού ιστού. Ενα σημαντικό ποσοστό (μέχρι 28%) εμφανίζει αυξημένες τιμές τροπονίνης κατά τη νοσηλεία λόγω COVID. Η αύξηση της τροπονίνης μπορεί όμως να οφείλεται σε πολλαπλούς λόγους και όχι σε εμφάνιση στεφανιαίου συνδρόμου, μυοκαρδίτιδας ή περιμυοκαρδίτιδας, αλλά στην ίδια τη φλεγμονώδη διαδικασία, σε μυοκαρδιοπαθεια προκαλούμενη από το stress, σε υπόταση, σηπτική πορεία, μικροαγγειακή ενδοθηλιακή νόσο, υποξαιμία, αρρυθμία.
Μέτρον άριστον…
Σε έναν μεγάλο αριθμό ασθενών νέας ηλικίας οι οποίοι – χωρίς να έχουν νοσηλευτεί σε νοσοκομείο – παραπέμπονται για καρδιολογική εκτίμηση μετά από ήπια λοίμωξη COVID παραπονούμενοι για «εύκολη κόπωση και δύσπνοια» δεν αποδεικνύεται αντικειμενικά (μέσα από την πλέον κατάλληλη εξέταση που είναι η καρδιοαναπνευστική δοκιμασία κόπωσης) ότι υπάρχει μειωμένη αερόβια ικανότητα, στην πλειοψηφία των εξεταζομένων. Αυτό αποτυπώνει βέβαια η προσωπική μου εμπειρία του τελευταίου έτους, σίγουρα θα απαιτηθούν πολυκεντρικές κλινικές μελέτες με μεγάλους αριθμούς ασθενών για απόλυτη τεκμηρίωση στο μέλλον. Τονίζω ότι η εμπειρία μου αυτή αφορά νέους ανθρώπους που δεν νοσηλεύτηκαν και δεν νόσησαν σοβαρά. Αρα επειδή το αίσθημα δύσπνοιας/εύκολης κόπωσης είναι εξαιρετικά υποκειμενικό, ενδεχομένως να συμμετέχει σε αυτό είτε η αρνητική ψυχολογία που προέρχεται από τον «φόβο της COVID» είτε από την υπερβολή σε ιατρικές διαγνωστικές πράξεις και την ανησυχία που προκαλούν στον ασθενή.
Θα απαιτηθούν σίγουρα πολλές μελέτες στο μέλλον για να κατανοήσουμε τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των βιολογικών, των κοινωνικών και των ψυχολογικών παραμέτρων στην αντιμετώπιση της νόσου COVID-19. Η προσέγγιση ανάλογων ζητημάτων στην ιστορία της ιατρικής έχει αποδείξει ότι το κοινό χαρακτηριστικό στην πρώιμη αντιμετώπιση νέων και απειλητικών νοσημάτων ήταν πάντα η υπερβολή, την οποία καθοδηγούσε ο φόβος.
*Ο κ. Θανάσης Δρίτσας είναι καρδιολόγος, αναπληρωτής διευθυντής, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο.
Έντυπη έκδοση Το Βήμα
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις