Η Τουρκία ποτέ δεν έπαψε να έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Συρία. Άλλωστε, υπάρχει πάντα  και η ανάμνηση της εποχής που ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία η Τουρκία θεώρησε ότι ήταν η ευκαιρία που περίμενε για να μπορέσει να αποκτήσει ξανά μια σημαντική πολιτική παρουσία στη γειτονική χώρα και ένα λόγο στο πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα εκεί.

Ούτως ή άλλως, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία είχε άμεση επίπτωση στην Τουρκία. Αφενός, γιατί προκάλεσε μεγάλες προσφυγικές ροές που κατά κύριο λόγο κατέληξαν στο έδαφός της – για την ακρίβεια η Τουρκία ήταν η χώρα που υποδέχτηκε τον μεγαλύτερο αριθμό Σύριων προσφύγων σε σχέση με τα άλλα κράτη της περιοχής. Αφετέρου γιατί μέσα στην αποδιάρθρωση της Συρίας οι Κούρδοι της Συρίας κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχο των δικών τους πολιτοφυλακών ένα σημαντικό τμήμα της Συρίας, έχοντας από ένα σημείο και μετά την ανοιχτή υποστήριξη των ΗΠΑ που είδαν στις κουρδικές πολιτοφυλακές τον σύμμαχο που έψαχναν «επί του πεδίου» στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους. Πράγμα που σήμαινε ότι δυνάμεις που ουσιαστικά προέρχονταν από την ευρύτερη πολιτική επιρροή του PKK δοκίμαζαν ένα είδος οιονεί κρατικής συγκρότησης στο έδαφος της Συρίας δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία.

Πώς η Τουρκία ελέγχει περιοχές της Συρίας

Αυτό οδήγησε στις διαδοχικές στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στο Συριακό έδαφος. Επισήμως δικαιολογούνται ως κινήσεις που αποσκοπούν στο να απαντήσουν στον κίνδυνο της «τρομοκρατίας», όπως περιγράφει η Άγκυρα τις κινήσεις των Κούρδων. Όμως, σταδιακά έχουν τον χαρακτήρα και μιας μόνιμης τουρκικής παρουσίας στο έδαφος της Συρίας.

Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι η Τουρκία υποστηρίζει ένοπλες ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης, κατά βάση ισλαμιστικής ιδεολογίας, που δραστηριοποιούνται υπό την ομπρέλα του «Συριακού Εθνικού Στρατού». Ο τελευταίος αντιπαλεύει τις κυβερνητικές δυνάμεις που όμως έχουν την υποστήριξη της Ρωσίας και του Ιράν. Μέσα από την εξέλιξη των επιχειρήσεων και τις σταδιακές «εκκαθαρίσεις» άλλων περιοχών της Συρίας από ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις, η κυβέρνηση της Δαμασκού κατάφερε να ελέγξει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας εκτός από την περιοχή της Ιντλίμπ και μια ζώνη στα σύνορα με την Τουρκία και τις βορειοανατολικές περιοχές που ελέγχουν ακόμη οι Κούρδοι με την υποστήριξη και των ΗΠΑ που διατηρούν στρατιωτική παρουσία ιδίως εκεί όπου υπάρχουν πετρελαιοπηγές. Πλην της Ιντλίμπ, όπου έχει συγκεντρωθεί ένας σημαντικός αριθμός ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων και όπου τον έλεγχο έχει η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ, μια ένοπλη ισλαμιστική οργάνωση με ρίζες στην Αλ-Κάιντα στη Συρία και η οποία ακόμη θεωρείται επισήμως τρομοκρατική από τις ΗΠΑ, των περιοχών υπό κουρδικό έλεγχο και κάποιων θυλάκων όπου έχει ακόμη παρουσία το Ισλαμικό Κράτος, η Τουρκία ελέγχει τις υπόλοιπες περιοχές εκτός κυβερνητικού ελέγχου.

Σε αυτές τις περιοχές, που βρίσκονται κοντά στα τουρκικά σύνορα, η Τουρκία ουσιαστικά έχει επεκτείνει την κρατική της λειτουργία. Αυτή χρηματοδοτεί και εξοπλίζει τον «Συριακό Εθνικό Στρατό», υπάρχει παρουσία χιλιάδων Τούρκων στρατιωτικών, υπάρχει τουρκική εποπτεία του εκπαιδευτικού συστήματος, τα τουρκικά διδάσκονται ως δεύτερη γλώσσα στα σχολεία και υπάρχει προσωπικό από όλα σχεδόν τα υπουργεία της Τουρκίας, από δασκάλους και νοσηλευτές μέχρι υπεύθυνους για θρησκευτικά ζητήματα που διασχίζουν τα σύνορα για να εργαστούν στο συριακό έδαφος. Ουσιαστικά, περίπου δύο εκατομμύρια Σύριοι πολίτες αυτή τη στιγμή ζουν στις περιοχές της Συρίας που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Τουρκίας.

Σε αυτές τις περιοχές τα νοσοκομεία συντηρούνται από την Τουρκία, ηλεκτρικό ρεύμα έρχεται από την Τουρκία, τα Τουρκικά Ταχυδρομεία χρησιμοποιούνται για τις πληρωμές μισθών σε Σύριου εργαζομένους, αλλά και για τους τραπεζικούς  λογαριασμούς των τοπικών συμβουλίων, ενώ οι τουρκικές αρχές έχουν την επίβλεψη των προσλήψεων και των απολύσεων στις περιοχές της Συρίας που ελέγχου. Και φυσικά η Τουρκία εκπαιδεύει και πληρώνει περίπου 50.000 ενόπλους Σύριους, πέραν των Τούρκων στρατιωτικών που βρίσκονται στο Συριακό έδαφος σε βάσεις που έχουν χτιστεί, μαζί με έναν συνοριακό φράκτη μήκους 873 χιλιομέτρων.

Τα σχέδια της Τουρκίας για νέα στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία

Το τελευταίο διάστηκε η Τουρκία έχει δηλώσει ότι ετοιμάζεται για μια νέα στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία. Ο στόχος της και πάλι είναι να περιορίσει ακόμη περισσότερο τις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Κούρδων, επεκτείνοντας τη «ζώνη ασφαλείας» που έχει διαμορφώσει.

Στο στόχαστρο της Τουρκίας είναι δύο πόλεις: η Ταλ Ριφάατ και η Μανμπίτζ. Και οι δύο είναι σε περιοχές με ισχυρή παρουσία των κουρδικών πολιτοφυλακών και ο σκοπός της Τουρκία είναι επεκτείνοντας τον έλεγχο των δικό της στρατιωτικών δυνάμεων και των δυνάμεων του «Συριακού Εθνικού Στρατού» να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις κουρδικές περιοχές και να ελέγξει ακόμη περισσότερες περιοχές δυτικά του Ευφράτη.

Όλα αυτά συνδέονται και μια ακόμη βασική πλευρά του τουρκικού σχεδιασμού για τη Συρία. Η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται απλώς να ελέγξει ως «ζώνη ασφαλείας» αυτές τις περιοχές. Θέλει ταυτόχρονα να μεταφέρει σταδιακά στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο τουρκικών και φιλοτουρκικών δυνάμεων ένα σημαντικό μέρος από τα 3,7 εκατομμύρια Σύριους πρόσφυγες που σήμερα βρίσκονται στο έδαφος της. Με αυτόν τον τρόπο ελπίζει, πέραν όλων των άλλων, να αλλάξει και την εθνολογική σύνθεση σε αυτές τις περιοχές, έτσι ώστε να περιοριστεί σημαντικά η βαρύτητα του κουρδικού στοιχείο στη βορειοανατολική Συρία.

Οι πολλαπλές αντιρρήσεις στα τουρκικά σχέδια

Όμως, τα σχέδια αυτά δεν είναι τόσο εύκολο να προωθηθούν. Ο λόγος είναι ότι προσκρούουν πάνω στις αντιρρήσεις όλων των άλλων ξένων δυνάμεων που εμπλέκονται στη συριακή σύγκρουση.

Καταρχάς, οι δύο πόλεις που είναι στο στόχαστρο της Τουρκίας, μπορεί να έχουν ισχυρή κουρδική παρουσία, όμως ταυτόχρονα είναι και περιοχές που σταδιακά θέλουν να τις ελέγξουν οι κυβερνητικές δυνάμεις, με την υποστήριξη της Ρωσίας και της Συρίας. Ούτε η Δαμασκός, ούτε η Μόσχα και η Τεχεράνη θέλουν αυτή τη στιγμή να επεκταθεί η ζώνη που ελέγχει η Τουρκία ή να διακυβευτούν τα όσα έχουν πετύχει. Ιδίως όταν η πίεση από τη μεριά τους είναι να επεκταθεί η πραγματική επικράτεια που βρίσκεται υπό κυβερνητικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου κρίσιμων οδικών αξόνων. Επιπλέον, τόσο η συριακή κυβέρνηση όσο και οι σύμμαχοί τους ανησυχούν ότι εάν αλλάξουν χέρια οι Ταλ Ριφάατ και η Μανμπίτζ τότε θα διακυβευτεί η ασφάλεια στο Χαλέπι, μια πόλη για την οποία πάλεψαν σκληρά για να την ανακτήσουν.

Αυτό εξηγεί και γιατί στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής των χωρών που λειτουργούν ως εγγυητές της «Διαδικασίας της Αστάνα», η Ιρανική πλευρά, δια στόματος μάλιστα του ίδιου του Αγιατολάχ Χαμενεΐ επέμεινα ότι μια νέα τουρκική επιχείρηση στη Συρία θα έχει αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα, ενώ η Ρωσία στην επιμονή της Τουρκίας ότι η Ταλ Ριφάατ και η Μανμπίτζ είναι «εκκολαπτήρια τρομοκρατίας», απάντησε με την πάγια θέση ότι αυτές οι πόλεις πρέπει να περάσουν στον έλεγχο των Συριακών κυβερνητικών δυνάμεων.

Ούτε οι ΗΠΑ δείχνουν διατεθειμένες αυτή τη στιγμή να δουν τις κουρδικές πολιτοφυλακές να υποχωρούν έναντι της Τουρκίας, καθώς αποτελούν ακριβώς τη βασική δύναμη μέσω της οποίας έχουν λόγο στις εξελίξεις στη Συρία.

Όλα αυτά αποτυπώθηκαν όχι μόνο σε δηλώσεις, αλλά και στον τρόπο που το ανακοινωθέν της συνόδου της Τεχεράνης, μπορεί να περιλαμβάνει διάφορες γενικές αναφορές σε ζητήματα που αφορούν τις τουρκικές «ευαισθησίες» όπως είναι η καταδίκη «όλων των μορφών» τρομοκρατίας και η απόρριψη όλων των αποσχιστικών τοποθετήσεων, συμπεριλαμβανομένων «παράνομων πρωτοβουλιών για αυτοκυβέρνηση», όμως την ίδια στιγμή υπογραμμίζει τη θέση για τη διατήρηση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή  Τουρκία συνεχίζει να μεταφέρει εξοπλισμό προς τις περιοχές που ελέγχει στη Συρία, με τρόπους που να παραπέμπουν σε προετοιμασία για στρατιωτική επιχείρηση. Την ίδια στιγμή οι Κούρδοι έχουν προειδοποιήσει ότι σε περίπτωση νέας τουρκικής επίθεσης θα συνεργαστούν με τις κυβερνητικές δυνάμεις. Μένει να δούμε εάν αυτή τη φορά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα δοκιμάσει μια τέτοια κίνηση, ακόμη και εάν πρόκειται να τον φέρει σε ευθεία αντιπαράθεση με δυνάμεις με τις οποίες έστω και αναγκαστικά συνεργάζεται.