Γράφει ο Ντάνιελ Γέργκιν

Είναι η σημερινή ενεργειακή κρίση εξίσου σοβαρή όσο οι προηγούμενες, ιδίως εκείνη της δεκαετίας του ’70; Το ερώτημα αυτό τίθεται σε όλον τον κόσμο, ενώ οι καταναλωτές πλήττονται από τις υψηλές τιμές, οι επιχειρήσεις ανησυχούν για την ενεργειακή τροφοδοσία, οι πολιτικοί ηγέτες και οι κεντρικοί τραπεζίτες αγωνίζονται κατά του πληθωρισμού και οι χώρες αντιμετωπίζουν πιέσεις στο ισοζύγιο πληρωμών.

Ναι, η παρούσα ενεργειακή κρίση είναι εξίσου σοβαρή. Στην πραγματικότητα, είναι δυνητικά χειρότερη. Στη δεκαετία του ’70 η κρίση αφορούσε το πετρέλαιο, ενώ σήμερα περιλαμβάνει και το φυσικό αέριο, τον άνθρακα, ακόμη και τον κύκλο των πυρηνικών καυσίμων. Εκτός από το ότι τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, η σημερινή κρίση μετατρέπει την παγκόσμια αγορά σε μια αγορά κατακερματισμένη και πιο ευάλωτη στις αναταράξεις, εμποδίζοντας την οικονομική ανάπτυξη. Και μαζί με τη γεωπολιτική κρίση από τον πόλεμο στην Ουκρανία βαθαίνει ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις.

Η αρχή και οι αιτίες

Η σημερινή ενεργειακή κρίση δεν ξεκίνησε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αλλά τον περασμένο χρόνο, όταν εκτοξεύτηκε η ζήτηση για ενέργεια καθώς ο κόσμος ανέκαμπτε από την πανδημία της COVID-19. Τότε παρατηρήθηκε έλλειψη άνθρακα στην Κίνα και οι τιμές πήραν την ανιούσα. Ακολούθησε η παγκόσμια αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), με τις τιμές να εκτοξεύονται, ενώ αυξήθηκε και η τιμή του πετρελαίου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γερμανία: Από το ρωσικό «μαρτύριο της σταγόνας», στη χαλάρωση του «ταμπού» της πυρηνικής ενέργειας

Κανονικά, με τις τιμές της ενέργειας να ανεβαίνουν, μια χώρα όπως η Ρωσία θα είχε αυξήσει τις πωλήσεις φυσικού αερίου στον κυριότερο πελάτη της, την Ευρώπη, πάνω από την ελάχιστη ποσότητα που ορίζουν τα συμβόλαια. Δεν το έκανε. Εκείνη την εποχή φάνηκε σαν η Ρωσία να προσπαθούσε να προκαλέσει αύξηση των τιμών. Το Κρεμλίνο όμως μάλλον προετοιμαζόταν για τον πόλεμο.

Επειδή η Ευρώπη εξαρτιόταν από τη Ρωσία για το 35%-40% του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που καταναλώνει, ο Πούτιν υπέθεσε ότι οι Ευρωπαίοι θα διαμαρτύρονταν για την εισβολή, αλλά τελικά θα έμεναν παράμερα. Δεν προέβλεψε πώς θα αντιδρούσαν στον απρόκλητο πόλεμο στη γειτονιά τους.

Οι παράγοντες κινδύνου

Κοιτώντας προς τα εμπρός, πέντε παράγοντες θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την παρούσα ενεργειακή κρίση. Πρώτον, ο Πούτιν άνοιξε ένα δεύτερο μέτωπο στη σύγκρουση μειώνοντας τον όγκο του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Ο στόχος είναι να εμποδίσει τους Ευρωπαίους να συγκεντρώσουν αρκετά αποθέματα για τον επόμενο χειμώνα και να οδηγήσει σε νέες αυξήσεις των τιμών που θα προκαλέσουν οικονομικά προβλήματα και πολιτική διχόνοια.

Η Γερμανία πλέον αναμένει ότι θα υπάρξει ανάγκη για δελτίο στο αέριο και ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ προειδοποιεί για «μεταδοτικότητα τύπου Lehman» (αναφερόμενος στην οικονομική κρίση του 2008) αν η Ευρώπη δεν μπορέσει να διαχειριστεί την οικονομική αναστάτωση που προκαλεί η ενέργεια.

Δεύτερον, είναι απίθανη μια νέα πυρηνική συμφωνία με το Ιράν ή η αναζωογόνηση της παλαιάς. Συνεπώς δεν θα αρθούν οι κυρώσεις εναντίον της χώρας και αυτό σημαίνει ότι το ιρανικό πετρέλαιο δεν θα ρεύσει σύντομα προς τις παγκόσμιες αγορές.

Τρίτον, ακόμη και αν η Σαουδική Αραβία αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου για να «σταθεροποιήσει» την πετρελαϊκή αγορά, δεν πρόκειται να αναβλύσει χείμαρρος διότι ούτε η Σ. Αραβία ούτε τα ΗΑΕ μπορούν να παραγάγουν μεγάλη ποσότητα επιπλέον πετρελαίου σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Τέταρτον, η ζήτηση της Κίνας για πετρέλαιο μειώθηκε σημαντικά λόγω των lockdowns της πολιτικής «μηδενικής COVID» που περιόρισε δραστικά την οικονομική δραστηριότητα. Αλλά όταν αρθούν οι περιορισμοί, θα παρατηρηθεί μεγάλη αύξηση στη ζήτηση και κατανάλωση πετρελαίου.

Τέλος, όσο «στενή» και αν είναι η αγορά του αργού πετρελαίου, υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη στενότητα στον τομέα της διύλισης που παράγει βενζίνη, ντίζελ και αεροπορικά καύσιμα. Ο τομέας αυτός έχει εξελιχθεί σε ένα περίπλοκο αλληλένδετο παγκόσμιο σύστημα. Η Ρωσία διύλιζε προϊόντα που έστελνε στην Ευρώπη, ενώ η Ευρώπη έστελνε τη βενζίνη που δεν χρειαζόταν στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ και ούτω καθεξής.

Σε ορισμένα μέρη το σύστημα τα δίνει όλα, με τα αμερικανικά διυλιστήρια να λειτουργούν ήδη στο 95% των δυνατοτήτων τους. Αλλά το σύστημα γενικώς δεν μπορεί να ακολουθήσει τη ζήτηση. Τα ρωσικά διυλιστήρια λειτουργούν μόνο εν μέρει, στερώντας από την Ευρώπη προϊόντα πετρελαίου. Τα κινεζικά διυλιστήρια λειτουργούν κάτω από το 70% των δυνατοτήτων τους.

Η παγκόσμια ικανότητα διύλισης έχει μειωθεί κατά περίπου τέσσερα εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως λόγω πανδημίας, νέων κανονισμών και οικονομικών προκλήσεων. Αν προστεθεί ο κίνδυνος από ατυχήματα, κακές πολιτικές αποφάσεις και πλήγμα τυφώνα σε αμερικανικά διυλιστήρια στον Κόλπο του Μεξικού, η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη.

Υπάρχουν όμως μερικές χώρες που μπορούν να ενισχύσουν την παραγωγή. Ο Καναδάς, η τέταρτη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, θα μπορούσε να παραγάγει επιπλέον βαρέλια σε συνεργασία με τη μεγαλύτερη αγορά του, τις ΗΠΑ. Επίσης, η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ έχει επανέλθει και θα μπορούσε να προσθέσει 800.000 με ένα εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως – πολύ περισσότερα απ’ όσα όλος ο υπόλοιπος κόσμος μαζί.

Ο δύσκολος χειμώνας

Αλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να περιορίσουν την κρίση περιλαμβάνουν τις αλλαγές στις τιμές και πώς θα αντιδράσουν οι καταναλωτές. Τον Μάιο, η ζήτηση για βενζίνη στις ΗΠΑ ήταν 7% χαμηλότερη από τον Μάιο του 2019, πριν από την πανδημία. Μέρος της μείωσης οφείλεται στο ότι περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται από το σπίτι.

Η οικονομική επιβράδυνση θα μπορούσε επίσης να μειώσει τις τιμές. Ο τελευταίος παγκόσμιος δείκτης της S&P δείχνει αποδυνάμωση της οικονομικής ανάπτυξης. Η επιβράδυνση αυτή μπορεί να περιορίσει τη ζήτηση και να μειώσει τις τιμές της ενέργειας. Αλλά, βεβαίως, θα δοκιμάσει τη δυτική συμμαχία και ενότητα.

Το επόμενο εξάμηνο θα είναι κρίσιμο και θα φανεί αν η Ευρώπη θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τον επερχόμενο χειμώνα. Με μια απόφαση που ο Χάμπεκ αποκάλεσε «πικρή» αλλά «αναγκαία», η Ευρώπη θα κάψει περισσότερο άνθρακα. Στους δύσκολους μήνες που έρχονται, θα χρειαστεί περισσότερη συνεργασία ανάμεσα στις κυβερνήσεις και στον τομέα που χειρίζεται τις ενεργειακές ροές από τις οποίες εξαρτώνται οι σύγχρονες οικονομίες.

Ο κ. Ντάνιελ Γέργκιν, που θεωρείται «γκουρού της ενέργειας», είναι αντιπρόεδρος της S&P Global και συγγραφέας του «The New Map: Energy, Climate, and the Clash of Nations» (εκδόσεις Penguin, 2021) και του «The Prize» (εκδόσεις Free Press, 2008), για το οποίο έχει κερδίσει Βραβείο Πούλιτζερ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΒΗΜΑ