Ερντογάν ή αντιπολίτευση; Εχει «συμφέρον» η Ελλάδα για αλλαγή κυβέρνησης στην Τουρκία και κατά πόσο θα υπάρξει πραγματικά αλλαγή προς το καλύτερο αναφορικά με τις σχέσεις Αγκυρας – Αθήνας και διάθεση για αποφυγή προκλήσεων από τη γείτονα; Γιατί μπορεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να έχει εξελιχθεί σε έναν αυταρχικό «σουλτάνο», σύμφωνα με τα δυτικά ΜΜΕ, ωστόσο όπως υπενθυμίζει η «Welt» κατά την άνοδό του στην εξουσία το 2003 ήταν ο ηγέτης που προωθούσε τις μεταρρυθμίσεις, όταν η Αγκυρα διένυε τα «χρυσά χρόνια» των σχέσεών της με την ΕΕ.  Σήμερα ο τούρκος πρόεδρος χαρακτηρίζεται από τη «Welt», και όχι μόνο, ως «επικίνδυνος» αφού μία ήττα του στις εκλογές μπορεί να τον φέρει αντιμέτωπο ακόμα και με τη Δικαιοσύνη, και αυτό δεν μπορεί να το αντέξει.

Σε αυτό το πλαίσιο ο Ερντογάν επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τα ελληνοτουρκικά και ως «αντιπερισπασμό» στο εσωτερικό του. Εναν εποικοδομητικό «αποπροσανατολισμό» που θα λειτουργήσει συνδυαστικά ως ένα σωσίβιο για την πολιτική του επιβίωση, ενώ η οικονομία καταρρέει και απειλεί να τον καταδικάσει στην ήττα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Welt: Αν ο Ερντογάν χάσει τις εκλογές ίσως έρθει αντιμέτωπος με την Δικαιοσύνη και αυτό τον κάνει επικίνδυνο

Ο Ερντογάν γνωρίζει άλλωστε ότι η οικονομία είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να τον ανατρέψει. Η ίδια δύναμη που γέννησε το ΑΚΡ και του έδωσε την εξουσία απέναντι στα παραδοσιακά κόμματα της Τουρκίας το 2002. Σίγουρα η αντιπολίτευση υπόσχεται ελευθερίες και δικαιώματα, καταγγέλλει τις διώξεις των τούρκων αντικαθεστωτικών και ορκίζεται στις αρχές της δημοκρατίας. Ωστόσο για όσους γνωρίζουν την ιστορία της Τουρκίας, καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να δηλώνει «αθώα» και αδέσμευτη απέναντι στο «βαθύ κράτος».

Λύσεις στα προβλήματα

Στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας ο Ερντογάν της πρώτης δεκαετίας εμφανίστηκε ως ο πολιτικός ηγέτης που είχε τη διάθεση για λύσεις στα προβλήματα και όχι εντάσεις. Αμέσως μετά το 1999 και την ευκαιρία που έδωσε η «διπλωματία των σεισμών». Με τη ρητορική του να αλλάζει ριζικά, κυρίως, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016. Η ένταση κλιμακώθηκε σταδιακά και το 2020 έφτασε στο όριο του «θερμού επεισοδίου». Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας επανήλθαν στην ατζέντα με αρνητικό πρόσημο και από τότε και έπειτα ξεκίνησε και ένας ανταγωνισμός κυβέρνησης – αντιπολίτευσης για το ποιος θα εμφανιστεί με πιο εθνικιστικές θέσεις.

Και αν ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, εμφανίζεται να έχει την πλέον διαλλακτική ρητορική, ο αρχηγός του CHP, του κόμματος στο οποίο ανήκει, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου έχει επανειλημμένα κατηγορήσει τον τούρκο πρόεδρο για υποχωρήσεις στα ελληνοτουρκικά, ακόμα και για «δειλία», η οποία συνοδεύεται από απειλές κενές περιεχομένου.

Σε αυτό το κλίμα το γεγονός ότι η ένταση με την Ελλάδα μπαίνει δυναμικά στην προεκλογική ατζέντα της τουρκικής πολιτικής σκηνής με ακραίο εθνικιστικό πρόσημο επί του οποίου ανταγωνίζονται κυβέρνηση και αντιπολίτευση αυξάνει την ανησυχία για την επόμενη μέρα, όποια και αν είναι η κυβέρνηση στη γείτονα. Καθώς τα ελληνοτουρκικά γίνονται και επισήμως μία βάση εκτόνωσης και εξαγωγής της εσωτερικής έντασης… Με το δόγμα που κυριαρχεί να είναι «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ