Τα ρεκόρ του Φασιανού, οι «μουντζούρες» του Μπουζιάνη
Παρασκηνιακές λεπτομέρειες, παράδοξα στιγμιότυπα και αριθμοί από το χρηματιστήριο της ελληνικής τέχνης, όπως αποτυπώνονται στον τόμο για τις Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές Εκθέσεις 1938 - 1987
«Γεννήθηκε» με νόμο των Φιλελευθέρων το 1914, αλλά οργανώθηκε για πρώτη φορά το 1938 από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και τη βούληση του ίδιου του Ιωάννη Μεταξά να επεκτείνει τον κρατικό παρεμβατισμό σε πεδία της δημόσιας σφαίρας που μέχρι τότε παρέμεναν σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. «Απόγονος» του Παρισινού Σαλονιού που εμπνεύστηκε ο πρωθυπουργός του Λουδοβίκου ΙΔ’ Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ, το 1667, η Πανελλήνια Καλλιτεχνική Εκθεση, στις 15 διοργανώσεις της που πραγματοποιήθηκαν από το 1938 έως το 1987, φιλοξένησε 11.517 έργα 2.049 εικαστικών καλλιτεχνών. Χάρη στην περιοδική συμμετοχή σχεδόν όλων των καταξιωμένων ελλήνων καλλιτεχνών, την αθρόα προσέλευση κοινού, και την πληθώρα των τεχνοκριτικών που δημοσιεύονταν στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, αναδείχθηκε στον σημαντικότερο εκθεσιακό θεσμό που λειτούργησε σε τακτική βάση για περίπου μισό αιώνα.
Την ακτινογραφία αυτής της θεμελιώδους σημασίας για την ιστορία της ελληνικής τέχνης διοργάνωσης – που ήταν γνωστή στο ευρύ κοινό ως «έκθεση του Ζαππείου» και είχε τόση απήχηση ώστε είχε «τρυπώσει» ακόμη και στα κινηματογραφικά σενάρια της εποχής με αποτέλεσμα ο Ντίνος Ηλιόπουλος ως ζωγράφος Πίπης στις «Κυρίες της αυλής» (1965) να καμαρώνει ότι το έργο του είναι για την έκθεση του Ζαππείου – και η οποία παρέμενε αχαρτογράφητη, επιχειρεί με διεισδυτικό τρόπο η έρευνα «Ο Θεσμός της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Εκθεσης 1938 – 1987» που επιμελήθηκε ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης της Δύσης, στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος.
Η καθιέρωση καλλιτεχνών, ο μηχανισμός της αγοράς έργων τέχνης, οι τεχνοτροπικές τάσεις και οι αισθητικές αντιθέσεις, οι κριτικές, η άνοδος και τελικά η απαξίωση της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Εκθεσης είναι μερικά μόνο από τα θέματα που σε μεγάλο ποσοστό προσεγγίζονται για πρώτη φορά ερευνητικά μέσα από την εικονογραφημένη με φωτογραφικό υλικό εποχής έκδοση 248 σελίδων που φέρει την ποιοτική υπογραφή του οίκου «Μέλισσα» και περιλαμβάνει 14 μελέτες οι οποίες εστιάζουν σε επιμέρους περιόδους και πτυχές της ιστορίας του θεσμού, παράλληλα με καίρια ζητήματα που αφορούν την ευρύτερη ιστορία της ελληνικής τέχνης μέσα από κείμενα που υπογράφουν οι ιστορικοί Τέχνης Λευτέρης Σπύρου, Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Αφροδίτη Κουκή, Σπύρος Μοσχονάς, Αννυ Μάλαμα, Αρετή Αδαμοπούλου, Αλέξανδρος Τενεκετζής, Αρτεμις Ζερβού, Δημήτρης Παυλόπουλος, Γιάννης Μπόλης και Ανη Κοντογιώργη.
Η έκδοση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ομόθεμου ερευνητικού προγράμματος που υλοποιήθηκε στο Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών (ΙΤΕ) από τους Ευγένιο Δ. Ματθιόπουλο (επιστημονικό υπεύθυνο), τους μεταδιδακτορικούς ερευνητές Σπύρο Μοσχονά και Λευτέρη Σπύρου και την υποψήφια διδάκτορα Αφροδίτη Κουκή, με χρηματοδότηση του Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Καινοτομίας και της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Καινοτομίας και δεν διατίθεται στην αγορά. «ΤΑ ΝΕΑ» σταχυολόγησαν ενδιαφέροντα δεδομένα της έρευνας και τα παρουσιάζουν.
Σε αριθμούς: Από τις 15 Πανελλήνιες Εκθέσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 1938 έως το 1987 εκείνη με τον μεγαλύτερο αριθμό συμμετοχών και τα περισσότερα έργα ήταν του 1971, στην οποία έλαβαν μέρος 515 καλλιτέχνες με 1.111 έργα, ενώ στην πρώτη παρουσιάστηκαν 314 έργα με την υπογραφή 176 δημιουργών. Η ζωγραφική ήταν πάντα η κυρίαρχη μορφή τέχνης με τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση, ενώ την πιο ισχνή παρουσία είχε η εκκλησιαστική τέχνη – εμφανίστηκε μόνο το 1948 με 10 καλλιτέχνες (μόνο άνδρες) και 26 έργα – όπως και οι περφόρμανς, οι εγκαταστάσεις και τα χάπενινγκς που ήταν παρόντα μόνο στην έκθεση του 1987 με 17 καλλιτέχνες και 12 έργα. Οσον αφορά τη δημοφιλία των Πανελληνίων Εκθέσεων φαίνεται πως ήταν ιδιαιτέρως μεγάλη. Δημοσιεύματα του 1938 κάνουν λόγο για 50.000 επισκέπτες. Με δεδομένο ότι ο συνολικός πληθυσμός της τότε αποκαλούμενης Περιφέρειας Διοικήσεως Πρωτευούσης ήταν 1.124.109 άτομα, εκ των οποίων οι εγγράμματοι και κατά συνέπεια οι δυνητικοί επισκέπτες της έκθεσης έφταναν τους 742.000 (περί το 66% του πληθυσμού), εκτιμάται ότι ένας στους 15 είχε δει την έκθεση στο Ζάππειο. Το ενδιαφέρον φαίνεται πως παρέμεινε σταθερά μεγάλο και τα επόμενα χρόνια, καθώς αναφέρεται πως την τελευταία μόνο ημέρα της διοργάνωσης του 1975 πέρασαν από τον εκθεσιακό χώρο περί τα 100.000 άτομα.
Χρηματιστήριο τέχνης: Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Ο Αλέκος Φασιανός επί παραδείγματι, το 1960, σε ηλικία 25 ετών, πωλούσε ένα έργο του προς 1.500 δρχ. (σημερινή τιμή 412 ευρώ), πέντε χρόνια αργότερα προς 20.000 δρχ. (5.130 ευρώ) και το 1975 προς 220.000 δρχ. (30.750 ευρώ), δηλαδή μέσα σε μία 15ετία η αύξηση άγγιξε το 7.363%. Ο Νίκος Εγγονόπουλος το 1960 ήταν 53 ετών και πωλούσε τα έργα του προς 20.000 δρχ. (5.500 ευρώ), το 1965 τριπλασίασε τις τιμές του (60.000 δρχ. – 15.380 ευρώ) και το 1975 τις τριπλασίασε εκ νέου (170.000 δρχ. – 23.765 ευρώ), που σημαίνει ότι μέσα στη δεκαπενταετία οι τιμές των έργων του αυξήθηκαν κατά 750%. Το φαινόμενο της υπερκοστολόγησης ωστόσο – να σημειωθεί ότι οι τιμές ορίζονταν από τους ίδιους τους καλλιτέχνες και εκλαμβάνονταν ως ενδεικτικές αυτοαξιολόγησης σε συνδυασμό με την ελπίδα για μια καλύτερη αμοιβή σε περίπτωση που χρειάζονταν να τις διαπραγματευτούν με την επιτροπή αγορών – δεν εμφανίστηκε ξαφνικά στη δεκαετία του 1960 και εξής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το έργο του Γεώργιου Γουναρόπουλου «Θησεύς και Μινώταυρος» που κοστολογήθηκε από τον ζωγράφο προς 130.000 δρχ. για την Πανελλήνια Εκθεση του 1939 , ποσό ικανό να προκαλέσει το δημόσιο αίσθημα, δεδομένου ότι αντιστοιχούσε στο εισόδημα τεσσάρων και πλέον ετών μιας οικογένειας που διαβιούσε στο όριο της φτώχειας (28.000 δρχ. ετησίως) και ενώ την ίδια περίοδο το 38,5% των ελληνικών οικογενειών διέθετε ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο των 20.000 δρχ.
Γυναίκες στη σκιά: Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η έμφυλη διάσταση των εκθέσεων καθώς οι συμμετοχές καλλιτεχνίδων στη διοργάνωση συνιστούν δείκτη της αποδοχής των γυναικών στο πεδίο της τέχνης. Στην πρώτη Πανελλήνια του 1938 συμμετείχαν 43 γυναίκες (24,4% επί του συνόλου), μία δεκαετία αργότερα 90 (26%) και το 1960 ο αριθμός τετραπλασιάστηκε (160, ποσοστό 34,7%). Το 1975 οι γυναίκες έφτασαν να αποτελούν το 35,5% των συμμετεχόντων (239). Οι καλλιτέχνιδες δεν ήταν πάντα μόνο σταθερά λιγότερες από τους άνδρες συναδέλφους τους, αλλά υποεκπροσωπούνταν τόσο στις πολυμελείς επιτροπές κρίσεων – μόλις έξι γυναίκες από το 1938 έως το 1987 – ενώ καμία δεν τιμήθηκε με πρώτο βραβείο κατά τις τέσσερις πρώτες διοργανώσεις (καταργήθηκε η απονομή του μετά το 1948, όταν ματαιώθηκε η απόδοση του βραβείου στον Κωνσταντίνο Παρθένη μετά από παρέμβαση ακαδημαϊκών ζωγράφων και αντιδραστικών πολιτικών κύκλων). Οσον αφορά τις τιμές των έργων τους και οι γυναίκες προχώρησαν σε αυξήσεις των τιμών, αλλά πολύ πιο λελογισμένα. Στην έκθεση του 1939 επί παραδείγματι τρεις ζωγράφοι ανέβασαν την αξία των έργων τους στις 25.000 δρχ. (Μαρία Αναγνωστοπούλου – Βρανίκα, Σοφία Λασκαρίδου, Ελένη Ζογγολοπούλου), ενώ μόνο η Πηνελόπη Οικονομίδη είχε τολμήσει να ζητήσει τα διπλάσια χρήματα από την προηγούμενη έκθεση, ήτοι 40.000 δρχ. Για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης, στην ίδια έκθεση, 25 ζωγράφοι, πολύ κατώτεροι από τις προαναφερόμενες καλλιτέχνιδες, κοστολογούσαν τα έργα τους από 40.000 έως και 75.000 δρχ.
Οταν πλήρωνε ο κρατικός κορβανάς: Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για αγορές έργων έστω και σε τιμές μικρότερες από τις υπερτιμημένες του καταλόγου ήταν από τα μεγάλα ζητούμενα κάθε διοργάνωσης και οι προσδοκίες ήταν υψηλές καθώς η κυβέρνηση Μεταξά είχε κάνει πολύ γενναιόδωρη αρχή το 1938 διαθέτοντας 1,35 εκατ. δρχ. (194.500 ευρώ) και 1 εκατ. την επόμενη χρονιά (131.730 ευρώ). Οι αγορές ήταν μηδενικές το 1948 και το 1952, αλλά το 1957 επανήλθαν με 100.000 δρχ. (27.050 ευρώ), 800.000 δρχ. το 1960 (219.880 ευρώ) και κορυφώθηκαν το 1969 με 2,84 εκατ. δρχ. (660.199 ευρώ). Η τακτική της επιτροπής δε, να αγοράζει με το κονδύλι που είχε στη διάθεσή της έργα από όσο το δυνατόν περισσότερους καλλιτέχνες, στηλιτεύτηκε από τον Γ.Π. Σαββίδη στον «Ταχυδρόμο» ως «κακόφημο παζάρι επαγγελματικών προσόντων».
Οι «μουντζούρες» του Μπουζιάνη και το «σακί» του Γουναρόπουλου: Η «μεγάλη δόξα» των Πανελληνίων Εκθέσεων υπήρξε αναμφίβολα ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο οποίος απολάμβανε την καθολική αποδοχή τόσο των ειδικών όσο και του ευρύτερου φιλότεχνου κοινού, χωρίς να σημαίνει ότι έμεινε στο απυρόβλητο της κριτικής. Η «Προσωπογραφία της κυρίας Παρθένη» προκάλεσε αμηχανία επειδή ο ζωγράφος επέλεξε να φιλοτεχνήσει το πρόσωπο της συζύγου του κατά τρόπο ακαδημαϊκό με τους φιλονεωτεριστές κριτικούς να κάνουν λόγο για «κάπως παράξενη σύνθεση» και για έργο που δεν «πείθει οριστικά τον θεατή». Το «Μεγάλο Τοπίο της Υδρας» του «υπερμοντέρνου» Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα, στη μοναδική του συμμετοχή, το 1939, χαρακτηρίστηκε ως «τολμηρό πείραμα», ως έργο παραφορτωμένο με επίπεδα και σχήματα που κουράζει και θαμπώνει, ενώ οι συντηρητικοί τεχνοκρίτες σημείωσαν ότι ο κόσμος μπροστά στο έργο «σκάει στα γέλια και διασκεδάζει με την καρδιά του». Τα καλύτερα δεν γράφτηκαν το 1939 ούτε για τον Γεώργιο Μπουζιάνη, οι υδατογραφίες του οποίου θεωρήθηκαν «μουντζούρες» από τους συντηρητικούς, με τους νεωτεριστές να μην είναι και πολύ περισσότερο γενναιόδωροι σημειώνοντας ότι ο καλλιτέχνης έδειξε «μαεστρία εξαιρετικού εξπρεσιονιστού με γούστο χρωματικό» αλλά και ότι έδωσε και το «χονδρό βάρος της γερμανικής ψυχής». Ο «Θησέας» του Γουναρόπουλου γράφτηκε πως ήταν φουσκωμένος σαν ασκί. Αντιθέτως, με την πρώτη του εμφάνιση, το 1940, ο Γιάννης Μόραλης κέρδισε κοινό και κριτικούς που έκαναν λόγο για τον «εκλεκτό» της συγκεκριμένης διοργάνωσης και για «θριαμβευτική» είσοδο, χωρίς να λείψουν και οι φωνές που ανέφεραν ότι δεν ήταν «αληθινά ανήσυχος… ούτε βλέπει, ούτε έχει χρώμα».
«Οχι» στη φορολογία: Η έκθεση του 1955 ματαιώθηκε καθώς οι καλλιτέχνες αποφάσισαν να απέχουν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόφαση της κυβέρνησης να τους υποχρεώσει μεταξύ άλλων να διατηρούν λογιστικά βιβλία. Η επόμενη έκθεση διοργανώθηκε κανονικά το 1957 και αφού το υπουργείο Οικονομικών υπαναχώρησε σχετικά με τον τρόπο φορολόγησης των μελών του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου.
Χιούμορ από το… ψυγείο: «Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος διασκέδασε χθες πολύ με διάφορα υπερμοντέρνα και έξαλλα έργα της Πανελληνίου Καλλιτεχνικής Εκθέσεως του Ζαππείου. Επαιξε με τα σύρματα ενός σχεδίου (σ.σ.: πιθανόν να επρόκειτο για την «Ανοιξη» του Κώστα Τσόκλη από πολυεστέρα και σύρμα) και ερώτησεν εάν βγαίνη το πραγματικό σακάκι, όταν κάνει ζέστη, από ένα μπούστο υπερμοντέρνας γλυπτικής», αναφέρεται σε δημοσίευμα της εποχής. Το γλυπτό από ύφασμα και γυψοταινίες που προκάλεσε την απορία στον υψηλό καλεσμένο είναι το «Καλημέρα» του Βλάσση Κανιάρη.
- Λακωνία: Νεκρός ανασύρθηκε άνδρας από κτίριο στο οποίο ξέσπασε φωτιά
- Emily in Paris: Ο Γκάμπριελ τελικά και στην 5η σεζόν μετά την «ωμή» κριτική του
- GP Λας Βέγκας: Μία επιχείρηση με κέρδη άνω των 400 εκατομμυρίων δολαρίων
- Τζον Κένεντι: Το «πορτρέτο» του από τον εμβληματικό Λέοντα Καραπαναγιώτη
- Φοροδιαφυγή: Έρχεται σοκ και ΔΕΟΣ – Η νέα ομάδα για δύσκολες αποστολές
- Σπανούλης: «Την Κυριακή τους περιμένω όλους δίπλα στην Εθνική»