ΗΠΑ: Ο Τραμπ επιμένει να διεκδικήσει ξανά την προεδρία
Παρότι επισήμως δεν έχει ανακοινώσει την υποψηφιότητά του, ο Ντόναλντ Τραμπ προετοιμάζεται να διεκδικήσει ξανά την προεδρία των ΗΠΑ
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν φαίνεται να πτοείται από το ότι η ειδική επιτροπή της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων που εξετάζει τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 έχει φέρει στο προσκήνιο τον τρόπο που ο Τραμπ φέρει πραγματική ευθύνη για μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες της αμερικανικής πρωτεύουσας και ότι δεν έκανε τίποτα την ώρα που οι οπαδοί του εισέβαλαν στο Καπιτώλιο. Ούτε από τις αποκαλύψεις το πώς επέμεινε με κάθε τρόπο να αναζητά τρόπους να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα εκλογών τις οποίες έχασε καθαρά, καθώς ακόμη και τώρα υποστηρίζει ότι οι εκλογές του 2020 «εκλάπησαν» και ότι κανονικά αυτός θα έπρεπε να είναι ο εκλεγμένος πρόεδρος.
Γι’ αυτό και όταν επέστρεψε στον «τόπο του εγκλήματος», για να δώσει μια ομιλία στην Ουάσιγκτον, στο πλαίσιο της πρώτης συνόδου του Ινστιτούτου America First («Πρώτα η Αμερική») που ο ίδιος έχει ιδρύσει, στις 26 Ιουλίου, ο Τραμπ έκανε σαφές ότι πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει ξανά τις εκλογές: «Ήμουν υποψήφιος για πρώτη φορά και κέρδισα. Μετά ήμουν υποψήφιος για δεύτερη φορά και τα πήγα ακόμη καλύτερα. Πήραμε εκατομμύρα περισσότερες ψήφους. Μπορεί και να χρειαστεί και να το ξανακάνουμε», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του. Για να συμπληρώσει: «θέλουν στα αλήθεια να με καταστρέψουν έτσι που να μην μπορώ να εργαστώ για εσάς, και δεν νομίζω ότι αυτό θα συμβεί». Η ίδια η ομιλία ήταν αφιερωμένη σε θέματα ασφάλειας και ο Τραμπ διατύπωσε την πρότασή του που είναι να υπάρχει θανατική ποινή, που να εκτελείται σχετικά γρήγορα, για τους εμπόρους ναρκωτικών και ότι εφαρμόζουν οι χώρες που έχουν μικρότερο πρόβλημα ναρκωτικών.
Ο Τραμπ παραμένει η προτίμηση μεγάλου μέρους των Ρεπουμπλικάνων
Παρότι δεν είναι επισήμως υποψήφιος, ο Τραμπ μετριέται αυτή τη στιγμή στις δημοσκοπήσεις και μέχρι τώρα παραμένει ο υποψήφιος με τη μεγαλύτερη απήχηση στο εκλογικό ακροατήριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Μια πρόσφατη δημοσκόπηση που έγινε για λογαριασμό της εφημερίδας New York Times έδειξε ότι ο Τραμπ παραμένει ο υποψήφιος που προτιμούν οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι. Εάν γίνονταν προκριματικές εκλογές για τον υποψήφιο πρόεδρο για τις εκλογές του 2024, το 49% θα προτιμούσε τον Ντόναλντ Τραμπ, με τη δεύτερη επιλογή να είναι ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις με 25% και κανέναν άλλο υποψήφιο να μην συγκεντρώνει διψήφιο ποσοστό.
Παρότι, σχολιάστηκε ότι λίγο πάνω από τους μισούς ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικανων δεν τον θέλουν για υποψήφιο, εντούτοις είναι σαφές ότι παραμένει ο δημοφιλέστερος πολιτικός στο κόμμα του. Και επιπλέον, αρκετές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να κερδίσει τον Τζο Μπάιντεν σε μια νέα εκλογική μάχη. Βεβαίως σε αυτό παίζει ρόλο και το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα έχει υποχωρήσει σημαντικά και η δημοτικότητα του πρόεδρου Μπάιντεν, που είναι στο στόχαστρο της κοινωνικής δυσαρέσκειας ιδίως εξαιτίας της αύξησης του πληθωρισμού.
Την ίδια στιγμή ο Τραμπ εξακολουθεί να παίζει ενεργό ρόλο στα τεκταινόμενα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, στηρίζοντας αρκετές υποψηφιότητες στις εκλογές του Νοεμβρίου, ενίοτε και πηγαίνοντας κόντρα στην κομματική «γραμμή» σε προκριματικές εκλογές. Με αυτό τον τρόπο, επιδιώκει να επεκτείνει και να κατοχυρώσει την επιρροή του στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Με αυτό τον τρόπο ακόμη και εάν το παραδοσιακό κατεστημένο του εξακολουθεί να τον βλέπει αρνητικά, επιδιώκει να υπάρχουν γερουσιαστές, μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων και Κυβερνήτες που τον στηρίζουν. Μάλιστα, στην προσπάθεια να διευρύνει ακόμη περισσότερο την επιρροή του και στα τοπικά πολιτειακά νομοθετικά σώματα, παρότι συνήθως πρώην πρόεδροι και γενικά στελέχη ομοσπονδιακού επιπέδου δεν παρεμβαίνουν ε αυτές τις εκλογές.
Όμως, ο Τραμπ έχει κατ’ επανάληψη υπογραμμίσει ότι θεωρεί ότι τα τοπικά πολιτειακά νομοθετικά σώματα παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των αποτελεσμάτων των εκλογών, όπως φάνηκε και η επιλογή του το 2020 να πιέσει του νομοθέτες σε Πολιτείες που κέρδισε ο Μπάιντεν ώστε να ανατρέψουν το αποτέλεσμα υπέρ του. Επιπλέον, με βάση μια αναμενόμενη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, που θα επεκτείνει την ικανότητα των πολιτειακών νομοθετικών σωμάτων να ορίζουν τους κανόνες των εκλογών, η σύνθεσή τους αποκτά μια σημασία παραπάνω. Άλλωστε, μια από τις βασικές «γραμμές» της σημερινής έντονα συντηρητικής σύνθεσης του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι ακριβώς μια προτεραιότητα στη νομοθέτηση από τις ίδιες τις Πολιτείες.
Παρότι αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι δεν συμφωνούν με τον Τραμπ, εντούτοις ο τέως Πρόεδρος έχει καταφέρει να έχει μια ιδιαίτερη ισχυρή βάση μέσα στο κόμμα του. Μια βάση που δεν συγκροτείται μόνο πάνω σε κάποιες γενικές αναφορές και την κατά Τραμπ εκδοχή συντηρητισμού, αλλά και πάνω ακριβώς στη θέση ότι το 2020 οι εκλογές «εκλάπησαν» από τον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικάνους. Και αυτό σημαίνει ότι έχει ισχυρή βάση, που κατά βάση στηρίζει τον ίδιο και όχι μόνο τις προτάσεις τους.
Ο Μάικ Πενς προσπαθεί να είναι ο αντι-Τραμπ υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων
Σε αυτό το τοπίο, ξεδιπλώνει σιγά σιγά τη στρατηγική του και τέως Αντιπρόεδρος Μάικ Πενς. Ο Πενς, που είχε βρεθεί απέναντι στον Τραμπ το 2021, καθώς ως προεδρεύων της Γερουσίας είχε επικυρώσει τα εκλογικά αποτελέσματα και την εκλογή Μπάιντεν, είχε κρατήσει αρχικά ένα χαμηλό προφίλ, όμως το τελευταίο διάστημα έχει αρχίσει να κάνει κινήσεις που ταιριάζουν σε υποψήφιο. Παρότι τα ποσοστά του είναι ακόμη χαμηλά στις δημοσκοπήσεις, εντούτοις έχει ένα κλασικό συντηρητικό προφίλ που ταιριάζει στους Ευαγγελικούς χριστιανούς που είναι βασικό τμήμα του ρεπουμπλικανικού ακροατηρίου και προσπαθεί να δείξει ότι αυτός κοιτάει μπροστά, επιλέγοντας και κινήσεις συμβολισμού που παραπέμπουν στην αποστασιοποίησή του από τον Τραμπ, στηρίζοντας για παράδειγμα άλλους υποψηφίους από αυτούς που προτείνει ο τέως Πρόεδρος. Ωστόσο, την ίδια στιγμή θα πρέπει να αποδείξει ότι όντως μπορεί να δώσει μια διαφορετική προοπτική, την ώρα που για τους οπαδούς του Τραμπ παραμένει persona non grata.
Οι εκλογές του Νοεμβρίου
Πολλά θα κριθούν και από το τι θα συμβεί στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2022, όπου θα επανεκλεγεί το σύνολο της Βουλής των Αντιπροσώπων, το ένα τρίτο της Γερουσίας και αρκετοί Κυβερνήτες.
Οι εκλογές αναμένεται να σηματοδοτήσουν μια επιστροφή των Ρεπουμπλικανών στο προσκήνιο, που εκμεταλλεύονται και τη φθορά της κυβέρνησης Μπάιντεν, που επιτείνεται από τα προβλήματα στην οικονομία και ιδίως τον πληθωρισμό. Αυτό αναμένεται να εκφραστεί με το ισχυρό ενδεχόμενο οι Ρεπουμπλικάνει να αποκτήσουν τον έλεγχο της Βουλής, του σώματος που είναι πιο «αναλογικό» ως προς τις συνολικές τάσεις στη χώρα. Ως προς τη Γερουσία, όπου θα εκλεγεί μέρος μόνο και όπου κάθε Πολιτεία, ανεξαρτήτως μεγέθους εκπροσωπείται από δύο γερουσιαστές, τα πράγματα είναι αμφίρροπα, όμως και εδώ Ρεπουμπλικάνοι έχουν ισχυρή πιθανότητα να κερδίσουν, κάτι που θα σηματοδοτεί ότι έχουν και τον συνολικό έλεγχο του Κογκρέσου, εξανεμίζοντας το πλεονέκτημα που είχαν μέχρι τώρα οι Δημοκρατικοί, να ελέγχουν, δηλαδή, και την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία.
- Η αποστολή του Άρη για το παιχνίδι με τον Αστέρα
- Πώς η κλιματική αλλαγή απειλεί τους εργαζόμενους – Απαιτούνται λύσεις
- Βασίλης Καρράς: Τι αποκαλύπτει ο βιογράφος του τραγουδιστή έναν χρόνο από τον θάνατο του
- Τα είχα χαμένα! Ο Ρέιφ Φάινς για τη συνεργασία του με τη Τζένιφερ Λόπεζ
- Κουκουβάγια «προσγειώθηκε» στην κορυφή χριστουγεννιάτικου δέντρου – Μπήκε από την καμινάδα
- Επίδομα θέρμανσης: Αύριο η καταβολή της πρώτης δόσης