Σήμερα, 29 Ιουλίου 2025, είναι τα πρώτα γενέθλια του Μίκη Θεοδωράκη χωρίς τον ίδιο εν ζωή. Ο σπουδαίος συνθέτης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1925 στη Χίο και πέθανε στην Αθήνα τον περασμένο Σεπτέμβριο (2.9.2021). Με την πολυετή δράση του, πολιτιστική, πολιτική και κοινωνική καθόρισε όσο λίγοι την ταυτότητα του νέου ελληνισμού.

Πώς όμως ήταν ο Μίκης παιδί; Οι αφηγήσεις του στο «ΒΗΜΑ» το 1999 και στα «ΝΕΑ» το 2010 μάς βοηθούν να σχηματίσουμε το παιδικό του πορτραίτο.

O Mίκης Θεοδωράκης σε ηλικία περίπου 2 ετών, στην αγκαλιά του πατέρα του Γιώργου

«Ποιος σας φώναξε για πρώτη φορά Μίκη; Ρωτά ο Σταύρος Θεοδωράκης τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ο θείος μου Αντώνης Πουλάκης, αδερφός της μητέρας μου όταν ήμουν 3 ετών.

Ησασταν παιδί της μητέρας σας- όπως τα περισσότερα αγόρια- ή του πατέρα σας; 
Και των δύο.

Ποιο ήταν το αγαπημένο σας παιχνίδι;
Κλέφτες και αστυνόμοι, βώλοι, ο χαρταετός που κάναμε βέβαια πάντα μόνοι μας και αργότερα το ποδόσφαιρο.

Σε ποια ηλικία ξεχειλίζατε από ταλέντο; 
Από 12 ετών.

Ποια μυρωδιά σάς επιστρέφει ακόμη και σήμερα στην παιδική σας ηλικία;
Του βασιλικού.

Ποια είναι η πρώτη πρώτη παιδική σας εικόνα;
Ο παγωτατζής με τα χωνάκια στη Μυτιλήνη. Ημουν 3 ετών.

Με ποιες μουσικές μεγαλώσατε;
Της μαμάς, της γιαγιάς και του πατέρα μου.

Της μαμάς;
Τραγούδια της Μικρής Ασίας αλλά και τα μοντέρνα τραγούδια της δικής της εποχής.

Της γιαγιάς;
Η γιαγιά έψελνε, εκκλησιαστικούς ύμνους δηλαδή και μετά σμυρνιώτικα.

Του πατέρα σας;
Ριζίτικα τραγούδια μόνο».

Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αναφερθεί στον πατέρα του και την κληρονομία που έλαβε από αυτόν, το 1999, στον Θανάση Λάλα.

«Υπάρχουν πράγματα τα οποία πιστεύετε ότι έχετε πάρει από τον πατέρα σας;
Το πρώτο που πήρα από αυτόν είναι το πατριωτικό πάθος, το οποίο μου το μετέδωσε, διότι ήταν από μια οικογένεια αγωνιστών της Κρήτης με μεγάλη παράδοση.

»Ο προπάππος μου, ο πεθερός του παππού μου, ήταν ο Χάλης, ο στρατηγός της Κρήτης. Ο αδελφός του είχε γράψει το ‘Πότε θα κάνει ξαστεριά’. Ένας άλλος πάλι συγγενής του πατέρα μου, ο Θοδωρομανώλης, ήταν ο μεγαλύτερος λυράρης της Κρήτης. Θεωρείται ο συνθέτης των ριζίτικων. Από εκεί μάλλον πήρα και τη φλέβα τη μουσική. Κάθε πρωί λοιπόν ο πατέρας μου, μου διηγιόταν και μια ιστορία από τις επαναστάσεις της Κρήτης.

(…)

»Όταν ήμουν μικρός έτρεχα μόλις ξύπναγα το πρωί από το κρεβάτι μου και έπεφτα πάνω στους γονείς μου. Έκανα βουτιά ανάμεσά τους. Και αυτοί κάθε πρωί με περίμεναν. Ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι τους υπήρχε ένα μεγάλο χαλί στον τοίχο, το οποίο απεικόνιζε ένα βασιλόπουλο να φεύγει και να αποχαιρετάει την Αρετούσα.

»Κάθε φορά ξεκινούσε τις διηγήσεις του από αυτή τη σκηνή του αποχαιρετισμού και μου έλεγε όλες αυτές τις ιστορίες της Κρήτης. Το μυαλό λοιπόν ήταν γεμάτο πατριωτικές ιστορίες.

»Ο πατέρας μου σε ηλικία 16 ετών αποφάσισε με ορισμένους συμμαθητές του – μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Λαμπράκης (σ.σ. ο ιδρυτής του «ΒΗΜΑΤΟΣ» και των «ΝΕΩΝ»), ο πατέρας του Χρήστου του Λαμπράκη, ο οποίος ήταν συμμαθητής του πατέρα μου από την Α’ Δημοτικού ώσπου τελείωσαν το Γυμνάσιο – να μπουν κρυφά στο αμπάρι ενός πλοίου μαζί με άλλους κρήτες σπουδαστές και να πάνε στην Αθήνα, όπου κατεργάστηκαν και δημιούργησαν τον Λόχο Κρητών Σπουδαστών.

Η περιπετειώδης συνάντηση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο

»Επήγανε στο Μπιζάνι επάνω, όπου ο πατέρας μου τραυματίστηκε πολύ βαριά και αυτό το διηγιόταν σαν το μεγαλύτερο κατόρθωμά του. Και για να μην έχω καμία αμφιβολία, με πήγαινε συχνά στο Μπιζάνι…Ιδιαιτέρως όταν ήταν γενικός διευθυντής στην Ήπειρο επί Βενιζέλου. Τον Βενιζέλο τον είχαμε φιλοξενήσει και στο σπίτι μας στα Γιάννενα.

(…)

»Θυμάμαι ότι τον κατούρησα κιόλας. Με πήρε στην αγκαλιά του και τον κατούρησα. Δεν θέλησαν οι δικοί μου να με βάλουν μαζί με τον κύριο Πρόεδρο και εγώ θύμωσα. Οπότε είπε ο Βενιζέλος στον πατέρα μου: “Ασ’ το παιδί, Γιωργάκη, να το πάρω στην αγκαλιά μου”. Kαι εγώ μόλις με πήρε αγκαλία τον κατούρησα. Τον τιμώρησα». (γέλια)

Ο μαθητής Μίκης «συναντά» τον Κομμουνισμό

»Όταν μας έκανε ο Μεταξάς (σ.σ. ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς) αντικομμουνιστική πλύση εγκεφάλου, ήταν αστεία πράγματα. Θυμάμαι στην τρίτη γυμνασίου είχαμε κάθε Τετάρτη Εθνική Αγωγή. Κάναμε βάδην μέσα στο προαύλιο του σχολείο, κάτι σαν παρέλαση και εμείς κοιτάζαμε την ώρα να σηκωθούμε να φύγουμε. Καμιά φορά βγάζανε και κανένα λόγο. Ένα πρωί μου λέει ο καθηγητής της Χημείας: “Θεοδωράκη, το βράδυ θα μας μιλήσεις εσύ για τον κομμουνισμό”. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτή τη λέξη. (…) Αναρωτιόμασταν λοιπόν όλοι στο σχολείο: “Tι σημαίνει κομμουνισμός”. Πάω στο σπίτι να ρωτήσω τον πατέρα μου, αλλά ο πατέρας μου είχε περιοδεία και η μητέρα μου τηγάνιζε ψάρια. Μπαίνω λοιπόν μέσα στην κουζίνα και λέω:

–       Mαμά, τι είναι ο κομμουνισμός;

–       Eίναι κακό πράγμα. Moυ λέει η μάνα μου κοφτά.

–       Δηλαδή; Τι κάνουν οι κομμουνιστές;

–       Είναι, λέει η μάνα μου, σαν τους εβραίους.

–       Δηλαδή; Βάζουν και αυτοί τα παιδιά μέσα στο βαρέλι;

»Πρέπει να πω ότι αυτό στα Γιάννενα αποτελούσε βεβαιότητα. Μας έλεγαν να μην πηγαίνουμε στη συνοικία των εβραίων, γιατί θα μας έβαζαν μέσα σε ένα βαρέλι με καρφιά, θα το γυρνάγανε γύρω γύρω και θα έπιναν το αίμα μας. Όταν μου είπε η μητέρα μου ότι οι κομμουνιστές κάνουν το ίδιο, πείστηκα πλέον ότι πρόκειται για κάτι πολύ επικίνδυνο και πήγα και τα είπα αυτά τα πράγματα στον καθηγητή της Χημείας. Μόλις τελείωσα ο καθηγητής με κοίταξε και μου είπε:

“Θεοδωράκη, άσε καλύτερα, μη μιλήσεις το απόγευμα για τον κομμουνισμό”

Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον πατέρα του

Το πρώτο του τραγούδι

«Ξεκίνησα να γράφω τραγούδια από μία έφεση την οποία είχα και επειδή μέσα στο σπίτι μας τραγουδούσαν πάντα τραγούδια της μόδας – παραδοσιακά, κρητικά ο πατέρας μου, σμυρναίικα η μάνα μου… (…) Είχα μια έφεση να κάνω τραγούδια.

»Αυτό δηλαδή ήταν κάτι που μου ήρθε από μόνο του. Το πρώτο μου τραγούδι το έγραψα στην Πάτρα σε ηλικία 12 ετών, το “Γλιστράς καραβάκι, γλιστράς στο γιαλό”, το οποίο είναι και από το ωραιότερά μου τραγούδια. Τώρα το έχω εκδώσει. Στο Βερολίνο οι Γερμανοί είχαν την ιδέα να τραγουδήσω ο ίδιος τα παιδικά μου τραγούδια. Είναι πολύ ωραίο μετά από 70 χρόνια να τραγουδάς τα παιδικά σου τραγούδια».

Οι πρώτοι του δίσκοι

»Τις μουσικές μου γνώσεις τις οφείλω σε ένα θείο μου, ο οποίος μου είχε φέρει από την Αλεξάνδρεια ένα γραμμόφωνο, μέσω του οποίου ήρθα σε επαφή με μια άλλη μουσική. Διότι στην επαρχία δεν υπήρχε τότε ραδιόφωνο και ακούγαμε μονοφωνικά τραγούδια – δημοτικά ή τα τραγούδια της μόδας, τα οποία τα μαθαίναμε από τον κινηματογράφο.

»Όταν μου έφερε λοιπόν ο θείος μου το γραμμόφωνο, μου έφερε μαζί και τρία μεγάλα άλμπουμ. Το ένα ήταν τα τραγούδια εκείνης της εποχής, το άλλο ήταν άριες από όπερες. Το πρόβλημα μού δημιούργηθηκε όταν άκουσα για πρώτη φορά τον δίσκο με τις όπερες.

»Τρόμαξα τόσο πολύ από αυτές τις δυνατές φωνές…Το άκουσμα αυτών των φωνών άφησε μέσα μου ορισμένα ίχνη από αυτές τις μελωδίες, ένα θαυμασμό, αλλά με φόβισε. Με φόβισε τόσο πολύ που δεν έχω πάει ποτέ να δω ολοκληρωμένη όπερα και ντρέπομαι που το λέω, γιατί έχω γράψει όπερες και ο ίδιος.

»Γι’ αυτό λένε ότι τα τραύματα της παιδικής ψυχής σε ακολουθούν. Μόλις ένας τενόρος έβγαζε μια μεγάλη φωνή, εγώ φοβόμουν. Γι’ αυτό όταν άρχισα να κάνω τραγούδια ήταν “αντισοπράνο, αντιτενόρος”,  εναντίον όλων αυτών.

»Το τρίτο άλμπουμ, με το πράσινο σκυλάκι, ήταν τζαζ. Εκείνα τα ακούσματα της κλασικής τζαζ του ’20-’25.

«Με το αυτί και το στόμα»

«Όταν ήμουν στην Πάτρα, 12 ετών, είχα πάρει ένα βιολί, αλλά με το βιολί απλώς έκανα διφωνίες. Όταν έγραφα τραγούδια, τα τραγουδούσα μόνος μου και έκανα σεκόντο με το βιολί. Αργότερα άρχισα να παίζω το βιολί σαν μαντολίνο για να κοιτάζω τα ακόρντα και αργότερα πήρα κιθάρα. Στην Τρίπολη, επειδή ήταν δύσκολο να πάρουμε πιάνο, νοικιάσαμε ένα αρμόνιο με φυσούνα. Πιάνο πήγαινα και μελετούσα σε δύο-τρία σπίτια της γειτονιάς που είχαν.

»Με το αφτί και με το στόμα. Έτσι ανακάλυψα τη μουσική. Στον Πύργο, όπου έγραψα και τα ωραιότερα τραγούδια μου, σε ηλικία 14, 15, 16 ετών, τους στίχους τούς έπαιρνα από το αναγνωστικό. Γι’ αυτό είναι όλοι οι μεγάλοι ποιητές: ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης, ο Πολέμης, ο Παλαμάς, ο Βιζυηνός. Έτσι άρχισε η συνεργασία μου με μεγάλους ποιητές, εξ απαλών ονύχων. (…)

»Ο πατέρας μου – μεγάλος θαυμαστής μου από εκείνη την εποχή – ερχόταν στο σπίτι και αρχίζαμε το τραγούδι. Προετοίμαζα από νωρίς το καινούργιο μου τραγούδι στην κουζίνα με τη μητέρα μου και το βράδυ κάναμε συναυλία.

»Ο πατέρας μου μάλιστα συχνά, μία-δύο φορές τον μήνα, καλούσε τους φίλους του να ακούσουν την καινούργια φουρνιά. Και έτσι κάναμε συναυλίες di casa».