Η ιστορία βγαλμένη από θρίλερ στα Κάτω Πατήσια – Η γυναίκα με τον μπαλτά και τη «σατανική» παγίδα
Το έγκλημα που συγκλόνισε τη χώρα
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου του 1989 ένα διπλό φονικό με δράστιδα μια 45χρονη και θύματα δύο γυναίκες, ηλικίας 38 και 43 ετών, διαπράχθηκε στα Κάτω Πατήσια.
Η δολοφόνος άρπαξε έναν μπαλτά και έσφαξε την αδερφή του αρραβωνιαστικού της και μια φίλη της. Ο λόγος: γιατί πίστευε ότι ήθελαν να την χωρίσουν από τον αγαπημένο της.
Το βράδυ μετά το φόνο, πήγε στο σπίτι του και κοιμήθηκε στο κρεβάτι της αδερφής του που, λίγες ώρες νωρίτερα, είχε δολοφονήσει, σαν να μη είχε συμβεί τίποτε.
Πίστευε πως είχε κάνει το τέλειο έγκλημα και κοιμόταν ήσυχη, όπως δήλωσε. Όμως, η αστυνομία εξιχνίασε το έγκλημά της μετά από 16 ημέρες. Η αποκάλυψη της διπλής δολοφονίας συγκλόνισε την κοινή γνώμη και έγινε θέμα στις εφημερίδες.
Η συνάθροιση με πρόσχημα ένα μέντιουμ
Το πρωί της 25ης Οκτωβρίου 1989, μία ημέρα πριν τελέσει το έγκλημα, η 45χρονη βρισκόταν στην Άρτα, τον τόπο καταγωγής της. Τηλεφώνησε στην 43χρονη κουνιάδα της και της είπε ότι θα κατέβαινε στην Αθήνα με μια φίλη της, “εξαιρετική καφετζού και μέντιουμ, μια πραγματική μάγισσα”, όπως έλεγε.
Η 43χρονη συνεννοήθηκε με την 38χρονη φίλη της και οι τέσσερις γυναίκες έκλεισαν ραντεβού στο διαμέρισμα της 38χρονης, στα Κάτω Πατήσια. Εκεί το μέντιουμ θα τους “έλεγε τον καφέ”, προβλέποντας τα μελλούμενα.
Την επόμενη μέρα, η 45χρονη πήγε μόνη της στο διαμέρισμα της φίλης της κουνιάδας της στα Κάτω Πατήσια. Όταν οι δύο γυναίκες την ρώτησαν πού ήταν το μέντιουμ, εκείνη απάντησε: “Θα κάνουμε εμείς τις προετοιμασίες κι όλα τα προκαταρκτικά και, όταν είμαστε έτοιμες, θα πάρω τηλέφωνο τη Μ. να έλθει. Εδώ κοντά είναι“.
Ακολούθως, είπε στις δύο ανυποψίαστες γυναίκες να κλείσουν όλα τα παντζούρια, να αφήσουν κλειστά τα φώτα και να ανάψουν κεριά, προκειμένου να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Κάποια στιγμή, ενόσω οι τρεις γυναίκες συζητούσαν, τέθηκε το θέμα του αρραβώνα της 45χρονης. Η κουνιάδα της, αποκάλυψε ότι ο αδελφός της θέλει να παντρευτεί άλλη γυναίκα και οτι η ίδια δεν θα γινόταν νύφη. Την ίδια άποψη συμμερίστηκε και η φίλη της.
Η 45χρονη εξοργίστηκε, αλλά δεν το έδειξε. Υπέδειξε στις γυναίκες να πάνε σε ξεχωριστούς χώρους να περιμένουν το μέντιουμ: η 43χρονη στην κουζίνα και η 38χρονη στο υπνοδωμάτιό της.
Αντί για το μέντιουμ, ήρθε ο χάρος
Το μέντιουμ δεν εμφανίστηκε ποτέ και η 45χρονη έθεσε το σχέδιο της διπλής δολοφονίας σε εφαρμογή. Άρπαξε έναν μπαλτά, πλησίασε την κουνιάδα της και την σκότωσε με αλλεπάλληλα χτυπήματα στο κεφάλι και το σώμα.
Η άλλη γυναίκα άκουσε τις φωνές, έτρεξε κοντά της και προσπάθησε να την αφοπλίσει. Μάταια. Ο μπαλτάς κατέβηκε με μανία στο χέρι της, στο κεφάλι και το σώμα της. Για να σιγουρευτεί ότι θα πέθαινε, η δολοφόνος πήρε μια πετσέτα κουζίνας και της την έσφιξε γύρω από το λαιμό.
Το σχέδιο για να εξαφανίσει τα ίχνη της
Η 45χρονη δεν έμεινε εκεί. Ξάφρισε τα πορτοφόλια των θυμάτων της και προσπάθησε να εξαφανίσει κάθε ίχνος της. Έπλυνε τα χέρια της, καθάρισε τα αίματα από το πάτωμα, τα ρούχα και τα παπούτσια της και φόρεσε τις σαγιονάρες της 38χρονης.
Εξαφάνισε τα τεκμήρια του εγκλήματος όσο καλύτερα μπορούσε και μετά έφυγε για να συναντηθεί με τον αρραβωνιαστικό της. Ενδιάμεσα, πήγε στο σπίτι ενός γνωστού της στην Καλλιθέα για να κάνει μπάνιο και φρόντισε να πετάξει τον μπαλτά στα σκουπίδια.
Εκείνο το βράδυ, η 45χρονη εμφανιζόταν χαρούμενη, ήρεμη και χαμογελαστή, σύμφωνα με δηλώσεις του αρραβωνιαστικού της. Αν και της είπε πως ήθελε να διαλύσει τον αρραβώνα, εκείνη του έλεγε ότι δεν είχε πού να πάει κι έτσι έμεινε σπίτι του.
13 χτυπήματα η μία γυναίκα, 9 η άλλη
Ο αδερφός της 43χρονης ανησύχησε όταν μετά από πολλή ώρα δεν είχε γυρίσει σπίτι. Δύο 24ωρα μετά το φονικό, έφτασε στο διαμέρισμα της φίλης της. Χτύπησε το κουδούνι, αλλά δεν απάντησε κανείς. Με τη βοήθεια ενός γείτονα, ανέβηκε από διπλανό διαμέρισμα και κατάφερε να περάσει στο μπαλκόνι της ενοίκου.
Όταν σήκωσε τα ρολά της μπαλκονόπορτας, αντίκρισε το αποτρόπαιο θέαμα: η αδερφή του και, λίγο πιο πέρα, η φίλη της νεκρές.
Οι αστυνομικοί, από την πλευρά τους, εντόπισαν τρία γεμάτα φλιτζάνια καφέ, και είδαν ότι η πόρτα δεν είχε παραβιαστεί.
Οι μάταιες προσπάθειές της να φορτώσει αλλού την ενοχή
Η αστυνομική έρευνα συνεχιζόταν με αμείωτο ρυθμό. Πάνω από 100 άτομα εξετάστηκαν ως ύποπτα, μεταξύ των οποίων και η δολοφόνος. Εκείνη αρνείτο πεισματικά ότι είχε ανάμειξη στην υπόθεση, λέγοντας ότι δεν ήξερε καν πού βρισκόταν το διαμέρισμα.
Όμως, ένα αποτύπωμα που βρέθηκε την πρόδωσε. Ακόμη κι έτσι, η 45χρονη προσπαθούσε συνεχώς να διώξει από πάνω της την ενοχή. Ενέπλεξε ως δράστη έναν άσχετο άνδρα, τον οποίο, τελικά, οι αστυνομικοί βρήκαν και προσήγαγαν ως ύποπτο.
Ο άνθρωπος, όμως, δεν είχε καμία ιδέα για την υπόθεση. Μάλιστα, η 45χρονη τον άρπαξε από τα μαλλιά και του φώναζε: “Βρε παλιοτόμαρο! Εσύ δεν με έκλεισες στο μπάνιο, όση ώρα τις έσφαζες;”.
Ο άνθρωπος κόντεψε να τρελαθεί και, τελικά, αφέθηκε ελεύθερος, αφού δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον του. Η 45χρονη έπλασε κι άλλο σενάριο με τη φαντασία της, υποστηρίζοντας πως δύο χειροδύναμοι άνδρες σκότωσαν τις δύο γυναίκες.
Όμως, δεν έπεισε κανέναν και, καθώς τα στοιχεία εις βάρος της ήταν συντριπτικά, ομολόγησε.
“Κοιμόμουνα ήσυχη. Αλλά…“
Στις 11 Νοεμβρίου 1989, η 45χρονη οδηγήθηκε στον εισαγγελέα. Της απαγγέλθηκε κατηγορία για ανθρωποκτονία από πρόθεση, κατά συρροή και “κατά τρόπο ιδιαζόντως απεχθή”, οπλοφορία, οπλοχρησία και κλοπή.
Στους δημοσιογράφους είπε ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τις δύο γυναίκες, αλλά ότι οι τελευταίες την προκάλεσαν. Επίσης, προσπάθησε να δείξει ότι ήταν μετανιωμένη, δηλώνοντας τα εξής:
“Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Δεν με είχαν πειράξει ποτέ, αλλά εκείνη την ημέρα με έβρισαν. Είμαι πολύ στενοχωρημένη γι’ αυτό που έγινε. Ήθελα να πάω στην Αστυνομία και να τους τα πω, αλλά σκεφτόμουνα τη φυλακή“.
Αργότερα, όμως, φώναζε στο κρατητήριο : “Τί με κρατάτε εδώ! Αφήστε με να φύγω!“. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, Πάνο Σόμπολο, η 45χρονη δήλωσε με κυνικότητα και χωρίς ίχνος μεταμέλειας:
“Είχα επιστρέψει στο σπίτι μου στην Άρτα, τρεις μέρες μετά την κηδεία της Α.. Έπαιρνα εφημερίδες και διάβαζα για την υπόθεση. Είχα πιστέψει ότι είχα κάνει το τέλειο έγκλημα και δεν επρόκειτο να με ανακαλύψουν. Κοιμόμουνα ήσυχη. Αλλά…“.
Οι κατάρες των συγγενών των θυμάτων και η καταδίκη
Η δίκη της 45χρονης ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1990, στο ΜΟΔ της Αθήνας. Όταν η κατηγορούμενη μπήκε στην αίθουσα, οι συγγενείς των δύο θυμάτων την προπηλάκισαν και την καταράστηκαν.
Ο αδερφός της 43χρονης δεν μπορούσε να συγκρατήσει την οργή του. Επιχείρησε να τη χτυπήσει, αλλά οι αστυνομικοί τον συγκράτησαν.
Η 45χρονη εξακολουθούσε να ισχυρίζεται ότι ήταν αθώα, “δεν ήξερε για κανέναν μπαλτά” και έπλασε ένα σενάριο πως ένας Τούρκος που μέντιουμ ήταν ο δολοφόνος. “Να πεθάνω, τα κορίτσια δεν τα σκότωσα εγώ”, αναφώνησε ενώπιον των δικαστών.
Τελικά, το δικαστήριο την έκρινε ένοχη χωρίς κανένα ελαφρυντικό και της επέβαλε ποινή δις ισόβιας κάθειρξης, 8 μήνες για κλοπή και 30 μήνες για οπλοχρησία. Οι συγγενείς των θυμάτων φώναζαν “θάνατος, θάνατος!“.
Η δίκη επαναλήφθηκε ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά, το Δεκέμβριο του 1994. Το δικαστήριο επικύρωσε την ποινή της δις ισόβιας κάθειρξης. Ακόμη και τότε, η 45χρονη δράστιδα επέμενε ότι ήταν αθώα, φωνάζοντας: “Να τους κάψει όλους ο Θεός! Εγώ δεν έκανα τίποτα. Έμαθα για τους φόνους δύο ημέρες αργότερα”.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις