Μίλτος Σαχτούρης: Η εξοικείωση με το θάνατο
Όταν σβήνω το φως έρχεται ο θάνατος και μου φιλά τα χέρια
- Πού βρίσκεται η Ahoo Daryaei; - «Αν την έχουν πειράξει θα πάρουν φωτιά οι δρόμοι»
- Όσα συνέβησαν μέσα στην έπαυλη του Φρανκ Σινάτρα – Τζόγος και κρυφές ερωτικές συναντήσεις
- Νέες ισραηλινές σφαγές σε Βηρυτό και Γάζα που παραπέμπει στην «Αποκάλυψη»
- Πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας: Μήπως είναι πολύ αργά για να αλλάξει η πορεία του;
Από τις λίγες και γνήσιες απολαύσεις όσων βρίσκονται ή προσπαθούν να βρίσκονται κοντά στην καλλιτεχνική πράξη είναι, ίσως, η παρακολούθηση της πορείας του δημιουργού, το ξεκίνημα και η συνέχεια, ο αγώνας με το υλικό του, η πυρετική εκφραστική αναζήτηση και, τέλος, πάνω απ’ όλα, η σταδιακή συμπλήρωση του σώματος που κάποτε θα φτάσει να συγκροτεί το όλο έργο, την πλήρη κατάθεση. Ξεφυλλίζοντας τα «Εκτοπλάσματα», την τελευταία για την ώρα συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη, αυτά –τα κοινότυπα– αναλογίζεται κανείς· και είναι η ιδιορρυθμία της στάσης του ποιητή απέναντι στα πράγματα κι ακόμα περισσότερο το ειδικό βάρος της προσφοράς του στο νεοελληνικό ποιητικό λόγο και στον ελληνικό υπερρεαλισμό, που μετασχηματίζουν αυτή την απόλαυση σε ανάγκη. Κι αυτή ακριβώς η ανάγκη είναι που μας οδηγεί σε μια περιπλάνηση στις δυο τελευταίες συλλογές του ποιητή, που την καθεμιά μπορεί να συγκροτούν δεκαεπτά ακριβώς ποιήματα (σύμπτωση άραγε ή εμμονή;) αλλά που τόσο τα εσωτερικά όσο και τα εξωτερικά τους γνωρίσματα παραλλάζουν σημαντικά.
Παρόλη τη λιτότητα του ποιητικού λόγου, τα «Χρωμοτραύματα», με τις έντονα χαραγμένες εικόνες, την ποικιλία των χρωμάτων και την οξύτητα των αντιθέσεων, απ’ όπου αναδύεται ολοζώντανο το όραμα, ακόμα μια φορά επαληθεύουν και τονώνουν την άποψη ότι ο Μίλτος Σαχτούρης, παραμένοντας ποιητής του κλειστού χώρου, δεν έπαψε ούτε στιγμή να παρατηρεί με διεσταλμένα μάτια μιαν αιμάσσουσα ανθρωπότητα, να καταγράφει το σχεδιάγραμμα του πυρετού της, να πανικοβάλλεται μπροστά στο μέγεθος του παραλογισμού της.
Θα περάσουν έξι ολόκληρα χρόνια για να ξαναβρούμε τον ποιητή στα «Εκτοπλάσματα». Εδώ, τα χρώματα έχουν ατονήσει: το κόκκινο γελαστό κρανίο, τα κίτρινα αερόπλοια, οι πεταλούδες και τ’ αστέρια που κυριαρχούσαν στα «Χρωμοτραύματα», έγιναν δωμάτιο σκοτεινό, άσπρες γάζες, μαύρα μαλλιά, μεγάλος γκρίζος ποντικός. Το χρυσό δαχτυλίδι, τα χιλιάδες μαργαριτάρια, η τριανταφυλλιά και η βιολέτα, έδωσαν τη θέση τους στο φεγγάρι με το σίδερο, στα ρημαγμένα φέρετρα, στα ψηλά χορτάρια του θανάτου, στο δαίμονα που παραστέκει. Διάχυτη η κόπωση που τον εξαναγκάζει να αποστρέψει πια το βλέμμα του από τα δρώμενα· επιτακτική η ανάγκη να προσκληθεί από φίλους νεκρούς, όπως τον Ντύλαν Τόμας:
«…Έλα, αδερφέ, μου λέει, μαζί μου
σάπισες εδωπέρα…»
Στίχοι με τον τίτλο «Εκτοπλάσματα» της προηγούμενης συλλογής θα γίνουν ο πυρήνας της καινούριας με τον ομώνυμο τίτλο και θα δώσουν μια πρώτη νύξη της μεταστροφής. Κι αυτό που συντελείται δεν είναι έρωτας θανάτου αλλά, ίσως, κάτι ακόμα πιο μεγάλο: είναι εξοικείωση με το θάνατο. Τώρα, ήρεμη, συμβουλευτική σχεδόν ακούγεται η φωνή του ποιητή:
«…μην τον φοβάστε τον ήλιο τον σκοτεινιασμένο
τα ρημαγμένα φέρετρα
τη μάνα της βροχής με τα βγαλμένα μάτια
μην τις φοβάστε τις μαύρες τις φτερούγες του πουλιού
μες στο κεφάλι σας»
και παρακάτω:
«…όταν σβήνω το φως
έρχεται ο θάνατος και
μου φιλά τα χέρια».
Είναι η ίδια εξοικείωση, η ίδια δυσκολοαποκτημένη ηρεμία μ’ εκείνη του μεγάλου Ζακύνθιου:
«…Τώρα, τώρα τα χείλη μου
δύνανται να φιλήσουν
του θανάτου τα γόνατα…»
Ένα ολότελα καινούριο στοιχείο για την ποίηση του Σαχτούρη μάς περιμένει στις δυο τελευταίες σελίδες της συλλογής που, πιθανότατα, χρησιμοποιεί ο ποιητής σαν ενισχυτικό της υποβολής: το ποιητικό πεζό, που σαν αυλαία πέφτει και μας χωρίζει από τον τελευταίο του σταθμό: «…Φεύγετε επιτέλους, επανέλαβε. Και πραγματικά καθώς έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο της καμπίνας, είχαμε βγει κιόλας έξω από το λιμάνι του Πειραιά».
Παρόλες τις εσωτερικές και εξωτερικές αυτές αλλαγές, ο λόγος του Μίλτου Σαχτούρη μένει σταθερός, χωρίς ούτε για μια στιγμή να απιστήσει στα ουσιαστικά εκείνα στοιχεία που συγκρότησαν το προσωπικό του ύφος· σταθερή μένει και η δική μας προσμονή, ύστερα από την υπόσχεσή του πως: «…πάντα θα γράφω ποιήματα…»
*Κείμενο του ποιητή, μεταφραστή και κριτικού λογοτεχνίας Τάκη Μενδράκου (1927-2014), που έφερε τον τίτλο «Η σταδιακή συμπλήρωση του σώματος» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» (διμηνιαία έκδοση τέχνης, κριτικής και κοινωνικού προβληματισμού, αρ. τεύχους 47, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1986).
Οι δύο ποιητικές συλλογές του Σαχτούρη στις οποίες αναφέρεται ο Μενδράκος είναι τα «Χρωμοτραύματα» (εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1980) και τα «Εκτοπλάσματα» (εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, 1986).
Ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής υπερρεαλιστικής ποίησης, είχε γεννηθεί στην Αθήνα στις 29 Ιουλίου 1919.
Ο Σαχτούρης, ο οποίος θεωρείται εισηγητής της ποίησης του παραλόγου στην Ελλάδα, απεβίωσε στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 2005.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις