Διεμφυλικότητα: Είναι «κοινωνικά μεταδοτικό» να δηλώνει κανείς τρανς;
Νέα ανάλυση διαψεύδει πολυσυζημένη μελέτη για τις υποτιθέμενες κοινωνικές επιδράσεις.
Η λεγόμενη «κοινωνική μεταδοτικότητα» δεν οδηγεί σε αύξηση του αριθμού των νέων που αυτοπροσδιορίζονται ως διεμφυλικοί, διαπιστώνει νέα μελέτη στις ΗΠΑ, η οποία διαψεύδει μια από τις θεωρίες που επικαλούνται συντηρητικοί κύκλοι για να περιορίσουν την πρόσβαση σε θεραπείες επαναπροσδιορισμού του φύλου.
Η θεωρία της κοινωνικής μεταδοτικότητας «δεν επιβεβαιώνεται και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα κατά της παροχής ιατρικής φροντίδας για την επιβεβαίωση φύλου στους εφήβους» δήλωσε σύμφωνα με το NBC ο δρ Άλεξ Κιουρόγκλιαν, διευθυντής του Προγράμματος Ταυτότητας Φύλου στο Γενικό Νοσοκομείο Μασαχουσέτης, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην έγκριτη επιθεώρηση Pediatrics, διαψεύδει επίσης τον ισχυρισμό ότι οι έφηβοι που προσδιορίστηκαν ως γυναίκες κατά τη γέννηση είναι πιο επιρρεπής στις υποτιθέμενες εξωτερικές επιδράσεις.
Η θεωρία της κοινωνικής μεταδοτικότητας ξεκίνησε από μελέτη του 2018 στην επιθεώρηση PLoS ONE. H δρ Λίσα Λίτμαν, τότε καθηγήτρια κοινωνικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, επινόησε τον όρο «δυσφορία φύλου ταχείας έναρξης», ο οποίος περιγράφει περιπτώσεις εφήβων που νιώθουν δυσφορία για το φύλο τους όπως προσδιορίστηκε κατά τη γέννηση «ξαφνικά στη διάρκεια της εφηβείας ή ύστερα από αυτή».
Η Λίτμαν συμπέραινε ότι οι έφηβοι αυτοί «δεν θα πληρούσαν τα κριτήρια για δυσφορία φύλου κατά την παιδική ηλικία» και αρχίζουν αργότερα να νιώθουν δυσφορία λόγω κοινωνικών παραγόντων.
Ακόμα, η Λίτμαν διατύπωνε την υπόθεση ότι οι νέοι που είχαν χαρακτηριστεί γυναίκες κατά τη γέννηση επηρεάζονται περισσότερο από κοινωνικούς παράγοντες και, ως αποτέλεσμα, είναι πιθανότερο να δηλώσουν αργότερα τρανς σε σχέση με άτομα που είχαν χαρακτηριστεί άνδρες.
Η μελέτη συνάντησε εξαρχής ισχυρές αντιδράσεις. Το PLoS ONE προχώρησε σε επαναξιολόγηση της δημοσίευσης και εξέδωσε διόρθωση, με την οποία μεταξύ άλλαζε τον τίτλο του άρθρου, για να διευκρινίσει ότι η Λίτμαν δεν πραγματοποίησε έρευνα μεταξύ διεμφυλικών ατόμων αλλά μεταξύ των γονιών τους. Επισήμαινε επίσης ότι «η δυσφορία φύλου ταχείας έναρξης δεν αποτελεί επίσημη διάγνωση ψυχικής υγείας σε αυτό τον χρόνο».
Μείωση των τρανς μεταξύ των εφήβων
Θέλοντας να εξακριβώσουν αν η υπόθεση της Λίτμαν ευσταθεί, οι συντάκτες της νέας μελέτης χρησιμοποίησαν δεδομένα έρευνας των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων για το διάστημα 2017-2019, τα οποία περιλάμβαναν απαντήσεις εθελοντών 12-18 ετών σε 16 αμερικανικές.
Το 2017, το 2,4% των 91.000 εθελοντών ανιστοιχούσε σε τρανς άτομα ή άτομα ποικιλόμορφου φύλου. Αντί να αυξηθεί, το ποσοστό έπεσε στο 1,6% το 2018.
Η μείωση αυτή βρίσκεται σε ασυμφωνία με το επιχείρημα ότι οι κοινωνικές επιδράσεις παίζουν σημαντικό ρόλο, εκτιμούν οι ερευνητές.
Ακόμα, διαπίστωσαν ότι ο αριθμός των διεμφυλικών εφήβων που προσδιορίστηκαν ως άνδρες κατά τη γέννηση ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό των διεμφυλικών που είχαν προσδιοριστεί ως γυναίκες, κάτι που διαψεύδει τον ισχυρισμό ότι όσοι προσδιορίζονται ως γυναίκες κατά τη γέννηση επηρεάζονται περισσότερο από κοινωνικούς παράγοντες.
Εύκολη λύση;
Επιπλέον, η θεωρία της κοινωνικής μεταδοτικότητας υποστηρίζει ότι το να δηλώνει κανείς τρανς προσφέρει κάποιου είδους κοινωνικό πλεονέκτημα. Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, ορισμένοι υποστηρικτές της θεωρίας υποστηρίζουν για παράδειγμα ότι κάποιοι ομοφυλόφιλοι νέοι που δεν αισθάνονται δυσφορία με το φύλο τους δηλώνουν τρανς επειδή πιστεύουν ότι αυτή η κοινωνική ομάδα στιγματίζεται λιγότερο από ό,τι οι γκέι και οι λεσβίες.
Για να εξετάσουν αν αυτό ευσταθεί, οι συντάκτες της νέας μελέτης εξέτασαν τη συχνότητα του εκφοβισμού μεταξύ τρανς και μη νέων.
Διαπίστωσαν ότι, όπως έχουν δείξει και άλλες έρευνες, οι τρανς και οι νέοι ποικιλόμορφου φύλου είναι πολύ πιθανότερο να πέσουν θύματα μπούλινγκ (38,7% το 2017 και 45,4% το 2019) σε σχέση με τους ομοφυλόφιλους νέους που αποδέχονται το φύλο που τους προσδιορίστηκε κατά τη γέννηση.
«Η ιδέα ότι οι έφηβοι οδηγούνται στο να δηλώνουν τρανς σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από το στίγμα της σεξουαλικής μειονότητας είναι παράλογη, ιδιαίτερα για όσους από εμάς προσφέρουν θεραπείες» σε τρανς νέους, δήλωσε ο δρ Τζακ Τέρμπαν του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, επικεφαλής της μελέτης.
«Οι βλαπτικές επιδράσεις αυτών των αστήρικτων υποθέσεων στιγματίζει περαιτέρω τους τρανς νέους και τους νέους ποικιλόμορφου φύλου» τόνισε.
Ακόμα, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η υπόθεση της δυσφορίας φύλου ταχείας έναρξης χρησιμοποιείται στο δημόσιο διάλογο για τη σύνταξη νόμων που περιορίζουν την πρόσβαση των νέων σε θεραπείες επιβεβαίωσης φύλου.
Τον Ιούνιο, για παράδειγμα, η Φλόριντα εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές κατά της παροχής φροντίδας επιβεβαίωσης φύλου σε ανηλίκους επικαλούμενη αναφορές στη μελέτη της Λίτμαν.
Οι συντάκτες της μελέτης αναγνωρίζουν πάντως κάποιους περιοσμούςστην ανάλυσή τους. Μεταξύ άλλων, τα δεδομένα αφορούν απαντήσεις μαθητών λυκείου και ίσως δεν είναι αντιπροσωπευτικά για άλλες ομάδες νέων.
Επιπλέον, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν απλά «Ποιο είναι το φύλο σου;» και έπρεπε να διαλέξουν μεταξύ του «άνδρας» και «γυναίκα», χωρίς να γίνεται αναφορά στην ταυτότητα φύλου και το φύλο όπως προσδιορίστηκε κατά τη γέννηση, όπως συνηθίζεται σε μελέτες αυτού του είδους.
Ωστόσο οι συντάκτες επικαλούνται μια πληθώρα μελετών που διαπιστώνουν ότι οι τρανς νέοι και οι νέοι ποικιλόμορφου φύλου αντιλαμβάνονται τη διαφορά ανάμεσα στην ταυτότητα φύλου και τον προσδιορισμό κατά τη γέννηση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις