Νικηφόρος Βρεττάκος: Ένας «άγιος» της ποίησης
Είν' όλ' αγνά, σαν αγιασμένα
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Ρώτησα κάποτε έναν γέρο Κροκεάτη, να μου πει τι είναι ποίηση.
Μούδειξε στο τραπέζι ένα κριθαρένιο καρβέλι ψωμί. Πήρε μαχαίρι και το έκοψε.
– Πάρε παιδί μου, μου είπε. Αυτό είναι ποίηση.
– Πώς το ξέρεις παππού;
– Το ’πε ο εγγονός μου ο Νικηφόρος…
Ύστερα μούδειξε στο τραπέζι μια στάμνα με νερό. Την πήρε στα ροζιασμένα του χέρια κι ήπιε να ξεδιψάσει. Σκούπισε με την ανάστροφη τα χείλια του κι έκανε τρεις φορές το σταυρό του.
– Τι είναι ποίηση παππού; τον ξαναρώτησα.
– Μια στάμνα με νερό, παιδί μου. Το ’πε ο εγγονός μου ο Νικηφόρος…
Το φως στο τραπεζομάντηλο ζωγράφιζε έναν μικρό ασημένιο Χριστό. Ο γέρο Κροκεάτης τον είδε και χαμογέλασε. Άνοιξε το παράθυρο να μπει ο ήλιος. Χιλιάδες άστρα κατηφόριζαν στον ουρανό. Κοίταξε την ανατολή. Ο Χριστός ήταν εκεί…
– Είναι ποίηση κι ο Χριστός, παιδί μου. Το ’πε κι αυτό ο εγγονός μου ο Νικηφόρος.
Ξάφνου το πρόσωπό του το αυλάκωσε ένας σπασμός. Απ’ τα μάτια του κύλησαν δάκρυα.
– Γιατί κλαις παππού;
– Έχω πόνους παιδί μου.
– Είναι ποίηση ο πόνος παππού;
– Ναι. Το ’παν όλοι οι εγγονοί μου, παιδί μου.
Στους ανατολικούς πρόποδες του Ταΰγετου, στα Βαρδουνοχώρια, νότια της Σπάρτης, απλώνεται μια ειδυλλιακή πολίχνη, η Λεβέτσοβα. Εδώ, κοντά στο χωριό Αλαΐμπεη, είναι οι αρχαίες Κροκεές. Στον τόπο αυτόν, όπου συναπαντιέται ο μύθος με την ιστορία, γεννήθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. […] Όμως η δόξα των Κροκεών δεν είναι η μυθολογία τους. Είναι το στοιχειό τους ο Ταΰγετος. Εδώ, την πρωτοχρονιά του 1912, γεννήθηκε ένα χαμογελαστό μελαχρινό παιδί, γιος μεγαλοκτηματία, ο Νικηφόρος, που από κείνη τη στιγμή θ’ άρχιζε να γράφει την ιστορία του κόσμου, γιατί η ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία της ποίησης. […]
Από τότε, τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, αρχίζει η ιστορία του Νικηφόρου Βρεττάκου· δεμένη με τη σκληρή πέτρα του μυθικού βουνού της Λακωνίας, του Ταΰγετου. Από δω άρχισε σιγά-σιγά να τυλίγει το κουβάρι της ποίησης. Ανηφόρισε παιδί στις κορφές του, είδε τα εξαίσια τοπία του, με τα δάση και τα αιωνόβια κωνοφόρα τους δέντρα, κι έπαιξε με τους Φαύνους και τους Σειλινούς, τις Νύμφες και τις Αμαδρυάδες, στις πολύκρουνες πηγές του.
Πήρε ξυπόλητος τις παραφυάδες του Σαγγιά και των Κακοβουνιών, ως πέρα στη Λακωνική, κι έφτασε ως τον Ταίναρο. Ο Ταΰγετος! Ένας απολιθωμένος γίγαντας που γέρνει απότομα, ανατολικά στην υδρολεκάνη του Ευρώτα, σαν σχιστολιθικό μαρμάρινο τείχος, με ρωγμές και χαράδρες, πάντα χιονοσκέπαστος.
Θυμάσαι Νικηφόρε; Ανέβαινες παιδί σχολειαρόπουλο στην ψηλότερη κορφή του, τον Προφήτη Ηλία –τον Ταλετό των αρχαίων– ανήμερα στη χάρη του, 20 του Ιούλη, που γινόταν στο ταπεινό εκκλησάκι το ετήσιο πανηγύρι.
[…] Όμως η ποίηση δεν ήταν μόνο στον Προφήτη Ηλία. Ήταν και στην καρδιά σου. Ίσως ήταν μέσα σου πριν από σένα, γιατί η ποίηση δεν έχει ηλικία. Είναι η αιωνιότητα και η στιγμή. Την όριζε «ο τα πάντα συνέχων» πριν απ’ το χρόνο, πριν απ’ την τάξη του κόσμου.
Δίχως εσέ δε θάβρισκαν
νερό τα περιστέρια
Δίχως εσέ δε θ’ άναβε
το φως ο Θεός στις βρύσες του
Μηλιά σπέρνει στον άνεμο
τ’ άνθη της· στην ποδιά σου
φέρνεις νερό απ’ τον ουρανό
φώτα σταχιών κι απάνω σου
φεγγάρι από σπουργίτες.
Πάντα με βασάνιζε το ερώτημα: Από πού αναδύεται η αγγελικότητα της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου; Δεν υπάρχει πιο απλό αλλά και πιο σύνθετο ερώτημα. Ο Ανδρέας Καραντώνης έγραψε πως τα λόγια του ποιητή αυτού είναι ποτισμένα από ένα «υγρό καλωσύνης». Εγώ θα πρόσθετα ότι στο Βρεττάκο «είν’ όλ’ αγνά, σαν αγιασμένα». Περιβάλλονται από ένα φωτοστέφανο προσευχής. Στο βάθος του ο Βρεττάκος είναι θρησκευτικός ποιητής. Η ποίησή του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον άνθρωπο. Δίχως τον άνθρωπο ποίηση για το Βρεττάκο δεν υπάρχει. Παντού είναι κυρίαρχη η παρουσία του. Παρουσία όμως όχι ενός ανθρώπου ευδαιμονιστή και μακάριου, αλλά ενός ανθρώπου «κοπιώντος» και «πεφορτισμένου».
Η ποίηση του Βρεττάκου αποσυνδέεται από την καταγωγή της. Δεν έχει πατρίδα. Η πατρίδα της ονομάζεται γη. Μια γη που γεννήθηκε ελεύθερη και οι άνθρωποι τής έβαλαν σύνορα.
Γι’ αυτό η ποίηση του Βρεττάκου απέχει αρκετά από το να λέγεται ελληνική. Είναι οικουμενική. Και θα έλεγα υπερχρονική. Είναι πέρ’ από τους συρμούς, πέρ’ απ’ τις συμβατικές ημερομηνίες.
Δίχως πανί, δίχως κουπί, αν μας σέρνει
ο γιαλός μας,
δίχως άστρο αν μας θέλει η νύχτα
δίχως ήλιο αν μας καλεί η ημέρα
πού είναι ο κόσμος;
Τρία είναι τα καθοριστικότερα υλικά στοιχεία της ποίησης του Βρεττάκου. Η φωτιά, το νερό και το χώμα.
– Ποίηση είναι μια στάμνα με νερό, είχε πει ο γέρο Κροκεάτης. Ο πηλός, η φωτιά και το νερό. Όμως πέρ’ απ’ αυτά, ποίηση είναι το συναίσθημα. Και το συναίσθημα αυτό στο Βρεττάκο έχει μόνο ένα όνομα: Αγάπη.
[…]
Νομίζω πως δεν υπάρχει πιο λυτρωτικό καθαρτήριο για την ψυχή του ποιητή από τον πόνο. Είναι το πιο πυρίκαυστο έναυσμα της ποίησης. Μέγας καταλύτης ο πόνος. Κι ο μικρός Νικηφόρος πόνεσε πολύ στη ζωή του. Από τότε που καταστράφηκε ο εύπορος πατέρας του, αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά, περπατώντας ξυπόλητος στη λεωφόρο του κόσμου. Έγινε βιοπαλαιστής, εργάτης και μικροπωλητής. Ύστερα δούλεψε στις εφημερίδες, γράφοντας και διορθώνοντας, μέσα στο αντιμόνιο των τυπογραφείων. Γνώρισε πολλούς τόπους και πολλούς ανθρώπους. Όμως, καταπώς είπε ο Καβάφης, «η πόλις τον ακολουθούσε». Και η πόλις αυτή ήταν η ποίηση. Δεν μολύνθηκε από τις εναντιότητες της ζωής. Δεν τον αλλοτρίωσαν αντίρροποι άνεμοι, κίβδηλοι συμβιβασμοί, έωλοι συρμοί. Κρατούσε πάντα στα χέρια του τα πολύτιμα δώρα της Ταϋγέτης. Κάθε φορά που σκόνταφτε επέστρεφε στον Ταΰγετο. Εκεί, κοντά στον καθαρό αέρα, πράυναν οι πληγές του. Όμως, όπου κι αν βρέθηκε, νοιάστηκε για το συνάνθρωπο. Τον αδερφό του. Πορεύτηκε σε κακοτράχαλους δρόμους και νυχτώθηκε, φτωχός και πένης, σ’ ανήλιαγες συνοικίες, να παραστέκει με το φαναράκι της ποίησης, στα σπίτια των πονεμένων.
Γίνομαι ποίηση, φεύγω απ’ τον κόσμο
μοιράζομαι
πάω
στους πικρούς αδερφούς: να μείνω στα σπίτια
που δεν μπαίνει ο ήλιος.
Ιδού γιατί ο Νικηφόρος Βρεττάκος εξανθρωπίζει την ποίηση. Ιδού γιατί συγκινεί τις ανθρώπινες καρδιές. Κάνει την ψυχή του αντίδωρο και τη μοιράζει. Δεν έκανε ποτέ ποίηση για τον εαυτό του. Την έκανε για τους άλλους. Δεν είναι ο ποιητής τού «εγώ». Είναι ο ποιητής τού «εμείς».
[…]
Πάντα μου κινούσε τη συμπάθεια ο ποιητής αυτός. Να ήταν η απλότητά του; Να ήταν η αφοπλιστική του ειλικρίνεια; Να ήταν η πονεμένη ζωή του; Ίσως όλα, ίσως τίποτ’ απ’ αυτά. Όμως η ποίησή του, απαλλαγμένη από κάθε ωραιολεξία, από κάθε καλολογική επίδειξη, είναι η ποίηση με το πιο ανθρώπινο πρόσωπο που γνώρισα.
Πέρασαν 60 χρόνια από τότε (1929) που ο Βρεττάκος τύπωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του «Κάτω από σκιές και φώτα». Πού να φανταζόταν τότε το γυμνασιόπαιδο του Γυθείου πόσο μακρύς θα ’ταν ο δρόμος που θ’ ακολουθούσε. Πως θαρχόταν καιρός που θα τον ονομάτιζαν ποιητή του Ταΰγετου, ποιητή της Πλούμιτσας, ποιητή του Οππενχάιμερ, ποιητή του κόσμου. Όμως πάνω απ’ όλα θα γινόταν ένας υμνητής της αγάπης, ένας «άγιος» της ποίησης. Γιατί στην αγάπη μέσα είναι κι η ειρήνη κι η φιλία κι η καλωσύνη κι η ανθρωπιά. «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν». Δεν είχε ο Νικηφόρος στο φιλολογικό του δισάκι βαρύγδουπα εφόδια, πανεπιστημιακές σπουδές, οικογενειακά εύσημα, ούτε κι άλλωστε τα χρειαζόταν. Μίλησε με λόγια απλά, καθημερινά, κοιτώντας τον άνθρωπο με τα μάτια της ψυχής του. Σ’ όλη την πνευματική του ζωή στάθηκε ένας πιστός λευίτης της αληθινής λογοτεχνίας και διακόνησε την ποίηση «εν φιλότητι». Αν η τέχνη, σύμφωνα με το υψηλό της νόημα, εκφράζει το ωραίο και το αληθινό, στο Βρεττάκο εκφράζει και κάτι ακόμα: το άγιο. Σπάνια μεγάλος ποιητής είχε πολλούς αναγνώστες. Οι κορυφές είναι για τους περισσότερους απρόσιτες. Ο Βρεττάκος έγινε προσιτός με την απλότητά του. Δεν υπήρξε, ούτε μια φορά στη ζωή του, κατασκευαστής ποίησης. Δεν θα βρει κανείς πουθενά ποίηση αθωότερη απ’ τη δική του.
[…]
*Αποσπάσματα από έξοχο κείμενο του ποιητή, δοκιμιογράφου και κριτικού λογοτεχνίας Δημήτρη Νικορέτζου, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Νέα Εστία» (τεύχος 1509, Μάιος 1990, σελ. 650-653). Το κείμενο του Νικορέτζου έφερε τον τίτλο Νικηφόρος Βρεττάκος – Ένας «Άγιος» της ελληνικής ποίησης.
Ο ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος απεβίωσε στις 4 Αυγούστου 1991, στην Πλούμιτσα Λακωνίας, σε ηλικία 79 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις